Ο Χριστός και ο Νόμος
Είναι αξιοσημείωτο ότι πολλοί Χριστιανοί επικεντρώνονται με θρησκευτικό ζήλο σ’ αυτό που η «πίστη μας ορίζει», σ’ αυτό που «δεν επιτρέπει» και «που καταδικάζει». Όλο και πιο συχνά σε διάφορα fora και ιστοσελίδες εκκλησιαστικού περιεχομένου παρατηρώ να γίνονται συζητήσεις για τους «κανόνες που είμαστε υποχρεωμένοι ως Χριστιανοί να τηρούμε», για τα ζητήματα στα οποία «δεν μπορούμε να κάνουμε συμβιβασμούς» ακόμη και για το «τι θα έπρεπε να απαιτήσουμε απ’ το κράτος, ως Χριστιανοί πολίτες να εγκρίνει ή να απαγορέψει διά της νομοθεσίας». Αυτός ο ιδιαίτερα έντονος ζήλος προς τους «χριστιανικούς κανόνες» πολλές φορές ταυτίζεται με τον «αυθεντικό Χριστιανισμό» και την «Ορθοδοξία». Ως εκ τούτου όλο και περισσότεροι κατηγορούνται ως «φιλελεύθεροι», «νεωτεριστές» και «αποστάτες»· αρκεί να παρεκκλίνουν από ορισμένους κανόνες ή να μην τους ερμηνεύσουν κυριολεκτικά.
Δεν αρνούμαι ασφαλώς ότι ο Χριστιανισμός θέτει ορισμένες απαιτήσεις από τους ανθρώπους και μερικές μάλιστα άνευ όρων ανεξάρτητα απ’ το αν αυτοί πιστεύουν ή όχι στον αποκεκαλυμμένο Θεό, ενώ επιπλέον η Εκκλησία αποδοκιμάζει πολλές συμπεριφορές ανεξάρτητα απ’ το εάν οι άνθρωποι πιστεύουν στο κήρυγμα και στη διδασκαλία της. Σίγουρα, όλα αυτά είναι αδιαμφισβήτητα, αλλά σ’ αυτό το κείμενο θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σε κάτι που θα προκαλέσει εντύπωση σε οποιονδήποτε γνωρίζει έστω και επιδερμικά το Ευαγγέλιο, διότι δεν μπορούμε να παραλείψουμε τον παράδοξο τρόπο με τον οποίο ο Ιησούς Χριστός αντιμετωπίζει τους ζηλωτές των θείων εντολών, εκείνους που θέλουν να είναι «άψογοι» στη συμπεριφορά τους και άμεμπτοι στα μάτια των άλλων. Πράγματι, ο τρόπος του Ιησού θα μας κατέπλησσε ακόμη και σήμερα, σε ορισμένους μάλιστα θα φαινόταν ενοχλητικός ή σοκαριστικός, όπως ήταν και για πολλούς συμπατριώτες του εκείνη την εποχή. Εν πάση περιπτώσει, γνωρίζουμε ότι οι σύγχρονοί του πολλές φορές σκανδαλίστηκαν με τις απόψεις Του όσον αφορά τον Μωσαϊκό Νόμο, την ερμηνεία και την κατανόηση του. Προφανώς κάτι στη συμπεριφορά και στα λόγια αυτού του Δασκάλου που εμφανίστηκε ξαφνικά ανάμεσα τους, τους ενοχλούσε βαθιά. Ορισμένοι και πιο συγκεκριμένα οι «επαγγελματίες» φύλακες του Νόμου, οι γραμματείς, υποψιάζονταν ότι η διδασκαλία και η επιρροή του στον λαό απέκλινε επικίνδυνα από τις αυστηρές διατάξεις του Νόμου. Κάποιοι άλλοι αδυνατούσαν συχνά να κατανοήσουν πως τα λόγια και οι πράξεις του συμφωνούσαν με Νόμο. Γι’ αυτό τον λόγο, ορισμένοι του έθεταν συνεχώς ερωτήσεις και κατά κάποιον τρόπο τον ανέκριναν για να τον παγιδεύσουν, ενώ άλλοι ήταν εντελώς σαστισμένοι από τη συμπεριφορά του, επειδή, για παράδειγμα, «έκανε παρέα με τελώνες και αμαρτωλούς» (Λκ. 7:34). Οι απαντήσεις του Χριστού σ’ αυτές τις επίμονες ερωτήσεις, στην αμηχανία και την απορία των θεοσεβών Ιουδαίων διακρίνονται από μια παραδοξότητα, διότι στην πραγματικότητα δεν απορρίπτουν τις διατάξεις του Νόμου, αλλά τις μεταβάλλουν, τις μεταμορφώνουν κι ενίοτε τις αντιστρέφουν· σχεδόν πάντα, όμως, οδηγούν τους ζηλωτές του Νόμου και τους παραδοσιακούς του «οπαδούς» σε μια κατάσταση σύγχυσης, κλονίζουν την αυτοπεποίθησή τους αποκαλύπτοντας τα αβυσσαλέα βάθη του Νόμου.
Στην παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου, για παράδειγμα, ο Χριστός δεν αναφέρει πουθενά ότι ο Φαρισαίος ψεύδεται όταν προσεύχεται στον Θεό και τον ευχαριστεί επειδή δεν είναι σαν τους άλλους ανθρώπους «άρπαγας, άδικος, μοιχός, ή και σαν αυτόν εδώ τον τελώνη» (Λκ. 18:11), τον οποίο πιθανότατα παρατηρεί κάπου εκεί στο βάθος του ναού και γνωρίζει τα πεπραγμένα του. Επιπλέον, ο Χριστός δεν αναφέρει ότι ο Φαρισαίος πράττει κάτι κατακριτέο ή κακό, όταν λέει πως νηστεύει δύο φορές την εβδομάδα και δίνει στο ναό το δέκατο απ’ όλα τα εισοδήματά του (Λκ. 18:12). Παραδόξως όμως, μας αποδεικνύει αναπάντεχα ότι αυτός ο άψογος τηρητής των μωσαϊκών διατάξεων είναι σε κατώτερη θέση από τον κοινό αμαρτωλό, όχι επειδή δεν είναι ευσεβής, αλλά επειδή διαφοροποιείται σκληρόκαρδα απ’ τον αμαρτωλό, όντας παραδομένος στην αυτοδικαίωσή του, τόσο ικανοποιημένος απ’ τον εαυτό του που βλέπει αφ’ υψηλού τους υπόλοιπους ανθρώπους. Προφανώς ο Ιησούς δεν περιφρονεί τον Νόμο, ούτε παινεύει τον Τελώνη για την αμαρτωλότητά του. Εντούτοις προειδοποιεί με εντυπωσιακό τρόπο όσους τηρούν με λεπτομέρεια τον Νόμο πόσο εύκολα μπορούν να απομακρυνθούν απ’ τον Θεό, σε αντίθεση με τους ειλικρινώς μετανοούντες που στέκονται εγγύτερα σ’ Εκείνον (Λκ. 18:14).
Πράγματι, ο τρόπος του Ιησού θα μας κατέπλησσε ακόμη και σήμερα, σε ορισμένους μάλιστα θα φαινόταν ενοχλητικός ή σοκαριστικός, όπως ήταν και για πολλούς συμπατριώτες του εκείνη την εποχή. Εν πάση περιπτώσει, γνωρίζουμε ότι οι σύγχρονοί του πολλές φορές σκανδαλίστηκαν με τις απόψεις Του όσον αφορά τον Μωσαϊκό Νόμο, την ερμηνεία και την κατανόηση του. Προφανώς κάτι στη συμπεριφορά και στα λόγια αυτού του Δασκάλου που εμφανίστηκε ξαφνικά ανάμεσα τους, τους ενοχλούσε βαθιά.
Μια διαφορετική αλλά όχι λιγότερο εντυπωσιακή και παράδοξη απάντηση δίνει ο Χριστός σε εκείνο τον νεαρό ευσεβή άνδρα που τον ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι καλό να κάνω για ν’ αποκτήσω αιώνια ζωή;» (Μτ. 19:16). Ο Χριστός του απαντάει απροσδόκητα, επειδή αντιλήφθηκε ότι ο πνευματικός ενθουσιασμός του νεαρού δεν προερχόταν από κάποια πραγματική και ειλικρινή λαχτάρα να γεμίσει το κενό της ψυχής του, αλλά από την επιθυμία να φανεί ακόμη πιο ευσεβής, ακόμη πιο «άξιος» στα μάτια των άλλων. Γι’ αυτό και αρχικά ο Χριστός απλώς τον προέτρεψε να τηρεί τις εντολές: «μη σκοτώσεις, μη μοιχεύσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις και αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου» (Μτ. 19:20). Ωστόσο ο νεαρός αναφώνησε με αυτοπεποίθηση: «Όλα αυτά τα τηρώ από πολύ μικρός […] σε τι ακόμα υστερώ;» (Μτ. 18:21). Είναι πολύ σημαντικό σ’ αυτό το σημείο να αντιληφθούμε το νόημα της ερώτησης «σε τι ακόμα υστερώ;», διότι πρόκειται για μια ρητορική ερώτηση, η οποία προϋποθέτει μια εγκωμιαστική απάντηση. Ο νεαρός σκέφτεται με τον εξής τρόπο: Δεδομένου ότι έχω τηρήσει όλα όσα ορίζει ο Νόμος, τι άλλο θα μπορούσα να επιτύχω για να φτάσω την τελειότητα; Δεν μου λείπει τίποτα. Είμαι ευσεβής, δεν καυχιέμαι μπροστά σε άλλους (όπως ο Φαρισαίος στην παραβολή) και τηρώ αυστηρά όλες τις μωσαϊκές διατάξεις. Θα μπορούσε να μου ζητηθεί κάτι άλλο; Πράγματι ο Ιησούς του δίνει μια παράδοξη απάντηση, η οποία δεν σημαίνει ότι δεν εγκρίνει την εκπλήρωση των εντολών ή ότι αυτή η εκπλήρωση δεν είναι πραγματικά αξιέπαινη. Ο Ιησούς δεν αρνείται την άψογη ευσέβεια, αλλά την εγωιστική προσκόλληση σ’ αυτήν, η οποία απομακρύνει τον άνθρωπο απ’ τον Θεό αντικαθιστώντας Τον με τις αρετές ή τις αξιόμισθες πράξεις. Στο σημείο αυτό δίνει μια συγκλονιστική απάντηση στον νεαρό: «Αν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό· κι έλα να με ακολουθήσεις» (Μτ.19:21-22). Ακριβώς αυτό δεν έχει τη δύναμη να πράξει ο νεαρός· είναι πλούσιος, όχι μόνο σε υλικά αλλά και σε πνευματικά αγαθά, ωστόσο ο πλούτος του είναι κάτι που ανήκει στον ίδιο και δεν τον φέρνει σε κοινωνία με τον Θεό, μια κοινωνία στην οποία πραγματικά υστερεί.
Σε μια άλλη περίπτωση ο Πέτρος, ανήσυχος όπως και όσοι ακολουθούσαν τον Ιησού σχετικά με την τήρηση του Νόμου, Του θέτει την εξής φαινομενικά απλή και αφελή ερώτηση: «Κύριε, πόσες φορές θα σφάλει σ’ εμένα ο αδερφός μου και θα τον συγχωρήσω; Ως εφτά φορές;» (Μτ. 18:21). Δεν νομίζω ότι έχουμε λόγο να υποψιαστούμε τον μαθητή για κάποια αδίστακτη συμπεριφορά και την πρόθεση να «θωρακίσει» τον εαυτό του από την απαίτηση να συγχωρήσει κάποιον. Αντιθέτως, μου φαίνεται ότι με αυτό το ερώτημα αποζητά να ακούσει απ’ τον Χριστό μια απάντηση που θα οριοθετεί τη συγχώρηση, θέτοντας την σε ένα ορισμένο πλαίσιο, διότι μια συνεχής και απεριόριστη δυνατότητα για συγχώρηση θα ακύρωνε το νόημα της ίδιας της έννοιας της αμαρτίας και της άνευ όρων καταδίκης της αμαρτωλής πράξης από τον Νόμο. Αναμφίβολα ακόμη και σήμερα πολλοί πιστοί ανησυχούν για παρόμοια θρησκευτικά ζητήματα: ποια είδους αμαρτία συγχωρείται, πόσες φορές μπορεί να υφίσταται συγχώρηση ή για το αν αξίζει να συγχωρήσουμε κάποιον που ήταν άδικος απέναντί μας ή όχι, διότι εάν συγχωρούμε συνεχώς και ατελεύτητα δεν αφαιρούμε ουσιαστικά το νόημα κάθε νόμου ή κανόνα κι εν τέλει τη χρησιμότητά του;
Ο Χριστός απαντάει σ’ αυτό το ερώτημα με την παραβολή του κακού δούλου (Μτ. 18:23-35), ο οποίος έπρεπε να πληρώσει στον κύριό του ένα χρέος δέκα χιλιάδων ταλάντων, αλλά λόγω της αδυναμίας του να το πράξει τον ικέτευσε να του δείξει μακροθυμία. Τότε ο κύριός του τον λυπήθηκε και μάλιστα του χάρισε το χρέος. Ωστόσο, ο συγχωρηθείς δούλος αφού συνάντησε έναν σύντροφό του, ο οποίος του χρωστούσε εκατό δηνάρια και του ζήτησε να δείξει μακροθυμία, αρνήθηκε να το πράξει: «δεν δεχόταν, αλλά πήγε και τον έβαλε στη φυλακή, ώσπου να ξεπληρώσει ό,τι του χρωστούσε» (Μτ. 18:30-31). Τότε ο κύριος κάλεσε τον δούλο που είχε προηγουμένως συγχωρήσει και του είπε: «κακέ δούλε, σου χάρισα όλο εκείνο το χρέος, επειδή με παρακάλεσες· δεν έπρεπε κι εσύ να σπλαχνιστείς το σύνδουλό σου, όπως κι εγώ σπλαχνίστηκα εσένα; Κι οργισμένος τον παρέδωσε στους βασανιστές, ώσπου να ξεπληρώσει όσα του χρωστούσε» (Μτ. 18:32-34).
Αναμφίβολα ακόμη και σήμερα πολλοί πιστοί ανησυχούν για παρόμοια θρησκευτικά ζητήματα: ποια είδους αμαρτία συγχωρείται, πόσες φορές μπορεί να υφίσταται συγχώρηση ή για το αν αξίζει να συγχωρήσουμε κάποιον που ήταν άδικος απέναντί μας ή όχι, διότι εάν συγχωρούμε συνεχώς και ατελεύτητα δεν αφαιρούμε ουσιαστικά το νόημα κάθε νόμου ή κανόνα κι εν τέλει τη χρησιμότητά του;
Προφανώς κι εδώ ο Χριστός δεν αναιρεί τις απαιτήσεις του νόμου, δεν αρνείται ότι αυτός που οφείλει πρέπει να πληρώσει το χρέος του και ότι αν δεν το πληρώσει αξίζει να τιμωρηθεί. Ο Χριστός μας αποκαλύπτει ότι είμαστε οφειλέτες απέναντι στο Νόμο και σε αντίθεση με όσα οφείλουμε ο ένας στον άλλον, πάντοτε θα είμαστε αμαρτωλοί απέναντι στο Θεό. Εφόσον, όμως, δεν μπορούμε να εκπληρώσουμε το χρέος μας και ο Κύριος δεν μας ρίχνει στη φυλακή εν ονόματι του Νόμου ή κάποιας αμαρτωλής πράξης, πως γίνεται εμείς οι ίδιοι να ρωτάμε πόσες φορές μπορούμε να συγχωρήσουμε τα σφάλματα των αδελφών μας; Ο Χριστός δεν απορρίπτει το Νόμο, αλλά μας υπενθυμίζει ότι στην πραγματικότητα είμαστε όλοι οφειλέτες του Κυρίου και βρισκόμαστε εγγύτερα σ’ Εκείνον, όχι όταν καταδικάζουμε αλλά όταν συγχωρούμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί που τους έχουν αφεθεί οι αμαρτίες δεν είναι αμαρτωλοί, αλλά αυτός, στον οποίο ο Κύριος έχει συγχωρήσει τόσα σφάλματα δεν επιτρέπεται να μην συγχωρεί τους αμαρτωλούς αδελφούς του. Εδώ βρίσκεται λοιπόν και η παράδοξη απάντηση του Χριστού: διά της συγχώρησης τηρούμε πληρέστερα το Νόμο παρά διά της καταδίκης και αντιστρόφως εμείς που έχουμε συγχωρηθεί απ’ τον Κύριο είμαστε περισσότερο επιρρεπείς στην καταδίκη, απ’ ότι οι «οφειλέτες» μας.
Τέλος ας θυμηθούμε αυτό το συγκλονιστικό επεισόδιο από το Κατά Ιωάννην, στο οποίο οι «φύλακες» του Νόμου προσπαθούν να ελέγξουν τον Χριστό με σκοπό να τον παγιδεύσουν σχετικά με την τήρηση του Νόμου, γι’ αυτό και του «φέρνουν μια γυναίκα που την είχαν πιάσει να διαπράττει μοιχεία» (Ιω. 8:3) θέτοντάς του την εξής ερώτηση: «Διδάσκαλε, αυτή τη γυναίκα την έπιασαν επ’ αυτοφώρω να διαπράττει μοιχεία. Ο Μωυσής στο νόμο μας έχει δώσει εντολή να λιθοβολούμε τέτοιου είδους γυναίκες. Εσύ τι γνώμη έχεις;» (Ιω.: 8:4-6). Εκείνη την στιγμή ήταν σαν να τον ρωτούν: «εσύ που κάνεις παρέα με αμαρτωλούς, εσύ που τρως και πίνεις μαζί τους, θα τολμούσες και σ’ αυτήν την περίπτωση να αρνηθείς τις σαφείς διατάξεις του Νόμου; Να φανείς ανεκτικός και “φιλελεύθερος” ενώπιον ενός τέτοιου παραπτώματος;»
Ωστόσο ο Ιησούς κι εδώ δεν αρνείται καθόλου το παράπτωμα της γυναίκας, δεν δικαιολογεί τη μοιχεία, ούτε αμφισβητεί την αμαρτία και την εντολή: «Αν ένας διαπράξει μοιχεία με γυναίκα έγγαμη, δηλαδή με την γυναίκα ενός άλλου, ο μοιχός και η μοιχαλίδα πρέπει εξάπαντος να θανατωθούν» (Λευι. 20:10). Σχεδόν αδιάφορα φαίνεται να γράφει κάτι με το δάχτυλο στο έδαφος, ενώ ξαφνικά απαντάει με απροσδόκητο τρόπο στους «οπαδούς» του νόμου το εξής: «Όποιος από σας είναι αναμάρτητος, ας ρίξει πρώτος πέτρα πάνω της» (Ιω. 8:7). Τότε «αυτοί όταν άκουσαν την απάντηση, άρχισαν με πρώτους τους γεροντότερους να φεύγουν ένας ένας μέχρι και τον τελευταίο» (Ιω. 8:8). Το αξιοσημείωτο αυτό επεισόδιο τελειώνει με τον Ιησού να έχει μείνει μόνος με τη γυναίκα και να την ρωτά: «“Γυναίκα πού είναι οι κατήγοροι σου; Κανένας δε σε καταδίκασε;” “Κανένας Κύριε”, απάντησε εκείνη. “Ούτε εγώ σε καταδικάζω”, της είπε ο Ιησούς· “Πήγαινε, κι από ‘δω και πέρα μην αμαρτάνεις”» (Ιω. 8:10-11). Για ακόμη μια φορά ο Χριστός δεν λέει ότι η μοιχεία δεν είναι αμαρτία, αλλά ως έχων εξουσία, αφυπνίζει την αδρανή, παθητική συνείδηση των «οπαδών» του Νόμου. Είναι σαν να τους λέει: «Βρίσκεστε πράγματι στην πλευρά των δικαίων; Σήμερα που θέλετε να σας ευλογήσω για να λιθοβολήσετε αυτή τη γυναίκα νομίζετε ότι δεν είστε άξιοι και εσείς για παρόμοια καταδίκη; Ναι, ο Νόμος τιμωρεί τη μοιχεία επειδή είναι αμαρτία, αλλά μπορείτε εσείς να γίνετε δικαστές επειδή δεν έχετε διαπράξει αυτή την αμαρτία; Κι αν είστε απαλλαγμένοι από μία αμαρτία, εφόσον έχετε διαπράξει χιλιάδες άλλες δεν θα έπρεπε να είστε δίπλα σ’ αυτή τη γυναίκα; Εσείς, οι ζηλωτές του Νόμου, θα εκδηλώνατε παρόμοιο ζήλο όσον αφορά τον εαυτό σας όπως δείχνετε στην περίπτωση αυτής της γυναίκας; Γιατί αν το κάνατε τότε δεν θα τρέχατε να πάρετε πέτρες αλλά να ικετεύετε κι εσείς για έλεος, όπως αυτή η αμαρτωλή που θέλετε να θανατώσετε. Ο Νόμος είναι αλάνθαστος, αλλά δεν είστε τόσο σε θέση να τον εφαρμόσετε σε άλλους, όσο να υπομείνετε οι ίδιοι τις ποινές του».
Ο Χριστός δεν απορρίπτει το Νόμο, αλλά μας υπενθυμίζει ότι στην πραγματικότητα είμαστε όλοι οφειλέτες του Κυρίου και βρισκόμαστε εγγύτερα σ’ Εκείνον, όχι όταν καταδικάζουμε αλλά όταν συγχωρούμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί που τους έχουν αφεθεί οι αμαρτίες δεν είναι αμαρτωλοί, αλλά αυτός, στον οποίο ο Κύριος έχει συγχωρήσει τόσα σφάλματα δεν επιτρέπεται να μην συγχωρεί τους αμαρτωλούς αδελφούς του. Εδώ βρίσκεται λοιπόν και η παράδοξη απάντηση του Χριστού: διά της συγχώρησης τηρούμε πληρέστερα το Νόμο παρά διά της καταδίκης και αντιστρόφως εμείς που έχουμε συγχωρηθεί απ’ τον Κύριο είμαστε περισσότερο επιρρεπείς στην καταδίκη, απ’ ότι οι «οφειλέτες» μας.
Ο Χριστός δεν καταργεί τον Νόμο, αλλά μας αποκαλύπτει το συγκλονιστικό μυστήριο, που παρέμενε κρυφό μέχρι την Έλευσή Του στον κόσμο, αποκόπτοντας τη ρίζα του νομικισμού και διαχωρίζοντας για πάντα τον Χριστιανό από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης. Ένα μυστήριο, το οποίο διατυπώνει σαφέστατα στην Προς Ρωμαίους ο Απόστολος Παύλος: «γιατί, με τα έργα που επιβάλλει ο νόμος, κανένας δεν μπορεί να δικαιωθεί. Το μόνο που καταφέρνει με το νόμο είναι να συνειδητοποιήσει τη δύναμη της αμαρτίας» (Ρωμ. 3:20). Ο Απόστολος κηρύσσει στους νομικιστές όλων των εποχών ότι μέσω του νόμου δεν γνωρίζουμε μόνο τι πρέπει να πράξουμε, αλλά ουσιαστικά τι αποφεύγουμε να πράττουμε, ή ακόμη και τι συνεχώς κάνουμε ενώ κανονικά δεν επιτρέπεται. Ο Νόμος, μας λέει ο Απόστολος, δεν μας παρέχει δικαστική εξουσία, αλλά μας καταδικάζει και ο Χριστός δεν αναιρεί αυτήν την καταδίκη, αλλά χαρίζει το έλεος Του σε όλους τους αμαρτωλούς. Ακριβώς αυτό ήθελε να δείξει ο Χριστός σε όσους προσπαθούσαν να τον «δοκιμάσουν», αυτό που πρέπει να καταλάβουν οι απανταχού σεμνότυφοι και συχνά υποκριτές, καθώς κι όλοι εμείς που πολλές φορές καταδικάζουμε τους άλλους, πέφτοντας στην παγίδα του ηθικισμού και του νομικισμού.
Ο Καλίν Γιανάκιεφ είναι καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σόφιας «Αγ. Κλήμης της Αχρίδας» και μέλος της Διεθνούς Εταιρείας Μελέτης της Φιλοσοφίας του Μεσαίωνα (S.I.E.P.M).
Το κείμενο προέρχεται από την ιστοσελίδα https://kultura.bg/
Μετάφραση από τα βουλγαρικά Γιάννης Καμίνης, Συνεργάτης της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.
Το εικαστικό θέμα της ανάρτησης προέρχεται από τον πίνακα του Γάλλου ζωγράφου Maurice Dennis «Ανάβαση στο Γολγοθά».
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΟΜΟΣ - Πολυμερώς και πολυτρόπως (polymerwsvolos.org)
Ο ΝΟΜΟΣ ΜΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ, Η ΥΠΑΡΞΗ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΑΓΝΟΕΙΤΟ. ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΟΤΙ Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΦΙΚΤΟΣ ΔΙΟΤΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΗΤΑΝ Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ. Η ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗ ΟΜΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ, Ο ΦΑΡΙΣΑΙΣΜΟΣ, ΑΠΟΚΑΛΥΨΕ ΤΗΝ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ, ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ.
ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΖΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟΥΣ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΛΗΡΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΠΟ ΔΙΑΚΟΝΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΓΙΝΕ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΣ ΤΗΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου