Ο κ. Τσίπρας παρουσιάζοντας χθες το οικονομικό-κυβερνητικό του πρόγραμμα δήλωσε σχετικά με την δανειακή σύμβαση και το χρέος: «Αμέσως μετά την ακύρωση του Μνημονίου, η νέα κυβέρνηση θα καταγγείλει τους επαχθείς όρους και θα ζητήσει την επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης. Ειδικότερα, σε ότι αφορά τη βιώσιμη αντιμετώπιση της κρίσης δημόσιου χρέους της χώρας θα αναζητήσει ευρωπαϊκή λύση. Χωρίς κοινή ευρωπαϊκή λύση στο πρόβλημα του συσσωρευμένου χρέους και της χρηματοδότησης της ανάπτυξης, η Ελλάδα δεν μπορεί να επιτύχει ταυτόχρονα τη δημοσιονομική προσαρμογή και την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, την πληρωμή των τόκων για το συσσωρευμένο χρέος, και τη χρηματοδότηση δημοσίων επενδύσεων και δημοσίων πολιτικών. Πρόκειται για μια άλυτη εξίσωση. Για αυτό και θα διεκδικήσουμε νέα αναδιαπραγμάτευση του χρέους, με στόχο τη δραστική μείωσή του, ή ένα μορατόριουμ για το χρέος και αναστολή πληρωμών των τόκων, έως ότου διαμορφωθούν συνθήκες σταθεροποίησης και ανάκαμψης της οικονομίας. Το ύψος εξυπηρέτησης του χρέους θα πρέπει, επίσης, να συνδεθεί με το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή με το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ (ρήτρα ανάπτυξης).»
Αυτά ήταν όλα κι όλα όσα ακούσαμε χθες για το δημόσιο χρέος. Μάλιστα περιμέναμε μήπως και ο καθ’ ύλην αρμόδιος κ. Δραγασάκης πει τίποτε περισσότερο, αλλά εις μάτην. Δεν είπε κουβέντα. Ούτε λέξη. Λες και η δανειακή σύμβαση με το δημόσιο χρέος αποτελεί ένα εντελώς δευτερεύων θέμα, ένα αγκαθάκι στα πισινά της χώρας το οποίο δεν πρέπει να μας απασχολεί και πολύ. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η εξυπηρέτηση ενός μη βιώσιμου δημόσιου χρέους αποτελεί το Νο 1 πρόβλημα της οικονομίας και της χώρας ως σύνολο. Αν δεν αντιμετωπιστεί συγκεκριμένα, άμεσα και αποτελεσματικά ότι κι αν πει κανείς κατόπιν για τα δημοσιονομικά, την ανάπτυξη, τα κοινωνικά, είναι απλώς ανέξοδες φλυαρίες.
Αυτός είναι και ο λόγος που προσωπικά δεν μπορώ να πάρω στα σοβαρά το λεγόμενο οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται απλά για διακηρύξεις προεκλογικού χαρακτήρα απ’ όπου λείπει το βασικό συστατικό: πώς και με ποιον τρόπο θα γλυτώσει η χώρα και οι εργαζόμενοι από το άγος του δημόσιου χρέους. Είναι σαν να θέλεις να κυβερνήσεις ένα πλοίο που έχει εκτεταμένο ρήγμα στα ύφαλα και μπάζει νερά, αλλά εσύ ασχολείσαι με την κατάσταση στα καταστρώματα. Φρόντισε πρώτα απ’ όλα να στεγανοποιηθεί το πλοίο και μετά έχεις όλο τον χρόνο να ασχοληθείς με την κατάσταση των επιβατών. Αυτό λέει η κοινή λογική.
Το πιο ανησυχητικό απ’ όλα είναι ότι ο τρόπος που θέτει ο κ. Τσίπρας και οι επιτελείς του το ζήτημα του δημόσιου χρέους, υποδηλώνει ότι δεν γνωρίζουν το ζήτημα, δεν ξέρουν τι να κάνουν μ’ αυτό και το μεταθέτουν στον από μηχανής θεό, στην ευρωζώνη και την ΕΕ. Τι μας λένε; Χωρίς «κοινή ευρωπαϊκή λύση» το πρόβλημα εξυπηρέτησης του χρέους είναι «μια άλυτη εξίσωση»! Είναι μια «άλυτη εξίσωση» μόνο αν έχει κανείς αποκλείσει εξαρχής την μονομερή διαγραφή μέρους ή όλου του δημόσιου χρέους προς τους ξένους δανειστές. Κι αυτό το κάνει κανείς μόνο όταν συντρέχουν δυο πιθανοί λόγοι: (α) Είτε σε έχουν τρομοκρατήσει οι δανειστές με τις φλυαρίες τους περί αντιποίνων. (β) Είτε δεν θες με τίποτε να τα βάλεις με την ολιγαρχία που επωφελείται από την διαχείριση του χρέους. Μόνο αυτούς τους δυο λόγους αναγνωρίζει η σχετική βιβλιογραφία για την περίπτωση που μια κυβέρνηση, ή ένα κράτος αρνείται να προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες ενάντια στους δανειστές του.[1] Τι από τα δυο συμβαίνει με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ;
Κι εδώ μπαίνει το ερώτημα: ποια «κοινή ευρωπαϊκή λύση» επιδιώκει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ; Μέχρι τώρα η μόνη «κοινή ευρωπαϊκή λύση» που προωθείται μέσα στην ευρωζώνη και την ΕΕ είναι τα μνημόνια σε συνεργασία με το ΔΝΤ, καθώς και ο μηχανισμός στήριξης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ) και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης, του οποίου η λειτουργία από τον Ιούλιο του 2012 προβλέπει την τυπική και ουσιαστική μετατροπή της χώρας που εντάσσεται σ’ αυτό, σε ευρωπαϊκό προτεκτοράτο. Τι θέση έχει ο ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτήν την «κοινή ευρωπαϊκή λύση» και κυρίως για την λειτουργία του ΕΜΣ; Την αναζητούμε χωρίς να την βρίσκουμε.
Έστω όμως ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει μια άλλη, ριζικά διαφορετική «κοινή ευρωπαϊκή λύση» από την κυρίαρχη. Πολύ ωραία. Δεν θα έπρεπε να την μάθουμε κι εμείς οι κοινοί θνητοί; Δεν θα έπρεπε να μας πει τα βασικά της στοιχεία, ώστε να κρίνουμε πόσο ρεαλιστική είναι; Και τέλος πάντων πόσο καιρό υπολογίζει η ίδια ότι θα της πάρει για να την πετύχει; Εβδομάδες, μήνες, χρόνια; Και μέχρι να την πετύχει τι θα κάνει με την εξυπηρέτηση του χρέους; Θα εξακολουθήσει να πληρώνει, ή θα κάνει παύση πληρωμών;
Το μόνο που λέει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι θα διεκδικήσει μια «νέα αναδιαπραγμάτευση του χρέους». Τι σημαίνει αυτό το «νέα»; Μήπως, αυτό που έχει στο μυαλό της είναι να προτείνει στους Ευρωπαίους δανειστές ένα νέο PSI; Γι’ αυτό αποδέχεται την δανειακή σύμβαση και απορρίπτει μόνο του «επαχθείς όρους» της; Αλήθεια, ποιοι είναι οι «επαχθείς όροι» της πρόσφατης δανειακής σύμβασης που σκέφτεται η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να επαναδιαπραγματευτεί; Γιατί δεν μας τους λέει καθαρά; Μήπως γιατί πολύ απλά έχει την πρόθεση να αναδιαπραγματευτεί την δανειακή, όσο είχε κι ο Σαμαράς πριν μπει στην συγκυβέρνηση Παπαδήμου;
Ο τρόπος που έχει θέσει το ζήτημα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι σαν να λέει: θέλω να πάρω τα λεφτά του νέου δανείου, αλλά όχι με τους επαχθείς όρους που έχουν θέσει οι δανειστές. Ωραία. Γιατί χρειάζεται να πάρει τα λεφτά του νέου δανείου; Σε τι θα της χρησιμεύσουν; Το νέο δάνειο δίνεται με αποκλειστικό σκοπό να πληρωθούν οι ζημιές του κουρέματος στους τραπεζίτες και να ανακεφαλοποιηθούν οι εγχώριες τράπεζες. Αναγνωρίζει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα πρέπει ο Έλληνας πολίτης, εργαζόμενος, φορολογούμενος να φορτωθεί τις ζημιές των τραπεζιτών, ντόπιων και ξένων; Να μετατραπούν δηλαδή σε δημόσιο χρέος οι ιδιωτικές ζημιές των τραπεζών; Αυτό κρύβει η αναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης;
Όσο για το «μορατόριουμ για το χρέος και αναστολή πληρωμών των τόκων» δεν χρειάζεται να πούμε και πολλά. Μορατόριουμ μπορεί να υπάρξει μόνο μετά από κοινή συνεννόηση, ή συμφωνία με τους κατόχους των ομολόγων. Ας πούμε ότι για κάποιον περίεργο λόγο οι κάτοχοι συμφωνούν για αναστολή πληρωμής τόκων, τι θα γίνει με τα ληξιπρόθεσμα ομόλογα; Θα συνεχίσει το κράτος να τα πληρώνει; Και με τι ανταλλάγματα θα δεχτούν οι κάτοχοι ομολόγων το μορατόριουμ; Όλα αυτά δεν φαίνεται να απασχολούν την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Η εικόνα που δίνει είναι: (α) Είτε ελπίζει ότι κάτι μαγικό θα συμβεί στην ευρωζώνη και θα υπάρξει κάποια «κοινή ευρωπαϊκή λύση» που θα στρέφεται ενάντια στους δανειστές και υπέρ των λαών. (β) Είτε θεωρεί ότι δεν πρόκειται να βρεθεί στην δύσκολη θέση να εφαρμόσει αυτά που υπόσχεται. Όπως και να έχει, η θέση του ΣΥΡΙΖΑ περί επαναδιαπραγμάτευσης γενικά, δεν στηρίζεται σε κανένα πραγματικό δεδομένο, ούτε σε ρεαλιστικές εκτιμήσεις. Το PSI που επιχειρήθηκε χρειάστηκε να τεθεί σε διαπραγμάτευση επί 6 μήνες τουλάχιστον. Και φανταστείτε ότι ήταν μια διαπραγμάτευση που εξαρχής είχε σημαδεμένα χαρτιά με κυβερνήσεις που ήταν εξαρχής δεδομένο ότι δεν πρόκειται να πουν «όχι» πουθενά και σε κανέναν.
Πόσο καιρό νομίζει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ότι μπορεί η χώρα και ο λαός της να αντέξει την δική της, υποτίθεται συγκρουσιακή, διαπραγμάτευση με τις κορυφές της ευρωζώνης και των δανειστών, με τους λογαριασμούς του δημόσιου χρέους να τρέχουν; Μία εβδομάδα, έναν μήνα, ή έναν χρόνο; Τα νούμερα πάντως λένε ότι μια κυβέρνηση δεν μπορεί να διαπραγματευτεί, ακόμη κι αν το δεχτούν οι εταίροι της στην ευρωζώνη, ούτε για 15 ημέρες χωρίς να αναγκαστεί να προβεί σε μονομερή παύση πληρωμών του χρέους. Αλλιώς θα αναγκαστεί να βάλει χέρι σε μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές δαπάνες.
Και για να τελειώνουμε. Επειδή η αναδιαπραγμάτευση έχει γίνει πολύ της μόδας και εύκολα την τσαμπουνά κανείς, προκειμένου να γλυτώσει από τα δύσκολα, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε το εξής απλό: Η επιστήμη, αλλά και η κοινή λογική, έχει αποφανθεί προ πολλού ότι το μέρος σε μια διαπραγμάτευση που έχει την περισσότερη δύναμη είναι εκείνο που έχει τη λιγότερη ανάγκη από το αποτέλεσμα αυτής της διαπραγμάτευσης.[2] Για να επιδείξει αυτή την δύναμη, το μέρος αυτό θα πρέπει να είναι έτοιμο να αποχωρήσει ανά πάσα στιγμή από το τραπέζι της διαπραγμάτευσης και να προχωρήσει στην εφαρμογή εναλλακτικών σχεδίων. Όποιος πηγαίνει με δεδομένο ότι ο αντίπαλος του στην διαπραγμάτευση θα δεχτεί τα πάντα βασισμένος αποκλειστικά σ’ ένα σενάριο εξελίξεων, τότε πιθανά συντρέχουν δυο εκδοχές: (α) είτε κοροϊδεύει τον εαυτό του, (β) είτε προετοιμάζει συνειδητά την ήττα του ελπίζοντας να βρει δικαιολογία για την υποχώρηση από τις θέσεις του. Και στις δυο περιπτώσεις είναι επικίνδυνος και παντελώς ανεύθυνος.
[1] Π.χ. Ross P. Buckley, International Financial System (Policy and Regulation), Wolters Kluwer, 2009, σ. 119.
[2] Roger Fisher and William Ury, Getting to Yes, Random House, 1981, σ. 19-40.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου