Mια μέρα, του είπε η μητέρα του (στον μικρό Γαβριήλ τον μετέπειτα Ιερομόναχο Χατζηγέωργη) με καλωσύνη:
– Γαβριήλ, παιδί μου, πήγαινε στην Εκκλησία και παρακάλεσε την Παναγία να σε βοηθήση να μάθης γράμματα [δεν μπορούσε να μάθει γράμματα και δεν πήγαινε στο σχολείο].
Στην ενορία τους υπήρχε Θαυματουργός Εικόνα της Θεοτόκου. Ο μικρός Γαβριήλ, αφού έκανε τριήμερο νηστεία και πολλές μετάνοιες εδαφιαίες -με τις ώρες-, ξεκίνησε νύχτα για την Εκκλησία να προσευχηθή για να μην τον ιδούν οι άνθρωποι.
Μόλις έφθασε στον Νάρθηκα, έπεσε στο κατώφλι της θύρας του Ναού και με ευλάβεια και με δάκρυα προσκύνησε απ’ έξω, διότι η θύρα ήταν κλειστή.
Ενώ παρακαλούσε την Παναγία· «Δώσε μου, Βασίλισσα του Ουρανού, να μάθω γράμματα!», ξαφνικά άνοιξαν οι πόρτες τής Εκκλησίας, και μπήκε η Θεοτόκος· και παίρνοντας τον μικρό από το χέρι, τον έφερε στην Εικόνα του Χριστού και είπε:
– Υιέ μου, δώσε στον μικρό Γαβριήλ να μάθη γράμματα.
Κι όπως έλεγε αργότερα ο ίδιος:
Μ’ αυτά τα λόγια μ’ ευλόγησε με το Χέρι Της, μ’ ασπάσθηκε και είπε:
– Τώρα, έμαθες γράμματα.
Και μετά μπήκε στην βόρεια πύλη του Ιερού.
Βλέποντας ο Γαβριήλ ότι δεν βγαίνει, πήγε εκεί. Έψαξε και σε όλη την Εκκλησία, αλλά δεν μπόρεσε να την βρη!
Ήλθε μετά η ώρα της ακολουθίας· έφτασε και ο νεωκόρος για να σημάνη και βλέπει τις πόρτες ανοιχτές και τον Γαβριήλ μέσα στον Ναό! Τάχασε και ρώτησε με έκπληξη!
– Πώς βρέθηκες εδώ;
Ο Γαβριήλ του διηγήθηκε με λεπτομέρεια όλα όσα συνέβησαν. Ο Νεωκόρος για να διαπιστώσει την αλήθεια, του έδωσε ένα βιβλίο να διαβάση, και ο Γαβριήλ άρχισε να διαβάζη ωραία και καθαρά.
Τότε ο νεωκόρος του είπε:
-Πράγματι, Εκείνη η γυναίκα ήταν η Παναγία!
Μετά από αυτό το θείο γεγονός, που έμαθε γράμματα με θεϊκό τρόπο ο μικρός, οι γονείς του και όλοι οι συγγενείς του τον είχαν σε ευλάβεια.
– Γαβριήλ, παιδί μου, πήγαινε στην Εκκλησία και παρακάλεσε την Παναγία να σε βοηθήση να μάθης γράμματα [δεν μπορούσε να μάθει γράμματα και δεν πήγαινε στο σχολείο].
Στην ενορία τους υπήρχε Θαυματουργός Εικόνα της Θεοτόκου. Ο μικρός Γαβριήλ, αφού έκανε τριήμερο νηστεία και πολλές μετάνοιες εδαφιαίες -με τις ώρες-, ξεκίνησε νύχτα για την Εκκλησία να προσευχηθή για να μην τον ιδούν οι άνθρωποι.
Μόλις έφθασε στον Νάρθηκα, έπεσε στο κατώφλι της θύρας του Ναού και με ευλάβεια και με δάκρυα προσκύνησε απ’ έξω, διότι η θύρα ήταν κλειστή.
Ενώ παρακαλούσε την Παναγία· «Δώσε μου, Βασίλισσα του Ουρανού, να μάθω γράμματα!», ξαφνικά άνοιξαν οι πόρτες τής Εκκλησίας, και μπήκε η Θεοτόκος· και παίρνοντας τον μικρό από το χέρι, τον έφερε στην Εικόνα του Χριστού και είπε:
– Υιέ μου, δώσε στον μικρό Γαβριήλ να μάθη γράμματα.
Κι όπως έλεγε αργότερα ο ίδιος:
Μ’ αυτά τα λόγια μ’ ευλόγησε με το Χέρι Της, μ’ ασπάσθηκε και είπε:
– Τώρα, έμαθες γράμματα.
Και μετά μπήκε στην βόρεια πύλη του Ιερού.
Βλέποντας ο Γαβριήλ ότι δεν βγαίνει, πήγε εκεί. Έψαξε και σε όλη την Εκκλησία, αλλά δεν μπόρεσε να την βρη!
Ήλθε μετά η ώρα της ακολουθίας· έφτασε και ο νεωκόρος για να σημάνη και βλέπει τις πόρτες ανοιχτές και τον Γαβριήλ μέσα στον Ναό! Τάχασε και ρώτησε με έκπληξη!
– Πώς βρέθηκες εδώ;
Ο Γαβριήλ του διηγήθηκε με λεπτομέρεια όλα όσα συνέβησαν. Ο Νεωκόρος για να διαπιστώσει την αλήθεια, του έδωσε ένα βιβλίο να διαβάση, και ο Γαβριήλ άρχισε να διαβάζη ωραία και καθαρά.
Τότε ο νεωκόρος του είπε:
-Πράγματι, Εκείνη η γυναίκα ήταν η Παναγία!
Μετά από αυτό το θείο γεγονός, που έμαθε γράμματα με θεϊκό τρόπο ο μικρός, οι γονείς του και όλοι οι συγγενείς του τον είχαν σε ευλάβεια.
Από το βιβλίο του Αγίου Παϊσίου, ο “Γέρων Χατζη-Γεώργης ο Αθωνίτης (1809-1886)»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου