Η ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ: Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ.
RAIMON PANIKKAR.
Για μία αλλαγή νοοτροπίας!
Πρόκειται για ένα μανιφέστο σχεδόν του διαλόγου ανάμεσα στις θρησκείες, της αναγκαιότητος του, των περιεχομένων του και της μεθόδου του.
Παρότι «θρησκεία» είναι μία αρχαία λατινική λέξη και η σύγχρονη της εννοιολόγηση είναι σχετικώς μοντέρνα και μονοσήμαντη, τα ανθρώπινα όντα γνώρισαν πάντοτε κάτι το θρησκευτικό. Ο άνθρωπος είναι «homo religious», θρησκευτικό όν, απο την στιγμή που το ανθρώπινο γένος έθεσε πάντοτε καθοριστικές ερωτήσεις. Αυτές οι ερωτήσεις ακριβώς είναι και η αφορμή τής πιό βαθειάς επικοινωνίας ανάμεσα στα πρόσωπα (και οι ερωτήσεις επιδιώκουν πάντοτε τον διάλογο) και είναι φρούτο μίας κλήσεως απο τις οποίες προηγείται.
ΜΙΑ ΖΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ.
Είναι φυσικό και αναπόφευκτο οι θρησκείες του κόσμου να συναντώνται η μία με την άλλη. Μερικές φορές ειρηνικά αλλά πιό συχνά σάν αντίπαλοι και μ’έναν τρόπο καθαρά πολεμικό. Αυτές οι συναντήσεις οφείλονται συνήθως σε πολιτικές και οικονομικές δραστηριότητες. Πόλεμοι, μεταναστεύσεις, εμπόριο, όπως και οι προσωπικές συναντήσεις ταξιδευτών, σκλάβων, εμπόρων και μισθοφόρων, προσέφεραν όλα αυτά, στις αμοιβαίες επιρροές των θρησκειών.
Η συνάντηση των θρησκειών είναι τόσο ζωτική που πραγματικά όλες σχεδόν οι μεγάλες σημερινές θρησκείες είναι οι καρποί αυτών των συναντήσεων. Τί πράγμα θα ήταν σήμερα ο Χριστιανισμός χωρίς τον βαθύ συγκρητισμό που φύτρωσε απο τις θρησκευτικές του ρίζες, τις εβραϊκές, τις ελληνικές, τις ρωμαϊκές, και τις Γερμανικές;
Τί πράγμα θα ήταν αυτό που ονομάζουμε Ινδουϊσμό, χωρίς την συνεισφορά τόσων θρησκειών της κάτω Ινδίας;
Παρ’όλα αυτά, αυτό που κάποτε συνέβαινε με αργή αφομοίωση, με οσμώσεις και αντιδράσεις σε αυθόρμητες συναντήσεις ή με συνειδητές επιδιώξεις, σήμερα έχει επιταχυνθεί υπερβολικά. Σήμερα ο διάλογος δέν είναι πολυτέλεια ή μία δευτερεύουσα ιστορία. Η πανταχού παρουσία της επιστήμης και της μοντέρνας τεχνολογίας, των παγκοσμίων αγορών, των διεθνών οργανισμών και των υπερεθνικών ομοσπονδιών, όπως και οι απειράριθμες μεταναστεύσεις των εργαζομένων και η φυγή εκατομμυρίων προσφύγων -για να μήν μιλήσουμε για τους τουρίστες-καθιστά την συνάντηση των θρησκειών και των πολιτισμών αναπόφευκτη και απαραίτητη ταυτοχρόνως. Τα σύγχρονα προβλήματα δικαιοσύνης, οικολογίας, και ειρήνης απαιτούν αμοιβαία κατανόηση των λαών του κόσμου, κάτι που είναι αδύνατον να επιτευχθή χωρίς διάλογο.
Αυτή η ζωτική ανάγκη λαμβάνει χώρα σε τρία ξεχωριστά επίπεδα.
Σε προσωπικό επίπεδο.
Ο σύγχρονος ατομικισμός και ιδιαιτέρως στις Δυτικές Χώρες, φιλτράρεται αργά και αθόρυβα μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση εώς ότου γίνει ένα βασικό στοιχείο του μοντέρνου μύθου. Αυτός ο ατομικισμός λοιπόν αφήνει χώρο σιγά-σιγά, στην ίδια την Δύση, στην λεγόμενη ήδη διαλογική φιλοσοφία. «Η ύπαρξη είναι συνύπαρξη», «Το Είναι είναι Είναι-πρός», το «Εγώ και το Εσύ είναι ουσιαστικώς συνυφασμένα» η «Οικολογία είναι οικοσοφία», «η σκέψη είναι σκέψη διαλογική», «ο άνθρωπος είναι ανδρόγυνος», «η ελευθερία αυξάνει με την αναγνώριση της ανάγκης», «Δέν υπάρχει ιδιωτική γλώσσα», «η πραγματικότης είναι κοσμοθεανδρική». Αυτές είναι μόνον μερικές σύντομες εκφράσεις που δείχνουν την επαναπόκτηση μίας αρχαίας συνειδητότητος, παρότι, σε ένα καινούργιο επίπεδο.
Θα μπορούσαμε να συνθέσουμε ίσως την προβληματική μας σε μία φράση: ο άνθρωπος δέν είναι ένα άτομο, μία μονάδα, αλλά ένα πρόσωπο, μία δέσμη σχέσεων. Και οι σχέσεις οι ανθρώπινες απαιτούν τον διάλογο.
Εν τέλει χωρίς διάλογο, χωρίς μία διαλογική ζωή, ο άνθρωπος δέν μπορεί να αποκτήσει μία ολοκληρωμένη ανθρωπινότητα. Ο άνθρωπος είναι animal loquens, ένα εκφραστικό ζώο. Αλλά γλωσσικά, δέν πρόκειται για μία απλή εξωτερική επικοινωνία, είναι περισσότερο εσωτερική επικοινωνία. Ο διάλογος δέν μπορεί να περιοριστεί σε μία ατομική ανταλλαγή ιδεών με τους διπλανούς μας. Ο άνθρωπος δέν μπορεί να μειωθεί σε άτομο. Η αρχή της εξατομικεύσεως πρέπει να διακριθεί απο την αρχή της μοναδικότητος. Μία ανθρωπολογία που δέν στηρίζεται στον κατακερματισμό, θα έπρεπε να δείξη πώς ο άνθρωπος είναι (και όχι μόνον έχει) σώμα, ψυχή, κοινωνία (πόλις) και κόσμος (αιών), στα οποία θα’πρεπε να προσθέσουμε, πνεύμα.
Ούτε ο διάλογος μπορεί να περιοριστεί σε μικρότερης αξίας θέματα. Οι έσχατες ερωτήσεις της ανθρώπινης υπάρξεως απαιτούν πάνω απο μίαν απλή έρευνα γύρω απο τις επιλογές των άλλων. Απαιτούν να εισέλθουμε βαθειά μέσα στο μυστήριο το ίδιο της πραγματικότητος. Ο διαλογισμός απαιτεί το άκουσμα, και σαν τέτοιο φέρνει τον διάλογο. Με μία λέξη: ο άνθρωπος είναι ένα διαλογικό όν. Ο διάλογος είναι μία αναγκαιότης για τον άνθρωπο. Φυσικά, αυτό δέν σημαίνει κενή αργολογία, αλλά αγνό θρησκευτικό διάλογο - που είναι δύσκολος χωρίς μία αυθεντική λειτουργική ζωή.
Σε επίπεδο των θρησκευτικών παραδόσεων.Αρχισαν να γκρεμίζονται πλέον τα τείχη του Βερολίνου, των ατομικιστικών θρησκευτικών συμπεριφορών, μαζί με όλο το σύστημα της αποκλειστικής πίστεως. Όχι μόνον απο μία κοινωνιολογική άποψη, παρατηρείται πλέον καθαρά το γεγονός πώς τα πλήθη ζούν σ’ένα «σουπερμάρκετ» εθνικών ομάδων, θρησκευτικών οδών και life style. Ακόμη και ανθρωπολογικά λοιπόν, δέν μπορούμε πλέον να κλειστούμε πίσω απο την σιγουριά κάθε «ορθοδοξίας». Στο σχολείο, στον τόπο εργασίας, στην οικογένεια, ακόμη και στο internet, οι θρησκευτικές θέσεις (και οι αντιθρησκευτικές), ακόμη και οι πιό αντιθετικές, βρίσκονται σε στενή επαφή, κάτι που ενοχλεί επίσης μερικές φορές.
Η μοντέρνα ζωή μάς προκαλεί και μάς αμφισβητεί μέχρι τα θρησκευτικά βάθη τού Είναι μας. Προκειμένου δέ να διατηρήσουμε ακόμη και μία επιφανειακή νοητική ειρήνη, οι θρησκευτικοί προβληματισμοί απωθούνται και η θρησκεία είναι πρακτικώς εξόριστη απο τα σχολεία και γενικώς απο την κοινή ζωή. Και μοιραίως το θρησκευτικό πλαίσιο ψάχνει αλλού την έκφραση του, και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο. Κάτι που δέν ικανοποιεί εκτός των άλλων ούτε εμάς τους ίδιους. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε με άλλον τρόπο την θρησκευτική μας ώθηση.
Η ανίερη Δύση δέν έμαθε ακόμη τίποτε απο την ισχυρή διαμαρτυρία του Ισλάμ, γύρω απο την τιμή που πληρώνουμε θέλοντας να υποχρεώσουμε τους πάντες να προσαρμοστούν στο ίδιο ισοπεδωτικό μοντέλλο της μοντέρνας ζωής.
Οι θρησκείες σαν θεσμοί, όσο ελαστικές και ελαφρές κι’άν είναι οι δομές τους, δέν μπορούν απλά να αποφύγουν τους ασυγκράτητους πλέον ανέμους του Οικουμενισμού.
Σε όλα τα επίπεδα ανατέλλουν όλων των ειδών οι αμοιβαίες επιρροές, αδιαχώριστες όπως είναι απο τους τελικούς εκλεκτισμούς, συγκρητισμούς, διαπολιτισμούς και φονταμενταλισμούς κάθε είδους. Και δυστυχώς όλα αυτά τα φαινόμενα είναι αδύνατον να μήν ανθίσουν απο όλες αυτές τις αναπόφευκτες συναντήσεις.
Υπήρξαν πάντοτε αμοιβαίοι επηρεασμοί. Αλλά τώρα οι άνεμοι δέν πνέουν μόνον απο τις πιό ασυνήθιστες γωνίες, δηλαδή απο παντού, αλλά διπλασιάζουν και την δύναμί τους, τόσο ώστε κανείς πλέον δέν εμπιστεύεται εύκολα μία μόνον πυξίδα για καθοδήγηση.
Συντομεύοντας ας τονίσουμε πώς οι θρησκευτικές παραδόσεις είναι καταδικασμένες σε ναυάγιο εάν κλειδαμπαρώνονται και προσπαθούν να βγούν ακέραιες απο την καταιγίδα αυτής της μάχης των διαφόρων ρευμάτων επιρροής. Και για τον ίδιο λόγο θα χάσουν τα αγκυροβόλια τους και την δική τους αυθεντική ταυτότητα εάν επιμείνουν να αποφύγουν τους κινδύνους της ανοιχτής θαλάσσης ψάχνοντας καταφύγιο στο παρελθόν. Θα μπορούσαμε να πούμε πώς τελείωσε ο χρόνος των θρησκευτικών κομματικών πολιτικών. Αλλά και να αποτινάξουμε απο πάνω μας όλες τις παραδόσεις και να ξεριζώσουμε κάθε έθιμο βαθειά ριζωμένο, δέν θα απαλλάξει την ανθρωπότητα απο νέους θρησκευτικούς πολέμους και απο το χάος που θα δημιουργηθεί θα μπορούσαν να φυτρώσουν νέες αντιφατικές μορφές θρησκείας.
Ο διάλογος ξετυλίγεται στη μέση του δρόμου ανάμεσα στο Παλαιό και στο νέο και καθιστά δυνατή μία δημιουργική μεταμόρφωση των ιστορικών παραδόσεων. Χωρίς διάλογο, οι παραδόσεις κλείνονται στον εαυτό τους ή κοιμούνται στα λιμάνια. Αντιθέτως σήμερα όμως, φαίνεται πλέον καθαρά πώς καμμία παράδοση δέν έχει αρκετή δύναμη καθ’εαυτή για να πραγματοποιήσει πρακτικά τον ρόλο που αυτοανακήρυξε. Ή θα ανοίξουν ή μία στην άλλη ή θα εκφυλιστούν.
Σε ιστορικό επίπεδο.
Ο άνθρωπος δέν μπορεί να ζήσει με την πλατειά και βαθειά έννοια του όρου, χωρίς θρησκεία. Η μοίρα της ανθρωπότητος εξαρτάται απο το γεγονός πώς μία αγνή θρησκευτικότης συνδέει συγχρόνως τους ανθρώπους στην πραγματικότητα, στην ολότητα τους και σώζει την ελευθερία τους (ον-τονομία). Μόνο που και η μοίρα της γής παίζεται πλέον. Οι πόλεμοι των ανθρώπων δέν σκοτώνουν μόνον τα πρόσωπα και τις κουλτούρες των, αλλά σπέρνουν την καταστροφή και στον κόσμο της φύσεως. Ο μοντέρνος πόλεμος δέν είναι πλέον μόνον μία ανθρώπινη υπόθεση. Είναι οικολογικά ανεύθυνο να κινητοποιούμε στρατιές χιλιάδων στρατιωτικών και μηχανών του πολέμου για να υπερασπιστούμε την καθεστηκυία πολιτική ή οικονομική τάξη. Οι δικαιολογημένες οικολογικές διαμαρτυρίες μπορούν πλέον να ακουστούν παντού.
Όμως η απλή οικο-λογία δέν φτάνει. Υπάρχει ανάγκη επίσης ενός διαλόγου με την γή. Κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί οικοσοφία. Η γή δέν είναι ένα απλό αντικείμενο, είναι και υποκείμενο, ένα Εσύ για μας, με το οποίο πρέπει να μάθουμε να εισερχόμαστε σε διάλογο. Έτσι ίσως μπορέσουμε να ανακαλύψουμε πώς η οικοσοφία έχει έναν κάποιο αποκαλυπτικό ρόλο. Ο διάλογος μας με την γή μπορεί να φανερώσει πώς είναι τα πράματα. Για το μέλλον της γής. Εάν ακούσουμε, η ίδια η γή μπορεί να μας φανερώσει, με θεϊστικούς όρους, την θέληση του Θεού αναφορικά με την ευθύνη του ανθρώπου πάνω σ’αυτόν τον πλανήτη. Ή για να χρησιμοποιήσουμε την γλώσσα της ιστορίας των θρησκειών, η αποκάλυψη της υπερβατικότητος σήμερα δέν περνά μόνον απο το Σινά, απο το βουνό Μερού, απο το Κιλιμάντζαρο κ.α., όλη η γή μάς λέει πώς η μοίρα μας είναι δεμένη σ’αυτή.
Εάν δέν πραγματοποιηθεί μία αληθινή θρησκευτική συνάντηση ανάμεσα σε μας και την γή, θα εκμηδενίσουμε τελικώς την ζωή πάνω στην ίδια την γή. Ο διάλογος των θρησκειών δέν είναι μόνον ένα ακαδημαϊκό θέμα ή μία εκκλησιαστική ευθύνη ή κάτι επισήμως θρησκευτικό και ακόμη λιγότερο μία καινούργια μόδα, διότι οι θρησκείες και τα τυπικά τους έχουν καταντήσει βαρετά ή επειδή ο αριθμός των θρησκευομένων συνεχώς ελαττούται. Αυτός ο διάλογος είναι το πεδίο στο οποίο η ιστορική μοίρα τής ανθρωπότητος μπορεί να διεκπεραιωθεί ειρηνικά.
Χωρίς έναν τέτοιο διάλογο, ο κόσμος θα υποστεί μία αληθινή προσβολή. Και εδώ είναι αποφασιστικής σημασίας η πράξη και γι’αυτό καθένας μας πρέπει να προσφέρει την οβολό του, την συμμετοχή του. Χωρίς να ξεχνούμε όμως πώς το επείγον του έργου αυτού δέν πρέπει να μας κάνει να ξεχάσουμε την σπουδαιότητα άλλων πλευρών του διαλόγου. Η καλή θέληση απο μόνη της δέν είναι αρκετή, ούτε σήμερα.
[Ας σημειώσουμε ότι ο Ινδουϊσμός, απεχθανόμενος την ιστορία, την προσλαμβάνει με την έννοια της Γής και της οικολογίας].
Για την Ορθόδοξη Εκκλησία οι επαφές, οι συνομιλίες, οι συνεννοήσεις και με μια λέξη ο διάλογος, είναι πράξεις συνυφασμένες με το είναι Της.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΤΟΣΟ ΕΥΠΙΣΤΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ή ΜΑΣ ΚΥΡΙΕΥΣΕ Η ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου