Γράφει ο Κώστας Μελάς
Η εκ νέου αναζήτηση της γερμανικής ταυτότητας μετά την ενοποίηση της Γερμανίας συντελείται στη βάση της ιστορικής ιδιαιτερότητας της γερμανικής κοινωνίας, η οποία ισχύει και σήμερα. Η πολιτιστική στροφή που έχει επισυμβεί στην Γερμανία προκαλεί αναπόφευκτη διάζευξη με την μέχρι την ενοποίηση πολιτική πρακτική, προαναγγέλλοντας μια διαφορετική πολιτική αντίληψη στις γερμανικές ελίτ.
Οι συζητήσεις για την γερμανική ταυτότητα μοιραία λαμβάνουν χώρα σε ένα πλαίσιο, στο οποίο τον πρώτο ρόλο έχουν παλαιές ιδέες που αποπνέουν συντηρητισμό και αντιδραστικό εθνικισμό. Παρακάμπτοντας εντέχνως την περίοδο του Ναζισμού, αυτές οι ιδέες θέλουν να ξαναγυρίσουν στις ιερές παραδόσεις της Δεύτερης Αυτοκρατορίας (Β’ Ράιχ), τις οποίες κατέστρεψαν οι Ναζί ως μικροαστοί. Η συντηρητική αυτή αντίληψη έχει απλώσει την επιρροή της σε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών και διαμορφωτών της κοινής γνώμης.
Παράλληλα, ο γερμανικός εθνικιστικός ιδεαλισμός δίνει έμφαση στην αποτελεσματικότητα της οικονομίας και στηρίζεται από αυτή. Στηρίζει την υπέρμετρη “ωμή βία”, με την οποία ότι οι Γερμανοί επιβάλλουν εκεί που μπορούν την οικονομική τους λογική, η οποία συνάδει με μερκαντιλιστκά πρότυπα (το εθνικό οικονομικό συμφέρον είναι πρώτιστο). Με τη σειρά του ο γερμανικός εθνικιστικός ιδεαλισμός στηρίζεται στη δύναμη που παρέχει η οικονομική ισχύς.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφανγκ Σόιμπλε αποτελεί την επιτομή αυτών των αντιλήψεων. Ενώ η προηγούμενη γενιά πολιτικών ηγετών καθόρισε απόλυτα την εξωτερική πολιτική της με βάση το στόχο της πλήρους ενσωμάτωσης της Γερμανίας στην Ευρώπη και στο ΝΑΤΟ, μια νέα γενιά (αντιπροσωπευτικό δείγμα είναι ο Σόιμπλε) δεν κάνουν καμία προσπάθεια να κρύψουν τη θεμελιώδη και απόλυτη πίστη τους στις αξίες του γερμανικού εθνικισμού.
Η αντίληψη για τη γερμανική ιδιαιτερότητα
Είναι γνωστό ότι στην ιστορία της Γερμανίας οι συζητήσεις για την γερμανική ταυτότητα καθορίστηκαν από τη διάχυτη και εγγενή αντίληψη της γερμανικής κοινωνίας περί της ιδιαιτερότητας της, σε σχέση με την υπόλοιπη Δύση. Δεν πρόκειται, όπως λανθασμένα πολλές φορές αναφέρεται, περί απλού ιδεολογήματος. Πρόκειται για συγκεκριμένο περιεχόμενο που πήρε το κυρίαρχο πολιτιστικό υπόδειγμα σε πλήρη αλληλεξάρτηση με τις ιδιαίτερες αναπτυξιακές διαδικασίες της γερμανικής κοινωνίας. Υπ’ αυτήν την άποψη η συγκεκριμένη αντίληψη, ως δομικό στοιχείο του συλλογικού φαντασιακού της γερμανικής κοινωνίας, αποτελεί μέρος της πραγματικότητάς της. Συνεπώς, χρειάζεται ως τέτοια να ληφθεί υπόψη και ως τέτοια να ενταχθεί σε μια συλλογιστική αντιμετώπισης.
Οι θέσεις που θεωρούν τις αντιλήψεις αυτές ως ανορθολογικές, μεταφυσικές κτλ απλά επιβεβαιώνουν τα θεμελιώδη λάθη ενός «φιλελευθερισμού» που σφύζει από οικουμενιστικά ιδεολογήματα, τα οποία δεν αντέχουν στην βάσανο της κριτικής της ιστορίας. Από ιστορική άποψη, λοιπόν, οι συζητήσεις αυτές παραπέμπουν στην εικόνα της Γερμανίας που ακολουθεί το δικό της δρόμο.
Έτσι, το ζήτημα με τη γερμανική πολιτική της ταυτότητας είναι ότι τα βασικά σημεία αναφοράς της, τόσο ιστορικά όσο και πολιτισμικά, διαπνέονται από το ήθος της γερμανικής εξαίρεσης. Αναπόφευκτα, λοιπόν, όταν τίθενται σήμερα εκ νέου ζητήματα που αφορούν την εξέλιξη της γερμανικής εθνικής ταυτότητας είναι δύσκολο -αν όχι αδύνατο- να αποφευχθεί η χρήση της εθνοκεντρικής φρασεολογίας των παλαιότερων συζητήσεων για τη γερμανική ταυτότητα.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή του αναγνώστη. Το πρόβλημα δεν είναι η γερμανική ιδιαιτερότητα. Άλλωστε, όλοι οι λαοί έχουν τις ιδιαιτερότητες τους που ανιχνεύονται σε ολόκληρη την ιστορική τους διαδρομή, παρά τις ισοπεδωτικές επιδράσεις που έχει επιφέρει η νεωτερικότητα, κύρια συνιστώσα της οποίας αποτελεί το καπιταλιστικό σύστημα.
Ο επιθετικός ιδεαλισμός
Το ζήτημα είναι γιατί η γερμανική ιδιαιτερότητα διάκειται τόσο εχθρικά στις υπόλοιπες εθνικές ιδιαιτερότητες; Γιατί προσπαθεί ουσιαστικά να τις απαλλοτριώσει, να τις υποτάξει, να τις υποδουλώσει και εν τέλει να τις εξαφανίσει; Αυτό χρειάζεται να ερμηνευθεί και να κατανοηθεί. Προς το παρόν ας αναφέρουμε ότι οι Γερμανοί διακρίνονται από το έντονο πάθος, με το οποίο αφοσιώνονται σε διάφορες ιδέες και προσπαθούν να τις μετατρέψουν σε πραγματικότητες.
Τα μεγαλύτερα επιτεύγματά τους, οι πιο καταστροφικές αποτυχίες τους, η τραγική πολιτική τους ιστορία διαπνέονται εξ ολοκλήρου από αυτό τον επικίνδυνο ιδεαλισμό. Αν οι περισσότεροι από εμάς είμαστε θύματα των περιστάσεων, μπορεί κανείς να πει ότι ο γερμανικός λαός ως σύνολο είναι έρμαιο των ιδεών. Ακόμη: Οι Γερμανοί είναι περίεργος λαός… Κάνουν τη ζωή τους δύσκολη χωρίς λόγο, αναζητώντας βαθιές σκέψεις και ιδέες παντού, δίνοντας βαθύτερο νόημα στα πάντα (Γκαίτε: Γράμμα στον Έκκερμαν).
Η μελέτη της ιστορίας δείχνει πως παρά τις συνεχείς προσπάθειες, ο επικίνδυνος γερμανικός ιδεαλισμός αποτυγχάνει, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές στις υπόλοιπες χώρες, αλλά και στην ίδια την Γερμανία. Πάντοτε υπήρξε περίοδος μεγάλης μεγέθυνσης της ισχύος της, γεγονός που εκτόξευσε το εθνικό αίσθημα της ιδιαιτερότητας, για να ακολουθήσει η υπερτίμηση της γερμανικής ισχύος και τελικά να επέλθει η καταστροφή. Η ιστορία των Γερμανών είναι μια ιστορία των άκρων. Έχει τα πάντα, εκτός από τη μεσότητα. Εδώ και χίλια χρόνια οι Γερμανοί έχουν ζήσει τα πάντα εκτός από την κανονικότητα…. Το μόνο κανονικό στοιχείο της γερμανικής ιστορίας είναι οι βίαιες μεταβολές (A.J.Taylor, The course of German History).
Στον ίδιο δρόμο και σήμερα
Δεν θα ήταν παράλογος ο παραλληλισμός ότι και σήμερα η Γερμανία ακολουθεί την ίδια λογική με το παρελθόν, αυτή τη φορά στο πεδίο της οικονομίας. Η ρήση του Walter Rathenau «η οικονομία καθορίζει τη μοίρα μας» φαίνεται ότι αποτελεί το moto των νέων πολιτικών και επιχειρηματικών γερμανικών αρχηγεσιών, τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας 1950 και μετά.
Η τρομακτική ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας, σε συνδυασμό με την ενοποίηση της χώρας, παρά τις επίμονες αλλά ατελέσφορες προσπάθειες των Γάλλων να θέσουν πολιτικούς φραγμούς ελέγχου (Κώστας Μελάς, Από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα στην ΕΟΚ και στην ΕΕ) οδήγησαν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ και εκεί τελείωσαν όλα. Η πρόταξη της οικονομικής ισχύος της Γερμανίας δικαιολογήθηκε με βάση την ιδιαιτερότητα της (το γνωστό: κάντο όπως η Γερμανία), στην οποία όμως προσέδιδαν οικουμενικά ή τουλάχιστον ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά και καλούσαν τις υπόλοιπες χώρες να μιμηθούν το συγκεκριμένο πρότυπο.
Γνώριζαν σαφέστατα ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Κάθε χώρα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες. Το προέτασσαν, όμως, για να αναδείξουν τη δική τους ισχύ και την αδυναμία των άλλων, επιδιώκοντας να τους μειώσουν ηθικά, σύμφωνα με το προτεσταντικό δόγμα. Επί της ουσίας, όμως, επιβάλλουν μέτρα, τα οποία εξουθενώνουν τις οικονομίες των υπολοίπων χωρών και μακροπρόθεσμα υποσκάπτουν και τη δικιά τους οικονομική ισχύ.
Προσοχή, οι μηχανισμοί που υποσκάπτουν την οικονομική ισχύ της Γερμανίας δεν είναι μόνο οικονομικοί, όπως πολλές φορές έχει υποστηριχθεί. Πρωτίστως είναι λόγοι πολιτικοί και ως γνωστόν η Γερμανία ως πολιτικό υποκείμενο ταλανίζεται από απίστευτο αριθμό λανθασμένων επιλογών και πρακτικών. Τίποτα δεν δείχνει καλύτερα τον μη ρεαλιστικό χαρακτήρα της γερμανικής Realpolitik από τους γερμανικούς πολεμικούς στόχους τον προηγούμενο αιώνα.
Μολονότι οι ηγετικές ομάδες της Γερμανίας στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους διέφεραν σημαντικά ως προς την κοινωνική τους καταγωγή, οι πολεμικοί τους στόχοι ήταν ουσιαστικά οι ίδιοι: αποσκοπούσαν στη δημιουργία μιας γερμανικής αυτοκρατορίας στην Ευρώπη, πιθανώς με κάποιες υπερπόντιες κτήσεις. Στην πράξη δεν ήταν παρά μια γερμανική αποικιοκρατική αυτοκρατορία στην Ευρώπη και πέραν αυτής.
Ο αβάσιμος γερμανικός μεγαλοϊδεατισμός
Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στα σημερινά σχέδια της Γερμανίας, όπως αυτά εκφράζονται από τον Σόιμπλε, έχει σημασία να αναφέρουμε το σχέδιο στην περίπτωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκτός από την άμεση προσάρτηση περιοχών κυρίως στα ανατολικά, απέβλεπε στη σύσταση μιας κεντροευρωπαϊκής ένωσης, αποτελούμενης από τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γερμανία, τη Δανία και την Αυστροουγγαρία, με την Ιταλία, τη Σουηδία και τη Νορβηγία ως συνδεδεμένα μέλη.
Πολλά εδάφη στην Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης της Πολωνίας και μεγάλων τμημάτων της Ρωσίας, προορίζονταν να αποτελέσουν απλώς και μόνο αποικίες. Οραματίζονταν, επίσης, την επέκταση της γερμανικής αποικιακής αυτοκρατορίας στην Αφρική, στον Ειρηνικό ωκεανό, αλλά και στη Μέση Ανατολή. Η σημερινή πολιτική ηγεσία της Γερμανίας, παρακάμπτει τη ναζιστική περίοδο για πολλούς λόγους. Επανέρχεται ποικιλοτρόπως, όμως, στο αυτοκρατορικό παρελθόν.
Το μη ρεαλιστικό και των δύο Παγκοσμίων Πολέμων ήταν, ακόμα και σε περίπτωση νίκης της Γερμανίας στο πολεμικό πεδίο, η απόλυτη αδυναμία ενός λαού με πληθυσμό 60-70 εκατομμύρια να μπορέσει να επιβληθεί πολιτικά και οικονομικά σε ευρωπαϊκούς πληθυσμούς αναπτυγμένων εθνικών κρατών μεγέθους 450-500 εκατομμυρίων. Η αφέλεια των γερμανικών πολιτικών ηγεσιών εδραζόταν στο δόγμα ότι φθάνει να κερδίσει τον πόλεμο και όλες οι χώρες θα ήταν έτοιμες να δεχθούν την γερμανική κυριαρχία. Επί της ουσίας, τα σχέδια των πολιτικών ελίτ στερούνταν ρεαλισμού και αντίληψης της πραγματικότητας. Ο τρόπος που ονειρεύονταν να επιβληθούν στους ευρωπαϊκούς λαούς δεν θα ήταν αποτελεσματικός ούτε για υποανάπτυκτες χώρες της Αφρικής.
Αν πράγματι έχουμε εισέλθει, κατά κάποιο τρόπο, στο μυαλό του Σόιμπλε, εάν δηλαδή έχουμε αντιληφθεί την ουσία του σχεδίου του, το πρόβλημα που ανακύπτει είναι ο τρόπος αντιμετώπισής του. Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Γίνονται περισσότερο περίπλοκα, αλλά και ενδιαφέροντα. Αποκτούν πρόσθετο ενδιαφέρον, διότι συνδέονται άμεσα με το υπάρχον μόρφωμα της ΕΕ και σαφέστατα με την προοπτική του.
Γερμανική και ευρωπαϊκή ενοποίηση
Ας πάμε , όμως, λίγο πίσω. Κατά την υπογραφή της Συνθήκης των 4+2 (3-10-1990) για την επανένωση των δύο Γερμανιών ο τότε καγκελάριος Χέλμουτ Κολ διακήρυξε την προσήλωση της Γερμανίας στον στόχο των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης». Μια δεκαετία αργότερα την επαναβεβαίωσε ο τότε υπουργός Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου (12-5-2000). Η θέση του Κολ, όμως, ότι η γερμανική και η ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος έχει τεθεί για τα καλά στα αζήτητα.
Η Γερμανία αυτή την στιγμή κατέχει περισσότερο από το ένα τέταρτο του πλούτου της ευρωζώνης, αλλά δυσκολεύεται να χειριστεί τον ηγεμονικό ρόλο που έχει αποκτήσει. Αυτό που διαφαίνεται με σχετική ακρίβεια, είναι ότι υπάρχουν χώρες-μέλη που δεν χωρούν στο σχέδιο Σόιμπλε, σε μια ένωση υπό την απόλυτη κυριαρχία της Γερμανίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι η πρώτη και ισχυρή χώρα που βρίσκεται σε αυτήν τη κατηγορία. Βεβαίως και η Βόρειος Ιρλανδία ως κομμάτι του αγγλοσαξονικού κόσμου. Έπονται οι τρεις χώρες της Μεσογείου: Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα.
Οι γνωστές προτάσεις του Σόιμπλε προς την Ελλάδα για “προσωρινή” αποχώρηση από την Ευρωζώνη αποτελούν αποχρώσες ενδείξεις της συγκεκριμένης άποψης. Η Κύπρος και η Μάλτα, όπως είναι λογικό, δεν φαίνεται να λαμβάνονται υπόψη. Ήδη, η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, φαίνεται ότι εξυπηρετεί τα σχέδια του Σόιμπλε και της παρέας του.
Με την γερμανική ενοποίηση χάθηκε ένα στοιχείο-κλειδί της ευρωπαϊκής δυναμικής, που ήταν βασισμένη στην ισορροπία μεταξύ των μεγαλύτερων κρατών-μελών, της Δυτικής Γερμανίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ιταλίας. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι με την γερμανική ενοποίηση, το ενδιαφέρον της Βρετανίας για την ΕΕ συρρικνώθηκε. Και με την απόσυρση της Βρετανίας, η ισορροπία δυνάμεων κλονίστηκε ακόμη περισσότερο.
Η μέχρι πρόσφατα τακτική της Γαλλίας για πολιτικό έλεγχο της οικονομικής ισχύος της Γερμανίας μέσω δημιουργίας διαφόρων γραφειοκρατικών μηχανισμών και θεσμών (από την Κοινή Αγροτική Πολιτική μέχρι την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) έχει αποτύχει με βάση τα αποτελέσματα. Η γερμανική οικονομική ισχύς έχει μετατραπεί και σε πολιτική ισχύ. Έχει δημιουργήσει θεσμικό πλαίσιο που την εξυπηρετεί, συμμαχίες προθύμων χωρών-μελών που την ακολουθούν και αποδυνάμωση των άλλων μεγάλων χωρών-μελών (Γαλλία και Ιταλία), οι οποίες διστάζουν ή αδυνατούν να προβάλλουν σοβαρές αντιστάσεις.
Ο λόγος είναι ένας και μοναδικός: ο φόβος για τη «νομιμοποιημένη» ανάδυση ενός ανεξέλεγκτου γερμανικού επιθετικού ιδεαλιστικού εθνικισμού, μέσω της αποδυνάμωσης, ίσως τελικά και διάλυσης της Ευρωζώνης και της ΕΕ. Η αντιμετώπιση του γερμανικού επιθετικού εθνικισμού είναι σχεδόν αδύνατη από κάθε χώρα-μέλος ξεχωριστά. Ο φόβος είναι υπαρκτός και δεδομένος. Δείχνει με σαφήνεια ότι η αντιμετώπιση του γερμανικού ιδεαλιστικού εθνικισμού με άμεση αντιπαράθεση από οποιονδήποτε άλλον εθνικισμό είναι ατελέσφορη.
Μπορεί ο ευρωπαϊκός Νότος να εξισορροπήσει τη Γερμανία;
Εδώ εντάσσεται και η ανιστόρητη αντίληψη της αποχώρησης της Ελλάδας από την ΕΕ ως στρατηγική επιλογή για την αντιμετώπιση της πληθώρας των υπαρκτών προβλημάτων μας κατά μόνας. Είναι φαντασίωση η άποψη ότι η αποχώρηση της χώρας από την ΕΕ θα σταματήσει με μαγικό τρόπο την εκδήλωση των υπαρχόντων εθνικισμών εντός ΕΕ, οι οποίοι λαμβάνουν διάφορες μορφές (από οικονομική μέχρι γεωπολιτική). Εξάλλου, η Ελλάδα έχει πικρή πείρα από την εχθρότητα της Γερμανίας από την περίοδο του χαμένου πολέμου του 1897. Τότε, είχε σαφώς υποκινήσει την Τουρκία, προκειμένου να ικανοποιηθούν τα γερμανικά συμφέροντα (μεταξύ άλλων και οι Γερμανοί ομολογιούχοι) με την επιβολή στη συνέχεια του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου.
Ο οικονομικός έλεγχος πολύ νωρίς συσχετίσθηκε από τους μελετητές της εποχής με τα αίτια εκείνου του πολέμου. Θεωρήθηκε δηλαδή ότι η Γερμανία, προεξοφλώντας την ελληνική ήττα, εξώθησαν σε πόλεμο (την Ελλάδα έμμεσα με πράκτορες, την Τουρκία άμεσα) για να εξαναγκαστεί η Ελλάδα να δεχτεί τον έλεγχο. «Ως εκρίθη η μάχη του Δομοκού, η Γερμανία ήρξατο να ομιλή περί ελέγχου» γράφει ο Α. Ανδρεάδης (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΔ).
Παράλληλα δείχνει, επίσης, αυτό που γνωρίζουν πολύ καλά οι Γερμανοί: ότι δεν μπορεί να υπάρξει ΕΕ χωρίς την Γερμανία. Η Γερμανία αυτή την στιγμή κατέχει περισσότερο από το ένα τέταρτο του πλούτου της Ευρωζώνης. Ταυτοχρόνως, αρκετά κράτη-μέλη κυρίως της βόρειας κα κεντρικής Ευρώπης έχουν δεθεί ποικιλότροπα στον γερμανικό πυρήνα ισχύος.
Όλες οι σκέψεις για συνεργασία των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου προσκρούουν κατ’ αρχάς στη ισχύ της Γερμανίας. Ουσιαστικά, χωρίς την Γερμανία είναι πρακτικά αδύνατον να υπάρξει Ενωμένη Ευρώπη που να έχει ρόλο στα διεθνώς τεκταινόμενα, είτε αυτά είναι οικονομικά είτε γεωπολιτικά. Χωρίς τη Γερμανία, ο ευρωπαϊκός Νότος δεν μπορεί να λειτουργήσει σε καθεστώς «συνεργασίας και συνεννόησης» με την υπόλοιπη καθοδηγούμενη από την Γερμανία Ευρώπη.
Είναι τουλάχιστον αφελές και άστοχο να υποστηρίζεται ότι η σημερινή Γαλλία θέλει και μπορεί να παίξει το ρόλο του εναλλακτικού πόλου ισχύος έναντι της Γερμανίας. Αυτό θα σήμαινε, κατ’ αρχάς, πλήρη ανατροπή της μέχρι σήμερα ακολουθούμενης στρατηγικής από τη μεριά της Γαλλίας. Αυτό μόνο η Λεπέν το υποστηρίζει και συνεπώς το καθιστά περισσότερο δύσκολο με την πόλωση που δημιουργεί στο εσωτερικό της Γαλλίας. Ανατροπές στρατηγικής αυτού του βεληνεκούς αποτελούν ιστορικές αποφάσεις και συμβαίνουν στην πολιτική όταν ο αντίπαλος λάβει, απολύτως, την ξεκάθαρη μορφή του εχθρού.
Συγχρόνως, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τα συμφέροντα των χωρών του Νότου ταυτίζονται και ότι αυτές οι χώρες-μέλη είναι έτοιμες να προχωρήσουν σε αμοιβαιοποίηση των διαφορετικών βαρών και τα κόστη που υπάρχουν για κάθε ξεχωριστή χώρα-μέλος. Δεν είναι καθόλου βέβαιο πως οι νοτιοευρωπαϊκές χώρες είναι διατεθειμένες να διασαλέψουν τις σχέσεις τους με την ισχυρή Γερμανία.
Όλες αυτές οι σκέψεις ένα στόχο μπορούν να έχουν: να αμβλύνουν ορισμένες από τις εκφάνσεις της ασκούμενης γερμανικής κυριαρχίας στον οικονομικό τομέα. Αλλά κι αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο, διότι προϋποθέτει αλλαγές στις βασικές συνθήκες δημιουργίας της ΕΕ. Διακηρύξεις του τύπου ότι χρειάζεται «νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τους ευρωπαϊκούς λαούς» και μάλιστα όταν γίνονται από πλήρως υποταγμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προκαλούν μειδιάματα. Αντανακλούν εμφανή αδυναμία πρόσληψης της σημερινής πραγματικότητας.
Διαμορφώνεται ήδη ένα «νέο κοινωνικό συμβόλαιο», το οποίο δεν έχει λάβει υπόψη του καθόλου τις μελαγχολικές κενολογίες αυτού του είδους. Φθάνει να κοιτάξει κανείς τον εκλογικό χάρτη των ευρωπαϊκών χωρών. Η συνέχιση της αυταπάτης τελικά θα μετατραπεί σε απάτη, για να μην πούμε ότι κάθε αυταπάτη είναι και απάτη. Τελικά φοβούμαι ότι ο απόλυτος εγκλωβισμός των ευρωπαϊκών χωρών στο πείραμα της ΕΕ και της Ευρωζώνης μπορεί να σπάσει μόνο «με ένα πάταγο και όχι με ένα λυγμό». Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τις σκοτεινές, αλλά τόσο εμφανείς κινήσεις της ανθρώπινης ιστορίας.
Πηγή "Σταύρος Λυγερός"
kostasxan
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου