Πρόλογος
Πάλιν ο δεινός και αρχέκακος όφις σηκώνει την κεφαλή του εναντίον μας και σιγοψιθυρίζει τα αντίθετα προς την αλήθεια. Ή μάλλον, αφού η δική του κεφαλή συνετρίβει με τον σταυρό του Χρίστου, κεφαλή του κάμει τον καθένα από εκείνους που με το πέρασμα των γενεών πείθονται στις ολέθριες υποθήκες (συστάσεις) του· και έτσι, εμφανίζοντας αντί μιας πολλές αναδυόμενες κεφαλές σαν την λερναία ύδρα, δεν σταματά με αυτές να διαλαλεί στα ύψη την αδικία. Έτσι προσάρμοσε στο έρπον σώμα του Αρείους, Απολιναρίους, έτσι Ευνομίους, Μακεδονίους, και πολλούς άλλους που προσκολλήθηκαν σε αυτόν, και δια της γλώσσης αυτών άφησε το δηλητήριό του εναντίον της ιεράς Εκκλησίας. Εχρησιμοποίησε αντί των δικών του οδόντων τους λόγους εκείνων και έμπηξε αυτούς στην ευσεβή πίστιν κατά τα πρώτα της βήματα, σαν σε ρίζα νεαρού φυτού το όποιο θάλλει λαμπρώς και είναι γεμάτο ωραιοτάτους καρπούς, αλλά δεν μπόρεσε και να το καταστρέψει. Διότι συνετρίβη εις τους οδόντας του πάλι υπ’ αυτών των δηχθέντων, από αυτούς δηλ. που έκαμαν αληθώς κεφαλή εαυτών τον Χριστόν.
Αυτός λοιπόν ο νοητός και δια τούτο μάλλον επάρατος όφις, το πρώτο και μέσο και τελευταίο κακό, ο πονηρός και εκτρέφων παντοτινά την χαμερπή και γήινη πονηριά, ο ακάματος επιτηρητής της πτέρνης, δηλαδή της απάτης, ο εφευρετικότατος και αμηχάνως ευμήχανος προς κάθε ασεβή δοξασία σοφιστής, δεν έχει καθόλου λησμονήσει την οικεία κακοτεχνία του. Τώρα λοιπόν εισάγει διά των Λατίνων, που είναι πειθήνια όργανά του, νέους περί Θεού όρους, οι οποίοι φαίνεται μεν να έχουν μικρά παραλλαγή, αλλά γίνονται αφορμές μεγάλων κακών, φέρουν πολλά δεινά, εκφυλιστικά της ευσεβείας και άτοπα, και δεικνύουν σε όλους φανερά ότι και το παραμικρό στα σχετικά με τον Θεό δεν είναι μικρό. Διότι εάν στα εγκόσμια όντα, αφού δοθεί αρχικώς ένα άτοπον, τα άτοπα γίνονται πολλά, πώς δεν θα γίνουν μάλλον πολλά τα ατοπήματα, αφού δοθεί ασεβώς ένα άηθες επί της κοινής των όλων αρχής και των σχετικών με αυτήν αναπόδεικτων αρχών;
Προς τα ατοπήματα αυτά θα εξέπιπτε και φανερώς το γένος των Λατίνων, αν το μεγαλύτερο μέρος της κακοδοξίας δεν αναιρείτο από εμάς αντιλέγοντας στην καινοφωνία του δόγματος. Πράγματι τόσο πολύ ενίοτε υποχωρούν, ώστε να λέγουν ότι έχουν την ίδια με εμάς γνώμη, διαφωνούντες μόνο στους λόγους, ψευδολογούντες προς τον εαυτόν τους λόγω της στεναχώρου θέσεώς τους. Αφού όμως εμείς δεν δεχόμεθα την ύπαρξιν του άγιου Πνεύματος ως προερχομένη και από την υπόστασιν του Υιού, εκείνοι δε την δέχονται και από την του Υιού, είναι εντελώς αδύνατο να καταλήγουμε και οι δύο σε μία έννοια· διότι εις είναι ο μονογενής και μία η ύπαρξις του Πνεύματος. Η απόφασις λοιπόν αντίκειται προς την κατάφασιν και πάντοτε είναι ψευδής η μία, εάν είναι αληθής η άλλη· και δεν είναι δυνατό να είμαστε στη αλήθεια, όταν περί του ιδίου πράγματος αποδώσουμε και αρνηθούμε το αυτό.
Αλλά ότι πάντως όχι μόνον λέγουν αλλά και φρονούν τα αντίθετα προς εμάς, νομίζω ότι δεν θα αντιλέγει κανείς από τους ευ φρονούντων και μη ομοφρονούντων με εκείνους. Ότι δε αντιδογματίζουν όχι μόνον προς εμάς, αλλά και προς τον ίδιον τον λόγον της αληθείας, ο οποίος σε εμάς έχει διαφυλαχθεί αμείωτος και αναύξητος και εντελώς αμεταποίητος, όλοι εσείς τα γνωρίζετε ακριβώς και χωρίς απόδειξιν, εννοώ εσάς, το πλήρωμα των ευσεβών. Με τη βοήθεια του Θεού όμως τούτο θα δειχθεί και δι΄ αυτού του λόγου, ούτε ώστε «παν στόμα» που αντιλέγει να «φραχθεί» και οι αμφιρρέποντες να στηριχθούν προς μίαν ομολογίαν.
(Συνεχίζεται)
Πάλιν ο δεινός και αρχέκακος όφις σηκώνει την κεφαλή του εναντίον μας και σιγοψιθυρίζει τα αντίθετα προς την αλήθεια. Ή μάλλον, αφού η δική του κεφαλή συνετρίβει με τον σταυρό του Χρίστου, κεφαλή του κάμει τον καθένα από εκείνους που με το πέρασμα των γενεών πείθονται στις ολέθριες υποθήκες (συστάσεις) του· και έτσι, εμφανίζοντας αντί μιας πολλές αναδυόμενες κεφαλές σαν την λερναία ύδρα, δεν σταματά με αυτές να διαλαλεί στα ύψη την αδικία. Έτσι προσάρμοσε στο έρπον σώμα του Αρείους, Απολιναρίους, έτσι Ευνομίους, Μακεδονίους, και πολλούς άλλους που προσκολλήθηκαν σε αυτόν, και δια της γλώσσης αυτών άφησε το δηλητήριό του εναντίον της ιεράς Εκκλησίας. Εχρησιμοποίησε αντί των δικών του οδόντων τους λόγους εκείνων και έμπηξε αυτούς στην ευσεβή πίστιν κατά τα πρώτα της βήματα, σαν σε ρίζα νεαρού φυτού το όποιο θάλλει λαμπρώς και είναι γεμάτο ωραιοτάτους καρπούς, αλλά δεν μπόρεσε και να το καταστρέψει. Διότι συνετρίβη εις τους οδόντας του πάλι υπ’ αυτών των δηχθέντων, από αυτούς δηλ. που έκαμαν αληθώς κεφαλή εαυτών τον Χριστόν.
Αυτός λοιπόν ο νοητός και δια τούτο μάλλον επάρατος όφις, το πρώτο και μέσο και τελευταίο κακό, ο πονηρός και εκτρέφων παντοτινά την χαμερπή και γήινη πονηριά, ο ακάματος επιτηρητής της πτέρνης, δηλαδή της απάτης, ο εφευρετικότατος και αμηχάνως ευμήχανος προς κάθε ασεβή δοξασία σοφιστής, δεν έχει καθόλου λησμονήσει την οικεία κακοτεχνία του. Τώρα λοιπόν εισάγει διά των Λατίνων, που είναι πειθήνια όργανά του, νέους περί Θεού όρους, οι οποίοι φαίνεται μεν να έχουν μικρά παραλλαγή, αλλά γίνονται αφορμές μεγάλων κακών, φέρουν πολλά δεινά, εκφυλιστικά της ευσεβείας και άτοπα, και δεικνύουν σε όλους φανερά ότι και το παραμικρό στα σχετικά με τον Θεό δεν είναι μικρό. Διότι εάν στα εγκόσμια όντα, αφού δοθεί αρχικώς ένα άτοπον, τα άτοπα γίνονται πολλά, πώς δεν θα γίνουν μάλλον πολλά τα ατοπήματα, αφού δοθεί ασεβώς ένα άηθες επί της κοινής των όλων αρχής και των σχετικών με αυτήν αναπόδεικτων αρχών;
Προς τα ατοπήματα αυτά θα εξέπιπτε και φανερώς το γένος των Λατίνων, αν το μεγαλύτερο μέρος της κακοδοξίας δεν αναιρείτο από εμάς αντιλέγοντας στην καινοφωνία του δόγματος. Πράγματι τόσο πολύ ενίοτε υποχωρούν, ώστε να λέγουν ότι έχουν την ίδια με εμάς γνώμη, διαφωνούντες μόνο στους λόγους, ψευδολογούντες προς τον εαυτόν τους λόγω της στεναχώρου θέσεώς τους. Αφού όμως εμείς δεν δεχόμεθα την ύπαρξιν του άγιου Πνεύματος ως προερχομένη και από την υπόστασιν του Υιού, εκείνοι δε την δέχονται και από την του Υιού, είναι εντελώς αδύνατο να καταλήγουμε και οι δύο σε μία έννοια· διότι εις είναι ο μονογενής και μία η ύπαρξις του Πνεύματος. Η απόφασις λοιπόν αντίκειται προς την κατάφασιν και πάντοτε είναι ψευδής η μία, εάν είναι αληθής η άλλη· και δεν είναι δυνατό να είμαστε στη αλήθεια, όταν περί του ιδίου πράγματος αποδώσουμε και αρνηθούμε το αυτό.
Αλλά ότι πάντως όχι μόνον λέγουν αλλά και φρονούν τα αντίθετα προς εμάς, νομίζω ότι δεν θα αντιλέγει κανείς από τους ευ φρονούντων και μη ομοφρονούντων με εκείνους. Ότι δε αντιδογματίζουν όχι μόνον προς εμάς, αλλά και προς τον ίδιον τον λόγον της αληθείας, ο οποίος σε εμάς έχει διαφυλαχθεί αμείωτος και αναύξητος και εντελώς αμεταποίητος, όλοι εσείς τα γνωρίζετε ακριβώς και χωρίς απόδειξιν, εννοώ εσάς, το πλήρωμα των ευσεβών. Με τη βοήθεια του Θεού όμως τούτο θα δειχθεί και δι΄ αυτού του λόγου, ούτε ώστε «παν στόμα» που αντιλέγει να «φραχθεί» και οι αμφιρρέποντες να στηριχθούν προς μίαν ομολογίαν.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου