Χωρία στο έργο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που εμπεριέχουν τους όρους «φαντασία» και τα παράγωγα του.
Πηγή των χωρίων είναι τα άπαντα του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά,
Έκδοση: Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη
Τα χωρία θα παρατεθούν με την σειρά εμφάνισης τους, στο πρωτότυπο και σε μετάφραση, διαχωρισμένα κατά τόμους. Θα παρατίθενται επίσης αποσπάσματα με τους εν λόγω όρους και από τις εισαγωγές και τα σχόλια
Τόμος 2, 1982
Λόγοι υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων
Εισαγωγή
Σελ. 43:
Κατά τήν άποψιν ταύτην (του Βαρλαάμ) η τελεία προσευχή προϋποθέτει τελείαν άπαλλαγήν έκ των ύλικών «νεκρούν τελέως τό τής ψυχής παθητικόν ώς κατά μηδεμίαν τών έαυτού δυνάμεων ένεργείν, πρός δε кαι πάσαν ενέργειαν ψυχής καί σώματος κοινήν»152. Ο Παύλος άνέβη εις τρίτον ουρανόν λησμονήσας τό σώμα153. Ό Θεός δίδει τήν χείρά του είς τόν προσευχόμενον, ώστε νά μη αισθάνεται ούτε ότι προσεύχεται154.
Άλλα ούτως η προσευχή δέν είναι τίποτε άλλο άπό «φαντασίαν τό είδωλον έν έαυτή τής καρδίας φέρουσαν»155. Καί όμως η προσευχή είναι πραγματική και όχι φανταστική εμπειρία, καί άναφέρεται είς τό σύνολον του προσώπου, λέγει ό Παλαμας.
Λόγος 1, 3
Σελ. 188:
έπεί μή διά λογισμών ή τής δι’ αυτών γνώσεως, άλλα κατά άπόπαυσιν πάσης νοεράς ένεργείας ευρίσκουσίν αυτήν. ούκουν, ουδέ φαντασία έστίν. ουδέ διάνοια, ουδέ δόξα, ουθ’ οίον συμπέρασμα συλλογισμών' ουδέ διά τής κατά άπόφασιν ανόδου μόνης ο νους επιτυγχάνει τούτης.
Σελ. 189:
έπειδή δέν τήν εύρίσκουν διά λογισμών ή τής δι’ αύτών γνώσεως, άλλα κατά άπόπαυσιν πάσης ένεργείας* δέν είναι λοιπόν ούτε φαντασία ούτε διάνοια ούτε δόξα, ούτε όποιονδήποτε συμπέρασμα συλλογισμών, ούτε διά μόνης τής άποφατικής άνόδου έπιτυγχάνει ό νους ταύτην
Σελ. 234:
ό παρά του Θεόν φωτισμός έγγινόμενος ήμίν γνώσιν μόνην παρέχει και αρετήν* έπεί δε καί φως φαντασιώδες παρέχει παρά την αρετήν και την γνώσιν έτερον, εστιν άρα καί φώς
νοερόν άληθες θεϊκόν παρά την άρετήν και την γνώσιν έτερον. Κάκείνο μεν το φαντασιώδες φώς αυτός εστιν ό πονηρός, ος σκότος ών το φώς υποκρίνεται. τό δε φωτιστικόν προς αλήθειαν τούτο φώς αγγέλων και Ισαγγέλων ανθρώπων αυτός εστιν ό Θεός, ος, φώς ών άληθώς απόρρητον, και ώς φώς όράται και φώς ποιεί τους καθαρούς την καρδίαν
Σελ. 235:
επειδή δε παρέχει καί φως φαντασιώδες διάφορον άπό τήν αρετήν καί τήν γνώσιν, ύπάρχει άρα καί φώς νοερόν αληθές θεϊκόν. Καί εκείνο μεν τό φαντασιώδες φώς είναι ό ίδιος ό πονηρός, ό όποιος ένώ είναι σκότος υποκρίνεται τό φώς· τό δέ φωτιστικόν προς τήν αλήθειαν τούτο φώς αγγέλων καί ίσαγγέλων ανθρώπων είναι ό ίδιος ό Θεός, ό όποιος είναι φώς απόρρητον αληθώς καί ώς φώς βλέπεται καί φώς καθιστά τούς καθαρούς εις τήν καρδίαν,
Λόγος 2,1
Σελ. 324:
καθ’ ήν την εν μεσότητι μέν ούσαν Ιεράν πολιτείαν ύπεραναβήναι έπαγγελλόμεθα, 15 πάση δέ διαιρετή και ζωή και φαντασία άποταττόμεθα και πρός την πάσης φιλοσοφίας ύψηλοτέραν ένιαιαν θεοσοφίαν διά των ένοποιών έντολών όντως μοναστικώς άναγόμεθα
Σελ. 325:
κατά τήν όποιαν αύτήν μέν τήν μεσάζουσαν ίεράν πολιτείαν ύποσχόμεθα νά ύπερβώ- μεν, τήν διεσπασμένην δέ ζωήν κατ φαντασίαν άπαρνούμεθα καί προς τήν ένιαίαν θεοσοφίαν τήν ύψηλοτέραν πόσης φιλοσοφίας άνυψούμεθα
Λόγος 2, 2
Σελ. 352:
επειδή πολλούς τών εισαγομένων έώρα τής άστασίας του νου μηδε μετρίως γουν κρατείν δυναμένους, και τρόπον ύποτίθεται δι’ ου αν το ττολυπόρευτον και φαντασιώδες αυτού μετρίως συστείλειαν
Σελ. 353:
επειδή έβλεπε πολλούς τών άρχαρίων νά μή δύνανται νά συγκρατήσουν ούτε μετρίως τήν άστάθειαν του νου, προτείνει καί τρόπον διά του όποιου θά ήτο δυνατόν νά συσταλή μετρίως τό πολυπόρευτον καί φαντασιώδες του νου.
Λόγος 2, 3
Σελ. 482:
άλλο μεν παρά την από τών κτιστών απάντων γνώσιν, τοσούτω δ’ ιερώτερον όσω και δόξα έστι φύσεως Θεού, και τοις θεοειδέοι μόνοις γενομένοις καθοράται, τοσούτω δ’ άπέχον τού φαντασιώδες είναι η τοις αίσθητοις παραπλπησιον φωσιν η σνμβολικώς κατ αύτά διαπεπλάσθαι, ώς και τον μέλλοντος αιώνος τούθ’ υπόστασιν και καλλονήν ύπαρχειν, μόνον φώς άληθινόν, αιώνιον, άτρεπτον, άνέσπερον, άναλλοίωτον, δι ού φώς ημείς γννόμεθα, τελείου φωτός γεννήματα
Σελ. 483:
διάφορον μέν άπό τήν γνώσιν όλων τών κτιστών, τόσον δέ ίερώτερον είναι όσον είναι ή δόξα τής φύσεως τού Θεού34, καί καθοράται μόνον άπό έκείνους οί οποίοι γίνονται θεοειδείς, τόσον δέ άπέχει άπό τό νά είναι φαντασιώδες ή παραπλήσιον μέ τα αισθητά φώτα ή νά είναι συμβολικώς κατ’ αύτά διαπλασμένον, ώστε νά είναι καθ’ ύπόστασιν καί καλλονήν τού μέλλοντος αίώνος, μόνον φώς άληθινόν, αιώνιον, άτρεπτόν, άνέσπερον, άναλλοίωτον, διά τού όποιου γινόμεθα ημείς φώς, γεννήματα τελείου φωτός.
Σελ. 526:
Αλλά και ή θεία φαντασία πολύ διενήνοχε τής καθ’ ημάς άνθρωπίνης φαντασίας' και γουν εκείνη μεν τό καθ’ ημάς ηγεμονικόν και όντως άσώματον τύποί, ή δε καθ’ ημάς φαντασία εν τω σωματοειδεί γίνεται τής καθ’ ημάς ψυχής
ώστε τό Πνεύμα έστι τό άγιον τό εφιζάνον τω νω των προφητών και ώς ύλη χρώμενον τω ήγεμονικώ καί έν αύτώ δι’ έαυτού τά μέλλοντα προκαταγγέλλον αυτοις και δι’ αυτών ήμιν. Πώς ουν τούτο φαντασία, τή ήμετέρα φαντασία κατάλληλός τε και ομότιμος; Πώς δέ χείρων τής καθ’ ημάς νοήσεως ή φαντασία αυτή;
Σελ. 527:
Αλλά καί ή θεία φαντασία πολύ διαφέρει άπό τήν ίδικήν μας άνθρωπίνην φαντασίαν* καί ακριβώς έκείνη μέν τυπώνει τό είς ήμάς ήγεμονικόν καί όντως άσώματον, ή δέ άνθρωπίνη φαντασία γίνεται είς τό σωματοειδές τής καθ’ ήμάς ψυχής
ώστε τό άγιον Πνεύμα είναι έκείνο τό όποιον έπικαθίζει είς τόν νουν τών προφητών καί ώς ύλην χρησιμοποιεί τό ήγεμονικόν καί είς αύτό προλέγει είς αύτούς τά μέλλοντα δι’ έαυτού καί δι’ αύτών είς ήμάς. Πώς λοιπόν τούτο είναι άπλή φαντασία, άνάλογος καί ισότιμος μέ τήν ίδικήν μας φαντασίαν; Πώς δέ είναι χειροτέρα τής ίδικής μας νοήσεως ή φαντασία αύτή;
Σελ. 528:
ώ του θαύματος, επί το χείρον πάσχειν και σωματοειδείς κατά φαντασίαν αυτών είναι τάς οράσεις, και μη μόνον τάς οράσεις τούτων, αλλά και αύτάς τάς υποστάσεις αυτών και ουσιώδεις υπάρξεις φαντασία τυγχάνειν έμφερείς.
Σελ. 529:
ώ τού θαύματος, έκστασιν νοήσεως προς τό χειρότερον καί ότι αί οράσεις των είναι σωματοειδείς καί κατά φαντασίαν, όχι δέ μόνον αί οράσεις αύτών, άλλα καί αί ίδιαι αί υποστάσεις αυτών καί ούσιώδεις υπάρξεις είναι παρεμφερείς μέ φαντασίαν.
Λόγος 3, 2
Σελ. 690:
ΕΙ γάρ κατά τον μέγαν Διονύσιον «ου δι’ αγνωσίας μόνον, αλλά και διά γνώσεως ο Θεός γινώσκεται και εστιν αυτού και νόησις και λόγος και επιστήμη και επαφή και αισθησις και δόξα και φαντασία καί όνομα και τάλλα πάντα», τοιγαρούν και μέθεξίς εστιν αυτού, τούτο μεν διά το νόησιν αυτού υπάρχειν και αίσθησιν και επαφήν, τούτο δέ διά τον ύστερον έπενηνεγμένον συμπεριληπτικώτατον λόγον
Σελ. 691:
Διότι, άν κατά τον μέγαν Διονύσιον «ό Θεός γνωρίζεται όχι μόνον δι’ αγνωσίας, άλλα καί διά γνώσεως, καί ύπάρχη αύτού νόησις, λόγος καί έπιστήμη, επαφή καί αίσθησις, δόξα καί φαντασία, όνομα καί όλα τά άλλα, επομένως υπάρχει καί μέθεξις αύτού, άφ' ένός μέν διότι υπάρχει νόησις, αίσθησις καί επαφή αύτού, άφ’ έτέρου δέ ύφίσταται ό έπειτα παρατεθείς συμπεριληπτικώτατος λόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου