Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Η ΤΡΙΑΔΑ ΣΑΝ ΑΥΤΟΦΑΝΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΖΩΗΣ: PAUL TILLICH

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Λόγος Κατηχητικός Ο Μέγας


Κεφάλαιο 10

1. Αλλά, λέγει, η ανθρώπινη φύσις είναι κάτι μικρόν και πεπερασμένο (περιγραπτόν), ενώ η θεότης είναι άπειρος. Πώς είναι δυνατόν νά περιληφθεί το άπειρον εντός του ατόμου; 

Και ποιος λέγει τούτο, ότι το άπειρον της θεότητος περιελήφθη μέσα στην πεπερασμένην σάρκα σαν σε αγγείο; Διότι ούτε στην δική μας ζωή περιλαμβάνεται εντός των ορίων της σαρκός η νοερά φυσις. Αλλ’ ο μεν όγκος του σώματος περιγράφεται δια των μερών τα οποία τον αποτελούν, η δε ψυχή δια των νοητικών λειτουργιών εξαπλούται ανέτως σε όλην την κτίσιν, ακόμη και μέχρι των ουρανών ανερχομένη και των αβύσσων επιβατεύουσα και στα πλάτη της οικουμένης επεκτεινομένη και προς τα καταχθόνια δια της περιεργείας (πολυπραγμοσύνης) εισδύουσα, πολλάκις δε συλλαμβάνει και το νόημα των ουρανίων θαυμάτων χωρίς ουδόλως να την εμποδίζει το βάρος του σώματος. Εάν δε η ψυχή του ανθρώπου, εξ ανάγκης φυσικής συνηνωμένη μετά του σώματος, έχει την δυνατότητα να μεταβαίνει κατ’ εξουσίαν πανταχού, ποια η ανάγκη να νομίζουμε ότι η θεότης εμποδίζεται από την φύσιν της σαρκός και να μην λαμβάνωμεν εκ των καταληπτών σε εμάς παραδειγμάτων τή πρέπουσα έννοια περί του μυστηρίου της θείας οικονομίας;

2. Διότι όπως το πυρ τής λαμπάδος φαίνεται ότι περικρατεί την κάτωθεν αυτού ύλην (την υποκείμενη ύλην), και ο μεν λόγος διακρίνει τόσο το επί της ύλης πυρ όσον και την ανάπτουσαν το πυρ ύλην, στην πράξη όμως δεν είναι δυνατόν, χωρίζοντες το ένα από το άλλο, να δείξουμε την φλόγα μόνη της, χωρισμένη από την ύλην, διότι και τα δυο αποτελούν εν (πάντως δεν πρέπει κάνεις να συμπαραλάβει μαζί με το παράδειγμα την φθαρτότητα του πυρός, αλλ’ ας δεχθεί μόνον ό,τι είναι πρέπον εις την εικόνα του μυστηρίου, ας απορρίψει δε τα άσχετα και απρεπή στοιχεία)· κατά τον ίδιον λοιπόν τρόπον, καθώς βλέπομεν την φλόγα και αναμμένη από την ύλην και μη εγκλειόμενη εις την ύλην, τί εμποδίζει, παρατηρούντες ένωσιν και προσεγγισμόν της θείας φύσεως προς την ανθρώπινην, να κρατήσουμε την πρέπουσα περί Θεού ιδέαν κατά τον προσεγγισμόν, πιστεύοντες ότι το θείον είναι εκτός πάσης περιγραφής, έστω και αν ήταν μέσα εις άνθρωπον;

 PAUL TILLICH
Σέβεται περισσότερο το δόγμα, είναι πιο συντηρητικός, με μια πρώτη ματιά, ένας ακόμη υποστηρικτής της «κοπερνικής επανάστασης» του Μπαρτ, στην προτεσταντική θεολογία.Το τριαδικό πρόβλημα δεν έχει καμμία σχέση με την παραποιητική θέση του πως ένα μπορεί να είναι τρία και τρία να είναι ένα, αντιθέτως αφορά το πρόβλημα της ενότητος ανάμεσα στο υπέρτατο και στο συγκεκριμένο στον ζωντανό θεό. Σίγουρα, συνεχίζει ο Τίλλιχ, πρέπει να μιλήσουμε για τον θεό σαν ένα «προσωπικό θεό»: αυτό το σύμβολο είναι βασικό για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για την σχέση με τον θεό σαν μια υπαρξιακή σχέση. Μια υπαρξιακή σχέση είναι πάντοτε μια σχέση πρόσωπο με πρόσωπο. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να έχει ένα «υπέρτατο ενδιαφέρον» για κάτι το οποίο είναι λιγότερο από προσωπικό. Με άλλα λόγια, συνδυάζοντας την μέθοδό του της «αμοιβαίας σχέσης» και την ιδέα του τού θεού σαν «υπέρτατο ενδιαφέρον» ή «ανεπηρέαστο», ο Τίλλιχ επαναφέρει με τον τρόπο του την παραδοσιακή προβληματική του προσώπου στον θεό. Παρ’ όλα αυτά παρατηρεί πως η έκφραση «προσωπικός θεός» δεν σημαίνει καθόλου πως ο θεός είναι ένα πρόσωπο, αλλά σημαίνει περισσότερο πως ο θεός είναι το θεμέλιο όλων αυτών που είναι προσωπικά, και διαθέτει μέσα του την οντολογική δύναμη της προσωπικότητος. Ο θεός δεν είναι ένα πρόσωπο, ούτε δεν είναι προσωπικός. Δεν πρέπει να ξεχνούμε, παρατηρεί ο Τίλλιχ, πως η κλασσική θεολογία χρησιμοποίησε τον όρο πρόσωπο για τις τριαδικές υποστάσεις, όχι για τον ίδιο τον θεό. Ο θεός γίνεται πρόσωπο μόνον στον 19ο αιώνα, σε αναφορά με τον Καντιανό χωρισμό ανάμεσα στην φύση η οποία κυριαρχείται από τον φυσικό νόμο και την προσωπικότητα η οποία οδηγείται από τον ηθικό νόμο. Έτσι ο θεϊσμός κατανόησε τον θεό, σαν ένα ουράνιο πρόσωπο, τελειότατο, το οποίο κατοικεί πάνω από τον κόσμο και από την ανθρωπότητα. Η διαμαρτυρία του αθεϊσμού ενάντια σε ένα τόσο υψηλότατο πρόσωπο είναι συνεπής. Δεν είναι τόσο φανερή η ύπαρξίς του και δεν εμπλέκει ούτε το υπέρτατο ενδιαφέρον του ανθρώπου. Ο θεός δεν είναι θεός, ισχυρίζεται ο Tillich, χωρίς καθολική συμμετοχή: «Ο προσωπικός θεός» είναι ένα σύμβολο γεμάτο σύγχυση.

Κάθε διάλογος γύρω από το Χριστιανικό δόγμα της Τριάδος, κατά τον Τίλλιχ, πρέπει να ξεκινήσει από την Χριστολογική διαβεβαίωση πως ο Ιησούς είναι ο Χριστός.

Το Τριαδικό δόγμα δυναμώνει το Χριστολογικό δόγμα τελικώς. Εάν αντί του προβλήματος των χριστιανικών δογμάτων θέσουμε εκείνο των προϋποθέσεών του σε μια ιδέα του θεού, τότε ο λόγος αλλάζει και πρέπει να ξεκινήσουμε από το πνεύμα αντί από τον Λόγο. Ο θεός, φαίνεται να επαναλαμβάνει ο Τίλλιχ με τον Χέγκελ, είναι πνεύμα: κάθε τριαδολογική διαβεβαίωση πρέπει να παράγεται από αυτή την βασική διαβεβαίωση.

Το Τριαδικό δόγμα δεν είναι ούτε παράλογο ούτε παράδοξο, αλλά διαλεκτικό: αυτή είναι η βασική θέση του Τίλλιχ. Τίποτε θεϊκό δεν είναι παράλογο, καθώς η νόηση είναι η ίδια η πεπερασμένη φανέρωση του θείου Λόγου. Ούτε παράδοξη είναι, διότι υπάρχει ένα παράδοξο στην σχέση θεού και ανθρώπου, και είναι στην γλώσσα τού κατά Ιωάννην, το γεγονός πως ο Λόγος σάρξ εγένετο, εισήλθε δηλαδή στην ιστορική ύπαρξη του χώρου και του χρόνου. Όλες οι υπόλοιπες παράδοξες διαβεβαιώσεις του Χριστιανισμού είναι παραλλαγές και εφαρμογές αυτού του ιδίου παραδόξου, όπως για παράδειγμα το δόγμα της δικαιώσεως δια της μόνης Χάριτος, ή η συμμετοχή του θεού στα πάθη του Σύμπαντος. Αντιθέτως τα τριαδολογικά σύμβολα είναι διαλεκτικά. Αντανακλούν την διαλεκτική της ζωής, δηλαδή την κίνηση του χωρισμού και της επανένωσης. Απηχώντας ξανά στον Χέγκελ, ισχυρίζεται δηλαδή πως η ζωή πρέπει να περιγραφεί σαν την πρόοδο της εξόδου από τον εαυτό και της επιστροφής στον εαυτό.

Η ουσία του Τριαδικού στοχασμού προσφέρεται οπωσδήποτε, από την εμπειρία της αποκαλύψεως και η μορφή του έχει την ίδια λογική την οποία πρέπει να διαθέτει κάθε θεολογία σαν έργο του Λόγου. Αλλ’ όμως η προσευχή σε ένα από τα τρία πρόσωπα, στα οποία υπάρχει η θεία ουσία, αναρωτιέται ο Τίλλιχ, κατευθύνεται προς κάποιον ο οποίος δεν είναι άλλο πράγμα από εκείνον στον οποίο κατευθύνεται μια άλλη προσευχή; Εάν δεν υπάρχει διαφορά γιατί να μην κατευθύνεται η προσευχή απλά προς τον θεό; Ε λοιπόν, κατά τον Τίλλιχ, οι έννοιες της ουσίας και της υποστάσεως , όπως και εκείνες της substantia και persona, δεν μπορούν να απαντήσουν σ’ αυτές τις ερωτήσεις, τις τόσο βασικές. Τις συγχέουν απλώς και ανοίγουν τον δρόμο σε ένα απεριόριστο αριθμό όρων απευθύνσεων της προσευχής, όπως ακριβώς κατέληξε με την λατρεία της Μαρίας και των Αγίων, παρόλες τις θεολογικές διακρίσεις ανάμεσα σε μια προσευχή που κατευθύνεται στον θεό και την επίκληση των αγίων!

Ο Τίλλιχ αναγνωρίζει πώς στίς αρχές του το Τριαδικό δόγμα χρησίμευσε να εκφράση με τρία «σύμβολα» κεντρικά την αυτοφανέρωση τού Θεού στον άνθρωπο, αποκαλύπτοντας το βάθος τής θείας αβύσσου και απαντώντας στην ερώτηση πάνω στο νόημα τής υπάρξεως. Αργότερα κατέληξε σέ άλυτο Μυστήριο, τόσο πού λατρεύτηκε στον βωμό. Θα είναι άραγε εκ νέου δυνατόν, αναρωτιέται ο Τίλλιχ, να απαγγείλουμε χωρίς καμμιά θεολογική αμηχανία ή απλή προσαρμογή στην παράδοση, τίς μεγάλες λέξεις: «στό όνομα τού Πατρός, τού Υιού και τού Αγίου Πνεύματος;» Θα είναι άραγε εκ νέου δυνατόν να προσευχόμαστε ευχόμενοι μέσα από «τήν αγάπη τού Πατρός, τήν Χάρη τού Ιησού Χριστού και την κοινωνία τού Αγίου Πνεύματος», χωρίς να ξυπνάμε δεισιδαιμονικές εικόνες σε εκείνους πού ακούνε την προσευχή;

Ο Τίλλιχ πιστεύει πώς είναι δυνατόν, με τον όρο όμως μιας ριζικής αναθεώρησης τού Τριαδικού δόγματος και με μια καινούρια κατανόηση της θείας ζωής και της πνευματικής παρουσίας. Το τριαδικό δόγμα δεν είναι ολοκληρωμένο. Δεν είναι δυνατόν να εγκαταλειφθεί ούτε να γίνει αποδεκτό στην παραδοσιακή του μορφή. Πρέπει να παραμείνη ανοιχτό για να μπορέσει να εκπληρώσει την πρωταρχική του λειτουργία: να εκφράσει με κατανοητά σύμβολα την αυτοφανέρωση της θεϊκής ζωής στον άνθρωπο.

Και εμείς όμως από την μεριά μας δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε: ανάμεσα στον Βιβλικό φονταμενταλισμό τού Brunner και την ριζική απομυθοποίηση τού Μπούλτμαν, σε ποιά αποτελέσματα φτάνει η μέθοδος της αμοιβαίας σχέσης τού Τίλλιχ; Εάν τα πρόσωπα τού Πατρός τού Υιού και τού Αγίου Πνεύματος είναι συνώνυμα τού Είναι, τής υπάρξεως και τής ζωής και κατά συνέπεια απλές στιγμές στην πρόοδο τής θείας ζωής, όλο αυτό δέν είναι ένα είδος Γνώσης πού μάς πισωγυρίζει για άλλη μια φορά, στό παληό αλλά ακόμη αρκετά ουδετεροποιημένο λάθος τού Σαβέλλιου;

Αμέθυστος

Σχόλιο:
Όπως βλέπουμε οι Γερμανοί θεολόγοι, οι δάσκαλοι των δικών μας, όσο πλησιάζουμε στην εποχή μας γίνονται όλο και πιο υβριστικοί. Ο εκσυγχρονισμός τής Εκκλησίας, ο σκοπός τής ζωής τού Ζηζιούλα, τού Γιανναρά καί τού Ράμφου καί όλου τού συρφετού πού τρώει από το τραπέζι τους, εκφράζεται τέλεια από τον Τίλλιχ. Για τούς εκσυγχρονιστές η παραδοσιακή Τριαδολογία προσφέρει δεισιδαιμονικές εικόνες.
Ως πότε θα τούς ανεχόμαστε;

ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΣΕ ΑΛΛΟ ΘΕΟ!


Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, είναι η αυτοφανέρωση τής θεϊκής ζωής στόν άνθρωπο, έτσι ώστε ο άνθρωπος να ζήσει αναλόγως τής θεϊκής ζωής. Μέ τόν τρόπο υπάρξεως τού Θεού. Γι’ αυτό αρνούνται τήν πτώση, φοβούνται τή φύση, προβάλλουν τήν προσωπικότητά τους, μιμούμενοι τούς Γερμανούς άθεους. Ως πότε; Θα τούς θεωρούμε μορφωμένους και την πίστη μας πρωτόγονη;

Δεν υπάρχουν σχόλια: