Διηγήθηκε ο Γέροντας Άγιος Παΐσιος στόν ιερομόναχο Γρηγόριο:«Ένιωθα κάποια δυσκολία νά προσευχηθώ στόν Χριστό. Τήν Παναγία τήν έχω σάν μάννα. Τήν αγία Ευφημία τό ίδιο. Τήν φωνάζω: «αγία Ευφημούλα μου».
Στόν Χριστό ένιωθα δύσκολα. Τήν εικόνα Του μέ φόβο τήν φιλούσα.
Καί όταν τήν ώρα πού έλεγα τήν ευχή έφευγε καμμιά φορά ο νους μου από τόν Χριστό, δέν στενοχωριόμουνα. «Ποιός είμαι εγώ, γιά νάχω συνέχεια τόν νού μου στόν Χριστό», σκεπτόμουν. Καί συνέβη αυτό πού θά σού πώ: »Ήταν βράδυ τού Τιμίου Προδρόμου, θά ξημέρωνε τού αγίου Κάρπου Νιώθω ανάλαφρος, πούπουλο. Καμμιά όρεξη νά κοιμηθώ.
Σκέφτομαι: «Άς καθήσω νά γράψω κάτι γιά τόν παπα-Τύχωνα νά τό στείλω στίς αδελφές». Μέχρι τίς 8.30΄ αγιορείτικα έγραψα ως τριάντα σελίδες. Αν καί δέν νύσταζα, είπα νά ξαπλώσω, γιατί ένιωθα λίγη κούραση στά πόδια. » Παίρνει νά φωτίζη. Στίς 9 η ώρα (6 περίπου κοσμικά τό πρωί) δέν είχα κοιμηθή.
Σέ μιά στιγμή σάν νά χάθηκε ο τοίχος τού Κελλιού μου (δίπλα στό κρεββάτι πρός τό εργαστήριο). Βλέπω τόν Χριστό μέσα στό φώς, σέ απόσταση έξι έτρα περίπου. Τόν έβλεπα από τό πλάϊ. Τά μαλλιά του ήταν ξανθά καί τά μάτια του γαλανά. Δέν μού μίλησε. Κοίταξε λίγο δίπλα, όχι ακριβώς εμένα. » Δέν έβλεπα μέ τά σωματικά μάτια. Αυτά είτε ανοιχτά είναι είτε κλειστά, καμμιά διαφορά δέν έχει. Έβλεπαν τά μάτια τής ψυχής. »
Όταν Τόν είδα σκέφθηκα: Πώς πόρεσαν νά φτύσουν τέτοια μορφή; Πώς μπόρεσαν -οι αθεόφοβοι- νά ακουμπήσουν τέτοια μορφή; Πώς μπόρεσαν νά μπήξουν καρφιά σ αυτό τό σώμα; Πά! πά! πά! » Απόμεινα! Τί γλυκύτητα ένιωθα! Τί αγαλλίαση! Δέν μπορώ νά εκφράσω μέ δικά μου λόγια τήν ομορφιά αυτή. Ήταν αυτό πού λέει: «Ο Ωραίος κάλλει παρά τούς υιούς τών ανθρώπων». Αυτό ήταν. Δέν έχω δει ποτέ τέτοια εΙκόνα Του. Μόνο μία κάποτε -δέν θυμάμαι πού- έμοιαζε κάπως. » Θάξιζε νά αγωνίζεται κανείς χίλια χρόνια γιά νά δή αυτή τήν ομορφιά γιά μιά στιγμή μόνο. Τί μεγάλα καί ανείπωτα είναι δυνατόν νά χαρισθούν στόν άνθρωπο, καί έ τί τιποτένια ασχολούμαστε! »
Πιστεύω πώς είναι ένα δώρο πού μού έκανε ο παπα-Τύχων. Νά μήν τό πής σέ κανέναν. Πολύ τό σκέφθηκα νά τό πώ καί σέ σένα. Βλέπεις τόση ώρα δέν σού μίλησα, τώρα πού φεύγεις»
Ύστερα από δύο μέρες όταν ξανασυναντήθηκαν, Γέροντας είπε: «Όλη τή νύχτα έκλαιγα γιατί σού τόπα. Δέν φοβάμαι πώς θά τό πείς. Αλλά εγώ ζημιώθηκα». Τό γεγονός αυτό τό αισθάνθηκε καί μιά αδελφή στήν Σουρωτή καί έγραψε στόν Γέροντα: «Τάδε τού μηνός, τάδε ώρα... Τά υπόλοιπα θά μας τά πείτε εσείς».
Καί πράγματι, όταν αργότερα βγήκε έξω, τούς τό διηγήθηκε καί μάλιστα περιέγραψε καί αγιογράφησαν τόν Χριστό, όπως ακριβώς τόν είδε.
ΤΡΕΛΟ-ΓΙΑΝΝΗΣ
Εφάνη, κατά τούς ημετέρους χρόνους, άνθρωπός τις, μεγάλης αρετής ( ός τις, ζή κατά τό παρόν ), καλούμενος Ιησούς Χριστός. Ο λαός, τόν ονομάζει προφήτην τής αληθείας. Οι δέ Απόστολοι αυτού, υιόν Θεού λέγουσιν. Ανασταίνει νεκρούς, ιατρεύει αρρώστους, είναι μέτριος κατά τό μέγεθος, καί καταπολλά ωραίος τή όψει, καί Γλυκύς λίαν. Καί τόσον είναι μεγαλοπρεπής εις τό είδος, οπού, οι βλέποντες αυτόν, αναγκάζονται νά τόν αγαπώσι, καί φοβούνται ενταυτώ, έχει τάς τρίχας τής Κεφαλής, παρομοίας μέ τόν χρωματισμόν τού παμπεπείρου λεπτοκαρίου, αίτινες καταβαίνουσιν έως εις τά ώτα, από δέ τά ώτα έως τούς ώμους, έχουσι τό χρώμα τής ερυθράς γής, αλλά λαμπρότερον έχει εις τό μέσον τού μετώπου τάς τρίχας, κατά τήν συνήθειαν τών Ναζηραίων, τό μέτωπον έχει μεγάλον, αλλά καταπολλά ίλεον, τό πρόσωπόν του είναι, χωρίς ρυτίδα, η στίγμα, συντροφιασμένον από κάποιον χρώμα μέτριον, τήν ρίναν καί τό στόμα έχει, χωρίς ψέγους τινός, τόν πώγωνα πυκνόν, καί κατά τό χρώμα τών τριχών τής κεφαλής, όχι μακρόν, αλλά εσχισμένον κατά τό μέσον, τό βλέμμα του είναι σοβαρόν, καί χαριέστατον, οι οφθαλμοί, χαριτωμένοι, καθαροί, καί Γλυκύτατοι. Καί όταν ελέγχη καταλήπτει, όταν διδάσκει αρέσκει, καί αγαπάται από όλους, είναι χαρούμενος, μέ σοβαρόν. Δέν τόν είδε ποτέ τινας νά γελάση, τόν είδον όμως, καί έκλαυσεν. Έχει τούς βραχίονας καί τάς χείρας, καταπολλά ωραίας. Κατά τάς συναναστροφάς, ικανοποιεί πολλά, αλλά σπανίως βλέπεται. Καί όταν συναναστρέφεται, είναι σωφρονέστατος εις τήν όψιν, καί εις τό φαινόμενον είναι, ο ευμορφώτερος άνθρωπος, οπού νά εφάνη εις τήν γήν.
1 σχόλιο:
Επιστολή Πουπλίου, αξιωματικού ανδρός, τού Λεντούλου, απεσταλμένου εκ τής Ιερουσαλήμ πρός τήν Γερουσίαν τής Ρώμης, μεταφρασθείσα εκ τού Λατινικού.
Εφάνη, κατά τούς ημετέρους χρόνους, άνθρωπός τις, μεγάλης αρετής ( ός τις, ζή κατά τό παρόν ), καλούμενος Ιησούς Χριστός. Ο λαός, τόν ονομάζει προφήτην τής αληθείας. Οι δέ Απόστολοι αυτού, υιόν Θεού λέγουσιν. Ανασταίνει νεκρούς, ιατρεύει αρρώστους, είναι μέτριος κατά τό μέγεθος, καί καταπολλά ωραίος τή όψει, καί Γλυκύς λίαν. Καί τόσον είναι μεγαλοπρεπής εις τό είδος, οπού, οι βλέποντες αυτόν, αναγκάζονται νά τόν αγαπώσι, καί φοβούνται ενταυτώ, έχει τάς τρίχας τής Κεφαλής, παρομοίας μέ τόν χρωματισμόν τού παμπεπείρου λεπτοκαρίου, αίτινες καταβαίνουσιν έως εις τά ώτα, από δέ τά ώτα έως τούς ώμους, έχουσι τό χρώμα τής ερυθράς γής, αλλά λαμπρότερον έχει εις τό μέσον τού μετώπου τάς τρίχας, κατά τήν συνήθειαν τών Ναζηραίων, τό μέτωπον έχει μεγάλον, αλλά καταπολλά ίλεον, τό πρόσωπόν του είναι, χωρίς ρυτίδα, η στίγμα, συντροφιασμένον από κάποιον χρώμα μέτριον, τήν ρίναν καί τό στόμα έχει, χωρίς ψέγους τινός, τόν πώγωνα πυκνόν, καί κατά τό χρώμα τών τριχών τής κεφαλής, όχι μακρόν, αλλά εσχισμένον κατά τό μέσον, τό βλέμμα του είναι σοβαρόν, καί χαριέστατον, οι οφθαλμοί, χαριτωμένοι, καθαροί, καί Γλυκύτατοι. Καί όταν ελέγχη καταλήπτει, όταν διδάσκει αρέσκει, καί αγαπάται από όλους, είναι χαρούμενος, μέ σοβαρόν. Δέν τόν είδε ποτέ τινας νά γελάση, τόν είδον όμως, καί έκλαυσεν. Έχει τούς βραχίονας καί τάς χείρας, καταπολλά ωραίας. Κατά τάς συναναστροφάς, ικανοποιεί πολλά, αλλά σπανίως βλέπεται. Καί όταν συναναστρέφεται, είναι σωφρονέστατος εις τήν όψιν, καί εις τό φαινόμενον είναι, ο ευμορφώτερος άνθρωπος, οπού νά εφάνη εις τήν γήν.
Δημοσίευση σχολίου