Συνέχεια από Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020
IGNACE DE LA POTTERIE, S.J
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ
ΤΟΜΟΣ 1Ος
Ο Χριστός και η αλήθεια
Το Πνεύμα και η αλήθεια
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ:
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΥΑΛΙΣΜΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ (γενική αντιπαράθεση)
Ι. Η αναζήτηση της αλήθειας
Α. Η ελληνική παράδοση
Σε όλες τις εποχές της ιστορίας της, η ελληνική φιλοσοφική και θεολογική σκέψη κυριαρχείται από μια μεγάλη ιδέα: την αναζήτηση της αλήθειας. Από την φιλοσοφία της φύσης ως τον ελληνιστικό μυστικισμό, τόσο η αναζήτηση των στοχαστών όσο και η αυθόρμητη παρότρυνση της θεολογικής ψυχής διαπνέονται από την έντονη επιθυμία αναζήτησης του αληθινού νοήματος. Το ακόλουθο κείμενο του Πλάτωνα εκφράζει με χαρακτηριστικό τρόπο αυτήν την τάση: «Απεχθανόμενος τις προσφιλείς στους περισσότερους τιμές, θα επιδιώξω, αναζητώντας την αλήθεια (την αλήθεια σκοπών), την μεγίστη δυνατή τελειότητα σε αυτή την ζωή, και όταν έρθει ή ώρα του θανάτου, στον θάνατο» (Γοργίας, 562 d). Και αυτή η θεμελιώδης φροντίδα της ελληνικής σκέψης εκδηλώνεται κατά τρόπο αξιοσημείωτο, όχι μόνο στα φιλοσοφικά έργα αλλά επίσης και στους ρήτορες και τους ιστορικούς.
Από την εποχή του πλατωνικού δυαλισμού, η ανακάλυψη της αλήθειας θεωρείται αδύνατη χωρίς την ανύψωση της ψυχής στον κόσμο των Ιδεών, καθαρό πεδίο της Αλήθειας (διότι τίποτε δεν είναι πραγματικό και «αληθινό», παρά μόνο ότι είναι καθαρό). Σ’ αυτό αναφέρεται το κλασσικό απόσπασμα του Φαίδρου (248b) στο οποίο ο Πλάτων περιγράφει την ανάταση των ψυχών στον υπερουράνιο τόπο, το Πεδίον της Αλήθειας: εκεί θα μπορούν να αντικρίσουν τις Ιδέες, τις αληθινές πραγματικότητες. Το ίδιο θέμα επαναλαμβάνεται και στην Πολιτεία (VI,484 bc), κατά κύριο λόγο στην αλληγορία του διάσημου μύθου του σπηλαίου (VII, 514 a – 518 b).
Για τον ελληνισμό αυτό το θέμα αποκτά κυρίαρχη θέση, σε βαθμό που το ζητείν να μετατρέπεται σε τεχνικό όρο της φιλοσοφικής έρευνας. Και η άνοδος των ψυχών προς την αλήθεια αποκτά ουσιαστικά θρησκευτική υπόσταση, διότι εκφράζει την άνοδο προς τον ίδιο τον Θεό. Ο Φίλων θεωρεί ότι η αναζήτηση της αλήθειας αποτελεί την βασικότερη ασχολία του ανθρώπου· χρησιμοποιεί διάφορους τρόπους έκφρασης για να περιγράψει αυτή την θεμελιώδη διαδικασία του πνεύματος: πρέπει να αναζητήσουμε την αλήθεια, να προσδεθούμε σ’ αυτήν, να την επιθυμήσουμε, να την αγαπήσουμε, να την καταδιώξουμε, πρέπει να ακολουθήσουμε τα ίχνη της αλήθειας, κ.τ.λ. Η γνώση της αλήθειας είναι γ’ αυτόν η γνώση του ίδιου του Θεού· και γίνεται δυνατή μόνο χάρη στην θεία φώτιση, την ακτινοβολία του Θεού.
Χωρίς αμφιβολία όμως εκείνος που ανακάλυψε την πιο ολοκληρωμένη διατύπωση και την ωραιότερη για να εκφράσει αυτή την θεμελιώδη διάθεση της θρησκευτικής ψυχής στην ελληνιστική εποχή είναι ο Πλούταρχος: «Η προσδοκία της αλήθειας, και κυρίως αυτής που αφορά τους θεούς, οδηγεί προς το θείο. Αυτό το είδος μελέτης και αναζήτησης είναι σαν μια ανάταση προς τα θεία πράγματα, ένα χρέος ιερότερο από κάθε είδους έθιμο ή λατρευτική τελετουργία». Αφού η αναζήτηση της αλήθειας για τον Πλούταρχο και τον Φίλωνα, ταυτίζεται με την ροπή προς το θείο, αντιλαμβανόμαστε γιατί είναι και το ουσιαστικότερο χρέος του ανθρώπου.
Ανάλογες αναφορές εμφανίζονται στα ερμητικά γνωστικά κείμενα. Η έκσταση συνίσταται στο πέταγμα της ψυχής προς την Αλήθεια, προς το ύψιστο Καλό, προς τον Θεό. Ο δρόμος που ακολουθεί αποκαλείται η προς Αλήθεια οδός (Αποσπ. Ι. Στοβαίου, ΙΙ Β, 5). Εδώ ξαναβρίσκουμε επίσης την ιδέα του Φαίδρου στον Πλάτωνα: η ψυχή, μετά την μύηση, «οδεύει διά της Πεδιάδος της Αλήθειας», ωδευκυΐα δια του πεδίου της Αλήθειας (Αποσπ. Στοβ. XXV, 5).
Σ΄ αυτή την δυαλιστική αντίληψη του κόσμου, η οδός προς την Αλήθεια ακολουθεί υποχρεωτικά ανοδική πορεία: ο άνθρωπος ανέρχεται προς τους θεούς. Η αλήθεια δεν υπάρχει εδώ κάτω, όπου τα πάντα είναι σκιές και εικόνες· είμαστε αποκομμένοι από την ουράνια σφαίρα όπου βρίσκεται η μοναδική Αλήθεια.
Β. Τα κείμενα του Ιωάννη
Ο κόσμος στον οποίο κινείται η σκέψη του αγίου Ιωάννη είναι ριζικά διαφορετικός, και η συνάντηση του ανθρώπου με την αλήθεια πραγματοποιείται, στα κείμενά του, σύμφωνα με ένα προσανατολισμό ακριβώς αντίστροφο από αυτόν που μόλις ανακαλύψαμε στα ελληνιστικά κείμενα. Πουθενά ο Ιωάννης δε αναφέρει την «αναζήτηση της αλήθειας»· ακόμη λιγότερο υπάρχει στα κείμενα του η «άνοδος» της ψυχής για την ανακάλυψη της αλήθειας στον Θεό. Η αλήθεια, γι’ αυτόν, έρχεται προς τον άνθρωπο· είναι χάρισμα, δώρο (Ιωαν. 1, 17): είναι η αποκάλυψη που φέρει στους ανθρώπους ο Ιησούς Χριστός. Η κίνηση της σκέψης προσανατολίζεται αντιστρόφως κατά κάποιο τρόπο, από ότι στον δυαλισμό· ακολουθεί εδώ μια καθοδική κίνηση, αυτήν της αποκαλύψεως: η αλήθεια που ο Χριστός άκουσε από τον Θεό (Ιωάν. 8, 40), αποκαλύπτεται στους ανθρώπους· έρχεται άνωθεν, από τον Θεό, και μας απευθύνεται δια των λόγων του σαρκωθέντος Λόγου, του Λόγου του Θεού.
Η συμπεριφορά του ανθρώπου απέναντι σ’ αυτήν την αλήθειας είναι και αυτή αισθητά διαφορετικά από αυτήν του ελληνιστικού μυστικισμού. Δεν πρόκειται για την επιθυμία προσέγγισης του αληθινού, μια τάση της ψυχής προς την ενόραση του Θεού, αλλά για μια συμπεριφορά υποδοχής, «γνώσης της αλήθειας» (Ιωαν. 8,32 και 2η Επ. Ιωάν.1) και αφομοίωσής της στην πίστη. Ο χριστιανός προσπαθεί να κατακτήσει μια καινή ύπαρξη, «να υπάρξει εν αληθεία» (Ιωάν 18,37 και 1η Επ. Ιωάν. 3,19). Η αλήθεια δεν είναι μια μακρινή πραγματικότητα που η ψυχή προσπαθεί να φθάσει ή να κατακτήσει ανερχόμενη προς αυτή, ούτε ένα αντικείμενο στο οποίο το πνεύμα εμβαθύνει με την βοήθεια της σκέψης· είναι ουσιαστικά η αποκάλυψη την οποία υποδέχεται ο άνθρωπος δια της πίστεως· και παράλληλα είναι γι’ αυτόν κανόνας ζωής, ηθική αξία, που φωτίζει και μεταμορφώνει την ύπαρξή του. Ο πιστός καλείται να προσπαθήσει να «ποιήσει την αλήθεια» (Ιωάν. 3,21) και 1η Επ. 1,6), να «περιπατήση εν αληθεία» (2η Επ. 4 και 3η Επ. 3,4), να «προσκυνήσει εν πνεύματι και εν αληθεία» (Ιωαν. 4, 23-24), να «αγιασθή εν τη αληθεία» (Ιωαν.17, 17-19) να «αγαπήσει εν αληθεία» 2η Επ. 1 και 3η Επ. 1) να «γίνει συνεργός τη αληθεία» (3η Επ. 8).
Μάταια θα αναζητήσουμε στα ελληνιστικά κείμενα παρόμοιες προσπάθειες. Και είναι φυσικό, εφ’ όσον η αλήθεια σ’ αυτά βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο εξόριστη σε έναν ανώτερο κόσμο. Αντίθετα, στον άγιο Ιωάννη η αλήθεια είναι παρούσα μόνο ανάμεσα στους ανθρώπους, στο πρόσωπο του ίδιου του Ιησού Χριστού, του σαρκωθέντος Λόγου (Ιωάν. 1, 14.17).
Στα επόμενα κεφάλαια θα εξετάσουμε, επί μακρόν, το ακριβές νόημα αυτών των αποσπασμάτων. Μπορούμε όμως να διακρίνουμε από τώρα κατά πόσο η άποψη του αγ. Ιωάννη, στο σύνολό της, διαφέρει ριζικά από την σκέψη του ελληνιστικού και γνωστικού δυαλισμού. Και τούτο, τόσο σε ότι αφορά την ετυμολογία όσο και ως προς την γενική άποψη του αγ. Ιωάννη για τις σχέσεις που συνδέουν τον άνθρωπο με την αλήθεια.
ΙΙ. Ο Θεός και η αλήθεια
Για να προσδιορίσουμε ακριβέστερα αυτή την θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στον ελληνικό δυαλισμό και την θεολογία του Ιωάννη, θα εξετάσουμε αναλυτικότερα ένα συγκεκριμένο και κεφαλαιώδες θέμα: την σχέση ανάμεσα στον Θεό και την αλήθεία.
Α. Ο Θεός και η αλήθεια στον ελληνιστικό δυαλισμό και τον γνωστικισμό.
Για τους Έλληνες το (οντολογικώς) «αληθινό» ταυτίζεται με το είναι, το πραγματικό: το (όντως) ον, την ουσία, τη φύση των όντων. Η αλήθεια για τους φιλοσόφους είναι έννοια μεταφυσική: προσδιορίζει την φύση ή την ουσία των πραγμάτων, στον βαθμό που είναι καθαρή και αποκαλύπτεται στο πνεύμα.
Με τον Πλάτωνα όμως η φιλοσοφική σκέψη γίνεται καθαρά δυαλιστική: αντιπαραθέτει «την αλήθεια», δηλαδή την καθαρή πραγματικότητα στον επίγειο κόσμο των αισθητών φαινομένων τοποθετώντας την αληθινή πραγματικότητα στον κόσμο των Ιδεών. Σύμφωνα με τον μύθο του Φαίδρου εκεί «κατοικεί το γένος των Θεών», εκεί βρίσκεται το θείον (246 e). Η Αλήθεια, η ουσία των πραγμάτων, ανήκει αποκλειστικά σ’ αυτόν τον ξεχωριστό θείο κόσμο.
Ο θρησκευτικός ελληνισμός ήρθε να προσθέσει σ’ αυτές τις απόψεις ένα καίριο ζήτημα: δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε αυτή την θεία αλήθεια, λέει, παρά μόνον αν μας αποκαλυφθεί. Η προϋπόθεση της «αποκαλύψεως» εξηγεί χωρίς αμφιβολία γιατί ο Φίλων δεν συνδέει ποτέ άμεσα τον Θεό με την αλήθεια, σε οποιαδήποτε εκδήλωσή της. Η αλήθεια για τον αλεξανδρινό φιλόσοφο είναι κυρίως το ξέσπασμα, η ακτινοβολία του Θεού· και χάρη σ’ αυτό το θείο φως το πνεύμα δύναται να γνωρίσει το αληθινό. Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε κατ’ αρχάς την ουσιαστική διαφορά ανάμεσα σ’ αυτήν την αποκάλυψη και το βιβλικό της περιεχόμενο κατά το οποίο η αποκάλυψη τελείται δια του λόγου. Για την ελληνική και ελληνιστική σκέψη η «αποκάλυψη» συντελείται δια του φωτός, σαν ακτινοβολία της ύπαρξης. Η αποκάλυψη του Θεού είναι το νοητό φως της υπάρξεως του Θεού.
Η πλατωνική παράδοση καθιερώνει μια απλή και καθαρή ταυτοποίηση ανάμεσα στον Θεό και την αλήθεια, η οποία ήταν ήδη δυνητικά παρούσα και στον ίδιο τον Πλάτωνα. Στον μέσο πλατωνισμό διατυπώνεται από τον Αλβίνο: ο πρώτος θεός αΐδιός εστιν, άρρητος, …ουσιότης, α λ ή θ ε ι α. Και εξηγεί: αλήθεια δε, διότι πάσης αληθείας αρχή υπάρχει, ως ο ήλιος παντός φωτός. Σύμφωνα με τα ερμητικά κείμενα, «δεν υπάρχει αλήθεια παρά μόνο μέσα στα αιώνια σώματα» (Αποσπ. Στοβ., ΙΙ, Α, 1)· όσο για την πρώτη αλήθεια εκφράζεται με τον Ένα και τον Μόνο, δηλαδή τον ίδιο τον Θεό: «Αλλά την Πρώτη Αλήθεια, ώ πατέρα, πώς θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε; - Τον Ένα και τον Μόνο, αυτόν που δεν αποτελείται από ύλη, αυτόν που δεν βρίσκεται σε σώμα, αυτόν που δεν έχει υπόσταση, ούτε μορφή, αυτόν που δεν μεταβάλλεται, δεν αλλοιώνεται, αυτόν που υπάρχει πάντοτε (τον αεί όντα)» (ό.π., ΙΙ, Α 15). Αντίθετα, εδώ κάτω τα πάντα υπόκεινται στην μεταβολή και την διαφθορά· επομένως «οτιδήποτε γεννάται και υπόκειται σε μεταβολή δεν είναι αληθινό· … οτιδήποτε δεν παραμένει όμοιο με τον εαυτό του δεν είναι αληθινό» (ό.π., 13)· τα πάντα επί της γης είναι φαινόμενα και απάτη. Ανάλογες τοποθετήσεις συναντώνται και στα γνωστικά χριστιανικά κείμενα.
Η ταυτοποίηση του Θεού με την αλήθεια εμφανίζεται επίσης σε ορισμένους Πατέρες της Εκκλησία των οποίων η σκέψη επηρεάσθηκε από τον πλατωνισμό· όπως για παράδειγμα στον Γρηγόριο Νύσσης: θεός δε εστιν η αλήθεια (Βίος του Μωυσή, ΙΙ, 19: Sources Chrétiennes, αυτόθι, 37), ή, με ακόμη μεγαλύτερη θεολογική έμφαση στον Αγ. Μάξιμο τον Ομολογητή, για τον οποίο η ορμή του πνεύματος φθάνει στον προορισμό της και αναπαύεται οριστικά όταν αγγίξει την Αλήθεια, δηλαδή τον ίδιο τον Θεό» (Μυσταγωγία, 5: Ελληνική Πατρολογία, 91,676C -677Α). Στους Λατίνους η ίδια αντίληψη συναντάται σε κείμενα του Αγ. Αυγουστίνου: «Te ivoco, Deus veritas, in quo et at quo et per quem vera sunt omnia» ( Solil., I, 1,2: Λατινική Πατρολογία, 32,870)· «Particeps… veritatis potest esse anima humana: ipsa autem veritas Deus est incommutabilis supra illam. Ab ea ergo veritatae quisquis aversus est, et ad seipsum converses, et non de rectore atquem illustrator Deo, sed de suis motibus quasi liberis exsultat, tenebratur mendacio» (De Genesis contra Manicheos, II, 16, 24: Λατινική Πατρολογία, 34, 208).
Είναι επομένως καθαρό ότι στην δυαλιστική ελληνική παράδοση, τα φιλοσοφικά ρεύματα που την διαδέχονται και στον γνωστικισμό απαραίτητη προϋπόθεση είναι η τοποθέτηση της αλήθειας στον ουράνιο κόσμο, «στην ίδια την σφαίρα του Θεού». Η Αλήθεια προσδιορίζει την πραγματικότητα του θείου, που αποκαλύπτεται και εμφανίζεται στους ανθρώπους. Γι’ αυτό οι έννοιες αλήθεια και αληθές επανέρχονται τόσο συχνά όταν πρόκειται για τον ίδιο τον Θεό, αντικείμενο έκστασης και στοχασμού· επομένως η ψυχή μπορεί να αγγίξει την ίδια την Αλήθεια μόνο αν ανυψωθεί σ’ αυτή την υπέρτατη θεία Πραγματικότητα.
Β. Η Αλήθεια του Θεού τον Άγιο Ιωάννη
Θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι η θεολογία του αγ. Ιωάννη, σε ότι αφορά τις σχέσεις του Θεού με την αλήθεια, προσεγγίζει κατά κάποιο τρόπο αυτή την χαρακτηριστική αντίληψη του ελληνιστικού δυαλισμού; Κατά κανένα τρόπο. Μια λεπτομέρεια μάλιστα θα μας αποδείξει ότι δεν υπάρχει στην πράξη τίποτε κοινό ανάμεσά τους. Ο Ιωάννης, ενώ μας διδάσκει ξεκάθαρα ότι ο Θεός είναι πνεύμα (Ιωαν. 4,24), είναι αγάπη (Ιωαν. 1η Επ. 4, 8.16), είναι φως (1η Επ. 1,5), ποτέ δεν λέει ότι ο Θεός είναι αλήθεια. Ο αντίλογος εδώ είναι ότι τόσο ο Χριστός (Ιωαν. 14,6) όσο και το Άγιο Πνεύμα (1η Επ. 5,6,) στα κείμενά του, αναφέρονται ως αλήθεια. Θα δούμε όμως ακριβώς ότι εάν ο Χριστός και το Πνεύμα αποκαλούνται η αλήθεια, τούτο δεν σημαίνει ότι κατέχουν την θεία φύση, «την πραγματικότητα του θείου»· το νόημα αυτών των χωρίων είναι εντελώς διαφορετικό: αναφέρονται αποκλειστικά στην αποκαλυπτική αποστολή του Χριστού και του Πνεύματος.
Στο έργο του Φίλωνος, και γενικότερα στον ελληνισμό και τον γνωστικισμό, η αλήθεια, αναμφίβολα, υποδεικνύει την σφαίρα του θείου. Όχι όμως και στον αγ. Ιωάννη. Και ιδού μια ακόμη απόδειξη: εάν αναζητήσουμε στα κείμενα του Ευαγγελιστή, σε σχέση με ποιόν και πόσο συχνά αναφέρεται κάθε φορά η έννοια αλήθεια θα ανακαλύψουμε το εξής. Τρείς φορές αφορά στον σαρκωθέντα Λόγο, τον άνθρωπο Ιησού (Ιωαν. 1, 14.17· 14,6)· πέντε φορές στους λόγους του Χριστού (Ιωάν. 8, 32.40.45.46· 16,7), πέντε φορές επίσης στο Πνεύμα που αποκαλείται το πνεύμα της αλήθειας (Ιωάν. 14, 17· 15,26· 16,13· 1η Επ. 4,6 σύγκρινε με 1η Επ. 5,6)· πολύ συχνότερα όμως ο Ιωάννης αναφέρεται σ’ αυτήν σε άμεση σχέση με τον χριστιανικό βίο. Αναφέραμε προηγουμένως οκτώ αποσπάσματα που περιγράφουν την συμπεριφορά του ανθρώπου απέναντι στην αλήθεια. Σε άλλα σημεία η αλήθεια θεωρείται ενεργός και εσωτερική αρχή της ζωής των πιστών: η αλήθεια «μένει εντός ημών» (2η Επ. 2), και «θα μείνει μαζί μας εις τον αιώνα» (ό.π.), θα «μας ελευθερώσει» (Ιωαν.8,32). Τα χωρία αυτά θα στερούντο νοήματος αν η λέξη αλήθεια προσδιόριζε αυτήν την «θεία και αιώνια πραγματικότητα» των ελληνιστικών κειμένων. Από πρώτη άποψη οι προηγούμενες αναφορές του Ιωάννη μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αλήθεια είναι μάλλον ένα χάρισμα που το Πνεύμα εγκαθιστά εντός μας· δεν είναι μια υπερβατική πραγματικότητα που προσεγγίζεται με προσπάθεια και απομόνωση από την επίγεια ζωή οδηγώντας μας στην ταύτιση με την σφαίρα της Αλήθειας· είναι αντίθετα μια ενεργός αρχή, που προορίζεται να μεταστρέψει, εδώ κάτω, την ζωή των χριστιανών και να την αγιάσει.
Τούτο δεν σημαίνει ότι η αλήθεια δεν συναρτάται ποτέ με τον Θεό. Η αλήθεια που ο Χριστός αναγγέλλει την «άκουσε από τον Θεό» (Ιωαν. 8,40)· στην αρχιερατική προσευχή, ο Ιησούς λέει στον Πατέρα: «αγίασον αυτούς εν τη αληθεία» [Σημ. του Μ.: εδώ ο συγγραφέας παραλείπει σκόπιμα το σου (εν τη αληθεία σου) όπως αναφέρεται στην Βίβλο]: ο λόγος σου αλήθεια εστί (17,17)· και στην 1η Επιστολή ο Ιωάννης αναφέρει σαν αντίστοιχες τις δύο εκφράσεις: «η αλήθεια ουκ εστίν εν ημίν» (1η επ. Ιωάν. 1,8) και «ο λόγος αυτού ουκ εστίν εν ημίν» (ό .π. 10). Είναι τα μοναδικά αποσπάσματα στα οποία ο Ιωάννης κάνει ευθεία αναφορά στον Θεό. Είναι σημαντικό να διακρίνουμε πώς ο Ιωάνης αντιλαμβάνεται εδώ αυτή την σχέση: πουθενά δεν γίνεται αναφορά στην «ίδια την πραγματικότητα του Θεού» (την αλήθεια του ελληνικού και γνωστικού δυαλισμού)· καθένα απ’ αυτά τα αποσπάσματα παρουσιάζει την αλήθεια κυρίως ως τον λόγο του Πατέρα: αυτόν τον λόγο τον οποίο ο Χριστός «ήκουσε» από τον Θεό και ήρθε να αποκαλύψει σ’ εμάς.
Μία επιπλέον απόδειξη είναι ότι ο Ιωάννης δεν χρησιμοποιεί ποτέ την βιβλική, ιουδαϊκή και ιουδαιοχριστιανική σύνδεση των όρων «Θεός» και «αλήθεια» σε μια κοινή αναφορά: «ο Θεός της αληθείας» ή «ο Πατήρ της αληθείας». Εξετάζοντας βαθύτερα τις δύο αυτές αναφορές παρατηρούμε ότι: Η πρώτη, ο θεός της αληθείας, συναντάται ήδη στην Ελληνική Μετάφραση των Ο΄ της Π.Δ. (Ψαλμοί 30 [31], 6) και στο 3 Έσδρας, 4,40 όπου χρησιμοποιείται με καθαρά ιουδαϊκό περιεχόμενο. Επανεμφανίζεται συχνά στην πρωτοχριστιανική εποχή, όπως και η παράλληλη διατύπωση η οποία προφανώς απορρέει από αυτήν, ο πατήρ της αληθείας. Χαρακτηριστικό και των δύο εννοιών είναι ότι συναντώνται αποκλειστικά στον χριστιανικό κόσμο, ορθόδοξο ή γνωστικό. Για παράδειγμα στο τέλος της 2ης Επ. του Κλήμεντος διαβάζουμε: «Έτσι λοιπόν, αδελφοί και αδελφές, μετά τον (λόγο του) Θεόν της αληθείας θα σας αναγνώσω αυτή την παράκληση…» (19,1). Που σημαίνει ότι: ο Θεός της αλήθειας είναι αυτός του οποίου ο λόγος, «η αλήθεια», όπως αναφέρεται στις Γραφές, διαβάζεται στην σύναξη των πιστών. Αναφέρουμε επίσης από τις Πράξεις του Θωμά αυτή την προσευχή: «Σε δοξάζω, Κύριε Ιησού, διότι αποκάλυψες την αλήθεια στους ανθρώπους· διότι εσύ μόνον, και ουδείς άλλος, είσαι ο Θεός της αληθείας» (25: Lipsius-Bonnet, 140). Όπως και το προηγούμενο το κείμενο αυτό δεν αναφέρεται στους Γνωστικούς: εδώ ο Χριστός αποκαλείται «ο Θεός της αληθείας» μόνον επειδή απεκάλυψε την αλήθειά του στους ειδωλολάτρεις που μεταστράφηκαν.
Η άλλη διατύπωση ο πατήρ της αληθείας ακολούθησε διαφορετικό δρόμο. Στην αρχή υπηρέτησε την καθεαυτό ορθόδοξη παράδοση, όπως και η συναφής έκφραση «ο Θεός της αληθείας». Ο Πατήρ της αληθείας είναι ο Πατήρ που μας αποκαλύπτει την αλήθεια δια του Υιού του· σε μερικά κείμενα η ίδια ιδιότητα δίδεται και στον Υιό. Η απόδοση στον Πατέρα συναντάται στην 2η Επιστολή του Κλήμεντος: «Χάρις σ’ αυτόν (=τον Χριστό) γνωρίζουμε τον Πατέρα της αληθείας» (3,1)· «Στον μόνο και αόρατο Θεό, στον Πατρί της αληθείας, που μας απέστειλε τον Σωτήρα…, δι’ ού και εφανέρωσεν ημίν την αλήθειαν και την επουράνιον ζωήν» (20,5)· αναφέρουμε ακόμη ένα απόσπασμα από τις Ωδές του Σολομώντος: «Ο Πατήρ της αληθείας εμνήσθη εμού, αυτός που με κατείχε από την αρχή» (41,9). Η δεύτερη περίπτωση, η απόδοση παραδόξως στον Χριστό, συναντάται σε ένα απόσπασμα των Πράξεων του Θωμά: «Αυτός που σας διδάσκω, ο Ιησούς Χριστός, είναι ο Κύριος και ο Θεός των απάντων· αυτός είναι Πατήρ της αληθείας στον οποίο σας έχω διδάξει να πιστεύετε» (26: Lipsius-Bonnet, 149).
Επιμείναμε σ’ αυτούς τους δύο χαρακτηρισμούς, «ο Θεός της αληθείας» και «ο Πατήρ της αληθείας», επειδή και οι δύο διαδόθηκαν ευρύτατα στις αρχές των χριστιανικών χρόνων, ο πρώτος στην μεγάλη Εκκλησία, και ο δεύτερος κυρίως στον περιβάλλον των Γνωστικών. Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι κανένας από αυτούς δεν συναντάται στα κείμενα του αγ. Ιωάννη. Αξίζει να επιμείνουμε σ’ αυτό το σημείο. Διότι, εάν πραγματικά η αλήθεια στον αγ. Ιωάννη νοηματίζεται μέσω του ελληνισμού και του γνωστικισμού, στους οποίους η αλήθεια υποδεικνύει την πραγματικότητα του θείου, θα συναντούσαμε και σ’ αυτόν τις χαρακτηρισμούς αυτού του είδους, οι οποίοι συνδέουν άμεσα την αλήθεια με τον ίδιο τον Θεό, με την ουσία του, με την διαρκή και αιώνια ύπαρξή του. Η μοναδική όμως σχέση που βρίσκουμε στα κείμενα του Ευαγγελιστή, ανάμεσα στον Θεό και την αλήθεια είναι αυτή που έχουμε αναφέρει: αλήθεια είναι ο λόγος του Πατρός. Πουθενά η ουσία του Θεού, «η πραγματικότητα του θείου», δεν αποκαλείται από τον αγ. Ιωάννη αλήθεια.
Εν συμπεράσματι, δεν διακρίνουμε τίποτε απολύτως στον αγ. Ιωάννη από την τυπικά ελληνική αντίληψη που βλέπει την αλήθεια στην ουσία των πραγμάτων, την φύση του είναι. Δεν διακρίνουμε επίσης ούτε την προέκταση αυτής της ελληνικής αντίληψης στον ελληνιστικό δυαλισμό και τον γνωστικισμό, όπου η αλήθεια υποδεικνύει μια πραγματικότητα εκτός του θείου, την οποία η ψυχή μπορεί να προσεγγίσει μόνον με την προοδευτική της ανάταση προς το βασίλειο του φωτός. Αντίθετα, στα κείμενα του Ιωάννη η αλήθεια κατέρχεται εκ του Θεού, αποτελεί χάρισμα (δώρο) του σαρκωθέντος Λόγου: είναι ο λόγος του Πατρός που αποκαλύπτεται δια του Ιησού Χριστού.
Αυτή η πρώτη γενική αντιπαράθεση αποδεικνύει ήδη την βαθειά και ριζική απόκλιση της περί της αλήθειας θεολογίας του αγ. Ιωάννη από την τρέχουσα στην εποχή του δυαλιστική και γνωστική αντίληψη. Στα επόμενα κεφάλαια θα μελετήσουμε, κάθε μία από τις περικοπές στις οποίες ο αγ. Ιωάννης εντάσσει την λέξη «αλήθεια»: για κάθε μια από αυτές θα αναζητήσουμε την φιλολογική και ιστορική της προέλευση· θα επιδιώξουμε επίσης την λεπτομερή ερμηνεία αυτών των περικοπών ελπίζοντας έτσι να συγκεντρώσουμε το απαραίτητο υλικό για την διατύπωση της βιβλικής θεολογίας της αλήθειας κατά τον αγ. Ιωάννη.
Συνεχίζεται
Σιγά σιγά θά βρούμε σέ τούτο τό κείμενο όλες τίς δογματικές αλλοιώσεις τού οικουμενισμού.
Συνεχίζεται
Σιγά σιγά θά βρούμε σέ τούτο τό κείμενο όλες τίς δογματικές αλλοιώσεις τού οικουμενισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου