Σάββατο 9 Απριλίου 2022

Η διδασκαλία του Ιωακείμ της Φλόρα περί πνεύματος (13)

 Συνέχεια από:Σάββατο 2 Απριλίου 2022

Creator Spiritus
Η διδασκαλία του Ιωακείμ της Φλόρα περί πνεύματος
Die Geisteslehre des Joachim von Fiore

Του Ernst Benz, στο ERANOS-JAHRBUCH XXV
V. Η θεολογία του Πνεύματος κατά τον Ιωακείμ της Φλόρα
 9. Η αντικατάσταση της Εκκλησίας του Πέτρου από την Εκκλησία του Ιωάννη
Αναμορφώνοντας την χριστιανική προσδοκία τών εσχάτων, θεωρώντας πώς η βασιλεία του Αγίου Πνεύματος είναι η τελική ιστορική μορφή τής χριστιανικής Εκκλησίας, ο Ιωακείμ ταράζει τα θεμέλια τής ιστορικής και θεολογικής αυτό-θεμελίωσης τής Εκκλησίας της Ρώμης. Αναταράζει τα θεμέλια, θεωρώντας πως η θεσμική Εκκλησία, που βασίζεται στο πρωτείο τού Πέτρου, εντάσσεται στις διαδικασίες εξέλιξης τής ιστορίας της σωτηρίας. Και έτσι, με προοπτική την ερχόμενη εποχή του Πνεύματος, βλέπει ακόμα και τον θεσμό της παπικής Εκκλησίας ως ένα παροδικό επίπεδο στην πορεία της ιστορίας τής σωτηρίας.
Σύμφωνα με την ερμηνεία που δίνει η Εκκλησία της Ρώμης, ο πάπας είναι Vicarius Christi. Η ύπαρξη τής Εκκλησίας, στο οργανωτικό αλλά και στο δογματικό επίπεδο, εξαρτάται από τον θεσμό τού πάπα. Στην βάση τής αντίληψης τής Ρώμης περί Εκκλησίας, βρίσκεται η απαίτηση, πως η διαδοχή τών αντιπροσώπων του Χριστού θα διαρκέσει όσο υπάρχει ο κόσμος. Μέχρι δηλαδή το τέλος του χρόνου, μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Στον Ιωακείμ υπάρχουν πολυάριθμα χωρία, όπου φαίνεται πως αναγνωρίζει την ορθόδοξη διδασκαλία, πως δηλαδή ισχύει το πρωτείο. Αυτό αναδύεται στις πολυάριθμες περιγραφές που κάνει, τής σχέσης μεταξύ ελληνικής και  ρωμαϊκής Εκκλησίας. Όσο και αν εκτιμά την ελληνική Εκκλησία, λόγω τής εξαιρετικής ανάπτυξης την οποία διήγε ο θεωρητικός μοναχισμός στο εσωτερικό της, άλλο τόσο τής ασκεί κριτική, γιατί δεν αναγνωρίζει το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης, και με τον τρόπο αυτό αμαρτάνει, χαλώντας την ενότητα τής Εκκλησίας. Αντικείμενο της πύρινης ελπίδας του είναι η επαναφορά τής χαμένης ενότητας, η οποία θα επανέλθει όταν η ελληνική Εκκλησία αναγνωρίσει το πρωτείο του πάπα.
Η μεγάλη αυτή εκτίμηση προς τον θεσμό τής παπικής Εκκλησίας, και η αναγνώριση τού πρωτείου τού επισκόπου Ρώμης, δεν πρέπει να μας παραπλανήσουν και να παραβλέψουμε τις επαναστατικές συνέπειες της θεολογίας του περί Πνεύματος και της διδασκαλίας του περί τριών εποχών. Αν η Βασιλεία του Αγίου Πνεύματος είναι για τον Ιωακείμ ο τελικός σκοπός της ιστορίας τής σωτηρίας, αν η Εκκλησία του Πνεύματος ορίζεται ως η μελλοντική, τέλεια μορφή τής πνευματικής κοινότητας, αυτό σημαίνει πως τίθεται σε αμφιβολία η απαίτηση της παπικής Εκκλησίας να είναι μέχρι το τέλος του κόσμου η μοναδική ισχύουσα μορφή και τάξη Εκκλησίας. Στην πορεία τής εξέλιξης τής ιστορίας τής σωτηρίας προς τον τελικό σκοπό της, ο παπισμός και η θεσμική Εκκλησία υπόκεινται στον ίδιο νόμο της αντικατάστασης και  μετάλλαξης -mutatio- στον οποίο υπόκεινται και οι άλλες τάξεις κατά την διάρκεια τής προοδευτικής πραγμάτωσης της θεϊκής Τριάδος. Ο θεσμός του παπισμού, με την σημερινή του μορφή, περιορίζεται στην δεύτερη εποχή, αυτή του Υιού. Ο παπισμός είναι μεν η κατάλληλη μορφή εκκλησιαστικής κοινότητας για την δεύτερη κατάσταση. Με αυτό όμως δηλώνεται, πως στην τρίτη εποχή δε θα υπάρχει ο παπισμός με την σημερινή του μορφή.
Μόνο έτσι μπορεί να γίνει κατανοητό, πως στον Ιωακείμ το ένα βρίσκεται δίπλα στο άλλο: από την μια αναγνωρίζει για την δική του κοσμική εποχή τον θεσμό της παπικής Εκκλησίας και την απαίτηση του πάπα, η οποία στηρίζεται στην ιδέα της διαδοχής του Πέτρου, να είναι ο Vicarius Christi. Από την άλλη γνωρίζει, πως στην ερχόμενη εποχή, η οποία ήδη έχει αρχίσει να αναδύεται, θα μπει στην θέση της παπικής Εκκλησίας μια ανώτερη τάξη ζωής τής χριστιανικής κοινότητας.
Ο Ιωακείμ λοιπόν, δίνει στην έννοια της διαδοχής ένα εντελώς νέο περιεχόμενο. Ενώ βάσει της ρωμαϊκής αντίληψης η έννοια της διαδοχής εφαρμόζεται στους διαδόχους του Πέτρου, οι οποίοι, δια τής διαδοχής έχουν την πληρεξουσιότητα να διοικούν την ρωμαϊκή Εκκλησία ως αντιπρόσωποι του Χριστού, ο Ιωακείμ εφαρμόζει την έννοια αυτή στην διαδοχή των εποχών σωτηρίαςΗ κατάσταση της παπικής Εκκλησίας αντικαθίσταται από μια ανώτερη κατάσταση εκκλησιαστικής κοινότητας, η οποία θα διαδεχθεί την κατάσταση της Εκκλησίας των κληρικών. Η διαδικασία αυτή έχει ήδη αρχίσει.
Ο Ιωακείμ παρουσιάζει την βιβλική θεμελίωση της αντίληψης του αυτής, με την μορφή της τυπολογικής ερμηνείας της Υπαπαντής. Στην σχέση τού πρεσβύτη Συμεών προς το αγόρι Ιησού, τον οποίο φέρνει στον ναό, ο Ιωακείμ βλέπει την σχέση τής παπικής Εκκλησίας προς την πνευματική Εκκλησία τής τρίτης εποχής. «Ο γέρων Συμεών θα πάρει το αγόρι στα χέρια του, όταν οι διάδοχοι τού Πέτρου, στους οποίους δόθηκε η δικαιοδοσία τής πίστεως και η διάκριση του ιερού από το ανίερο, θα δουν εκείνο το τάγμα, το οποίο ακολουθεί τα βήματα του Χριστού με την δύναμη του Πνεύματος, και το αναλάβουν υπό την προστασία τής αυθεντίας τους, και με τους λόγους της μαρτυρίας τους το αναδείξουν, αποκαλύπτοντας, πως στο τάγμα αυτό πρέπει να εκπληρωθούν οι προφητείες, καθώς λέει: „Η Βασιλεία πάνω από τον ουρανό θα δοθεί στον λαό των αγίων του Υψίστου“.» Το νέο τάγμα, το οποίο ακόμα λαμβάνει την εξουσιοδότηση του από τον παρερχόμενο παπισμό, θα διαδεχθεί την παπική Εκκλησία και θά την αναιρέσει στην τωρινή μορφή της-consumareΗ ιδέα τής διαδοχής απεμπλέκεται από τον θεσμό του ρωμαϊκού παπισμού, και ανυψώνεται σε μια γενική ιστορική αρχή. Λέει λοιπόν ο Ιωακείμ: «Όταν μια τάξη-ordo-αρχίζει να γίνεται θεσμός, διατηρεί το ίδιο όνομα, εφόσον εντός της ίδιας μορφής δεν σταματά η διαδοχή. Αν όμως μερικοί προκύπτουν από αυτήν, και  παίρνουν μια άλλη, καλύτερη μορφή, τότε δεν λεμε πως ανήκουν στην ίδια τάξη, αλλά σε μια άλλη, που προκύπτει από την πρώτη».
Ο Ιωακείμ γνώριζε τις συνέπειες της διδασκαλίας του, και για τον λόγο αυτό θέτει το ερώτημα, που θα πρέπει να γεννηθεί στον κάθε υπήκοο της δεύτερης εποχής, ο οποίος θεωρεί πως βρίσκεται ακόμα υπό την εξουσία του πάπα: «Θα πρέπει να αισθάνεται πόνο η τάξη εκείνη, η οποία βλέπει πως από αυτήν θα προκύψει ένας τέτοιος καρπός (όπως η πνευματική Εκκλησία), για το γεγονός πως η μερική τελείωση θα σταματήσει σε αυτήν, στο σημείο που θα ξεκινήσει η γενική τελείωση;» Η απάντηση του Ιωακείμ είναι: «Ποτέ, ποτέ, ποτέ να μην συμβεί στην διαδοχή του Πέτρου, να λιώσει από φθόνο για την τελείωση τής Ordo spiritualis».Αυτό σημαίνει: η τελείωση του νέου είναι πιο σημαντική από την διατήρηση των θεσμών της παλιάς εποχής. Οι θεσμοί της, όταν θα έχουν λήξει, δεν πρέπει να σταματήσουν την γέννηση της νέας εποχής.
Ο Ιωακείμ προσπάθησε να διατυπώσει και θετικά την ίδια σκέψη, ισχυριζόμενος, πως η παπική Εκκλησία έχει μέσα στην βαθύτατη εσωτερική της ουσία την τάση να γεννήσει από μέσα της την ύψιστη μορφή εκκλησιαστικής κοινότητας. «Η διαδοχή του Πέτρου επιθυμεί να βλέπει να εκπληρώνεται αυτό που η ίδια κηρύττει. Και όταν της δοθεί να δει, αυτό που επιθυμεί-να δει την δωρεά του Αγίου Πνεύματος στον Χριστιανισμό να επιβεβαιώνεται, όπως το αναμένουμε από τον ερχομό του Ηλία-και όταν θα δει εκείνο το ιερό τάγμα, το οποίο θα γεννήσει η Εκκλησία του Πνεύματος, θα το αναλάβει στις πάνες της πίστεως και στην αγάπη της, και θα κηρύξει, πως στο τάγμα αυτό βρίσκεται το ζείδωρον Πνεύμα, στο οποίο βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου». Η παπική Εκκλησία τής εποχής που πεθαίνει, «δεν μπορεί να αισθάνεται πόνο για την διάλυση της», εάν αναγνωρίσει πως θα συνεχίσει να υπάρχει στην καλύτερη διαδοχή της.
Ο Ιωακείμ δεν μιλά απλώς για μια διάλυση, αλλά για ένα κανονικό θάνατο της θεσμικής Εκκλησίας της δεύτερης εποχής. Όπως ο Δαυίδ διαδέχτηκε τον Σαούλ, και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης τον Πέτρο, έτσι και το τάγμα των ερχόμενων Viri spirituales διαδέχεται τους επισκόπους. Μια τέτοια διαδοχή των καταστάσεων σωτηρίας προϋποθέτει τον θάνατο της προηγούμενης ομάδας. «Όπως ο Πέτρος πεθαίνει μαρτυρικά, και ο Ιωάννης ζει για πολλά χρονιά μετά τον θάνατο του, έτσι πεθαίνει και η παπική Εκκλησία, ιστορικό αρχέτυπο της οποίας είναι ο Πέτρος. Και η πνευματική Εκκλησία- η Εκκλησία του Ιωάννου-συνεχίζει να ζει μέχρι το τέλος του κόσμου, και αυτή θα διαδεχθεί τον πάπα της Ρώμης μέχρι την θάλασσα, και από τον ποταμό μέχρι τα όρια της γης.»
Κατά την τυπολογική ερμηνεία της σχέσης τού Πέτρου προς τον Ιωάννη, όπως αυτή περιγράφεται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, ο Ιωακείμ έχει διαρκώς υπ’ όψιν του την σχέση της παπικής Εκκλησίας προς την ερχόμενη Εκκλησία του Πνεύματος. Όπως ο Πέτρος και ο Ιωάννης έζησαν για κάποιο καιρό μαζί, αλλά ο Πέτρος πεθαίνει και ο Ιωάννης συνεχίζει να ζει, όπως ο Πέτρος και ο Ιωάννης τρέχουν προς το μνήμα του Αναστημένου Κυρίου, αλλά ο Ιωάννης τρέχει πιο γρήγορα και φτάνει πρώτος, όπως ο Ιησούς δίνει την εντολή στον Πέτρο «Βόσκε τα αρνία μου», αλλά μετά επιβεβαιώνει τον Ιωάννη, και λέει στον Πέτρο περί αυτού: «ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ;» (κατά Ιωάννην 21,22), έτσι η Εκκλησία του και η Εκκλησία του Πνεύματος, θα ζήσουν μαζί κατά την δεύτερη εποχή, αλλά η Εκκλησία του πάπα θα πεθάνει, η δε Ιωάννειος Εκκλησία του Πνεύματος θα την διαδεχθεί στην τρίτη εποχή.
Με τον τρόπο αυτό, ο Ιωακείμ έγινε δημιουργός εκείνης της προσδοκίας του ιωάννειου Χριστιανισμού, τον οποίο θεωρεί ως την έσχατη και ύψιστη μορφή του Χριστιανισμού στα πλαίσια της ιστορίας της σωτηρίας. Δημιουργός μιας προσδοκίας, η οποία επέδειξε μια διαρκή επίδραση, που διείσδυσε μέχρι την θεολογία της ιστορίας του γερμανικού Ρομαντισμού, και κυριάρχησε στο πνεύμα των Franz von BaaderFichteHegel και Schelling. Οι επιδράσεις διαπιστώνονται και στην ρωσική φιλοσοφία της θρησκείας, και φτάνει μέχρι τον Solowjew και τον Berdjajew.
Με πόσο συγκεκριμένο τρόπο κατανοεί ο Ιωακείμ την ιδέα τής διαδοχής, φαίνεται ξεκάθαρα από την περιγραφή τού ανταγωνισμού μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης, την οποία τελειώνει με μια υπόσχεση: «Είναι κοντά η ώρα, που ο ανταγωνισμός των τόπων θα πάψει, και θα εγκατασταθεί εν πνεύματι η αιώνια δικαιοσύνη.» Την εποχή εκείνη «οι άνθρωποι θα σταματήσουν να αγωνίζονται για τους θεσμούς εκείνους, που δημιουργήθηκαν για την εποχή εκείνη και με κάποια χρονική διάρκεια, βάσει εκείνης της διδασκαλίας που δόθηκε στους πατέρες, και που αντιστοιχούσε στην μερική τους γνώση. Για τον λόγο αυτό πίστευαν πως με την πάροδο του χρόνου, κάποια πράγματα θα αλλάξουν, σύμφωνα με τον λόγο του Αποστόλου (Α’ Κορ. 13, 9-10): „ἐκ μέρους δὲ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· 10 ὅταν δὲ ἔλθῃ τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται.“» Βρισκουμε λοιπόν εκφράσεις που ασκούν ισχυρή κριτική στην Εκκλησία. Ο Ιωακείμ θεωρεί την κριτική δικαιολογημένη, εφόσον έχει ως βάση την μελλοντική ανώτερη κατάσταση της εκκλησιαστικής κοινότητας και πνευματικής γνώσης. Έτσι λοιπόν, ερμηνεύοντας τυπολογικά την διήγηση περί της θεραπείας τού πυρετού της πεθεράς του Πέτρου, συμπεραίνει πως η διήγηση αναφέρεται στην θεραπεία, δια της έκχυσης τού Αγίου Πνεύματος κατά την τρίτη εποχή, τής Εκκλησίας της Ρώμης από τις πολυάριθμες ασθένειές της, που μαζεύτηκαν κάτω από την εξουσία του αρχιερέα.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: