Συνέχεια από: Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2023
Κεφάλαιο IV
Επανανακάλυψη τής αρχαίας διαλεκτικής μέσω τής συζήτησης περί τής αντιφάσεως στην σημερινή λογική!(συνέχεια)
Στο σύνολο τους όλες αυτές οι προσπάθειες τυποποιήσεως, φέρουν στο φώς το γεγονός ότι η γλώσσα τής διαλεκτικής συνεπάγεται την “αυτοεφαρμογή τών όρων”, για παράδειγμα: η δήλωση ότι η ταυτότης είναι ταυτόσημη ή ότι η διαφορά είναι διαφορετική, δηλαδή την αδιακρισία ανάμεσα στα διαφορετικά επίπεδα της γλώσσας! Επομένως οι διαλεκτικές αντιφάσεις προέρχονται από την σημαντική ακαθοριστία ή την συντακτική των χρησιμοποιούμενων όρων (έτσι για παράδειγμα: το πεπερασμένο ταυτίζεται με τον περιορισμό). Επι πλέον οι φορμαλισμοί που αναφέρθηκαν περιορίζονται να εκφράσουν με τυπικές εκφράσεις τα διαφορετικά περάσματα, χωρίς να δείξουν την αναγκαιότητα: ιδιαιτέρως δεν εξηγούν την Εγελιανή περίοδο της Aufhebung (ανάκληση) κατά την οποία η αντίφαση τίθεται αναγκαίως κατ’αρχάς, αλλά στην συνέχεια αφαιρείται αναγκαίως (παρότι διατηρείται ταυτοχρόνως).
Σ’αυτό μπορούμε να προσθέσουμε ότι η ακαθόριστη σημασιολογία ή η συντακτική των όρων είναι η έκφραση μίας αδιαφοροποίητης χρήσεως των εννοιών, στο πλαίσιο της οποίας δεν διακρίνονται οι ιδιαίτερες σημασίες ή οι πολλαπλές χρήσεις τους, εκείνων δηλαδή που αριστοτελικά θα ονομάζοντο τα “τα ανάλογα”, τα οποία εκφράζονται από την διατύπωση “καθότι”, κάτι που ανήκει σε μία λογική βασικώς μονοσήμαντη και παρμενίδειο. Στην συνέχεια πρέπει να τονισθεί ότι η Aufhebung δεν εξηγείται διότι, πιθανώς, δεν εξηγείται λογικώς, δηλαδή διότι οι λόγοι οι οποίοι μπορούν να οδηγήσουν στην επιβεβαίωση τής ανάγκης τής αντιφάσεως δεν συμβιβάζονται με εκείνους οι οποίοι οδηγούν στην αποδοχή τής αναγκαιότητος τής ανάκλησής της. Και πράγματι, η πρόοδος τής αποδείξεως και μαζί τής ανάκλησης τής αντιφάσεως στο πλαίσιο της Εγελιανής διαλεκτικής κατάγεται από την διαλεκτική του κλασσικού τύπου, δηλαδή του Σωκρατικο-Πλατωνικό-Αριστοτελικού τύπου, και ακριβέστερα στην πρόοδο τής ανασκευής ή τής απαγωγής τής αντιφάσεως και στην επακόλουθη απόδειξη του ελέγχου τής αντιφατικής προς αυτής θέσεως.
2. Οι προσπάθειες φορμαλισμού τής διαλεκτικής τις οποίες συζητήσαμε μέχρι τώρα, προτείνουν, όλες τους να αποδείξουν ότι η διαλεκτική συμβιβάζεται με την τυπική λογική, χωρίς να αρνούνται ουσιαστικά την α.τ.μ.α. και μοιάζουν να ανήκουν πάνω απ’όλα στο πλαίσιο των λεγόμενων “πολυσθενών λογικών” ή με περισσότερες αξίες. Μία δεύτερη ομάδα προσπαθειών τυποποιήσεως τής λογικής χαρακτηρίζεται όμως από την καθαρή απόρριψη της α.τ.μ.α. και για την ώρα τοποθετούνται στο πλαίσιο των λεγόμενων “παράλληλων λογικών”. Αυτές οι τελευταίες είναι ένα ιδιαίτερο είδος εκείνων που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μη-σκοτιανικές λογικές, οι οποίες απορρίπτουν δηλαδή το θεώρημα του ψευδο-Σκότου, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν και την “ελάχιστη λογική” (η οποία προσλαμβάνει την άρνηση με τήν ελάχιστη σημασία, χωρίς να απορρίπτει την α.τ.μ.α.), τις “λογικές τής σπουδαιότητος” (οι οποίες απορρίπτουν την α.τ.μ.α. αλλά δεν ασχολούνται ιδιαιτέρως με την διαλεκτική) και τις λεγόμενες λογικές fuzzy) δηλαδή τις αόριστες, περιπλανώμενες, ακαθόριστες. Αυτές οι παράλληλες λογικές διαφέροντας από εκείνη του J.K.Cojen την οποία αναφέρει ο Πόππερ, δεν εγκαταλείπουν τελείως τον τρόπο θέσεως (modus ponens) και επομένως επιτρέπουν να εξαχθούν συμπεράσματα!
Η πρώτη προσπάθεια τυποποιήσεως τής Εγελιανό-μαρξιστικής διαλεκτικής διά μέσου μίας παράλληλης λογικής εμφανίστηκε στην Πολωνία από τον Stanislaw Jascowski το 1948. Αυτή η ημερομηνία μπορεί να σημαίνει ότι ο σκοπός τής προσπάθειεας του Jaskowski υπήρξε κυρίως η αντιμετώπιση τής επίθεσης, εκ μέρους του Πόππερ, στην διαλεκτική, δηλαδή η προκύπτουσα ασημαντότητα η οποία προήλθε από την απόρριψη της α.τ.μ.α. βάσει του θεωρήματος του ψευδο-Σκότου. Στην πραγματικότητα η ιδέα συστάσεως ενός λογικού συστήματος χωρίς την α.τ.μ.α. είχε εισαχθεί στην κουλτούρα της Πολωνίας ήδη από τον Lukasiewicz (ο οποίος όμως περισσότερο από μία παράλληλη λογική, είχε κατασκευάσει μία τροπική ή τρισθενή λογική) και αυτόν τον συγγραφέα επικαλείται ο Jaskowski, καταλήγοντας σε αποτελέσματα τα οποία συνδέονται με εκείνα του Lukasiewicz.
Ο Jaskowski ξεκινά από τις λογικές αντινομίες τής αρχαίας Μεγαρικής σχολής και οι οποίες επανήλθαν στην επιφάνεια από τον Russel, για να παρατηρήσει ότι συνήθως αυτές λύθηκαν μέσω τής διαφοροποιήσεως των γλωσσών, αλλά μπορούν να διατηρηθούν, εάν αποδεχθούμε ένα νέο λογικό σύστημα, το οποίο ονομάζει “σύστημα συζήτησης”, το οποίο περιλαμβάνει θέσεις οι οποίες δεν εκφράζουν οπτικές γωνίες σε συμφωνία. Αυτό το σύστημα, δεν είναι αναγκαίως πολυσθενικό, αλλά μπορεί να υπολογισθεί σαν ένα σύστημα δισθενές τροπικής λογικής. [Μόνον που οι αντιφάσεις του Πολωνού δεν είναι πραγματικές αντιφάσεις αλλά θέσεις αντιφατικές μεταξύ τους, υποστηριζόμενες από διαφορετικούς συζητητές, αλλά όχι από τον ίδιο]. Και πράγματι το “σύστημα συζήτησης” κατορθώνει να εκτελέσει έναν λογικό υπολογισμό των προτάσεων ακόμη και αν αποδέχεται στο εσωτερικό του δύο θέσεις αντιφατικές μεταξύ τους, αποφεύγοντας την ασημαντότητα που απειλεί το θεώρημα του ψευδο-Σκότου. Όμως δεν λειτουργεί χάρη στην παρουσία τής αντιφάσεως, αλλά παρά την παρουσία της, κάτι που εμποδίζει να υπολογισθεί, όπως έγινε σαν μία αληθινή τυποποίηση της διαλεκτικής. Είναι ενδιαφέρον επί πλέον να σημειώσουμε ότι κατορθώνει να συγκεντρώσει εις αυτό την αντίφαση ακριβώς επειδή εμπνέεται, σαν σε ένα μοντέλο, σε μία κατάσταση συζητήσεως ανάμεσα σε συζητητές οι οποίοι υποστηρίζουν αντίθετες θέσεις, όπως είναι ακριβώς η αρχαία διαλεκτική. Για τον τρόπο, τέλος με τον οποίο κατορθώνει να αποφύγει την α.τ.μ.α. δηλαδή μέσω της βοήθειας ενός υπολογισμού τροπικού τύπου, το σύστημα του Jaskowski θυμίζει το σύστημα του Lukasiewicz και μαζί μ’αυτό ανήκει σ’έναν τύπο λογικής την οποία δικαίως ο Αριστοτέλης δεν υπολόγιζε σαν αντίθετη με την α.τ.μ.α. ακόμη και αν αυτή παρουσίαζε μεγάλα προβλήματα σε σχέση με την εφαρμογή της.
(Εδώ ανήκει η διάσημη συζήτηση στην “ναυμαχία” στο C9 τού περί ερμηνείας)
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου