Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΕΡΓΙΟΥ ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΟΦ, «Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ» (30)-επανάληψη

ΙΙΙ.  ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΙΧΤΕ
2.  Για την πραγματικότητα
          
«Εφ’ όσον λέμε, πως το Εγώ αυτο-προσδιορίζεται, αποδίδουμε στο Εγώ την απόλυτην πραγματικότητα. Το Εγώ μπορεί να ορισθή μόνον ως πραγματικότητα, γιατί έχει τεθή ως πραγματικότητα, και δεν έχει τεθή καμμιά άρνηση σ’ αυτό. Και παρ’ όλ’ αυτά, (λέμε πως…) έπρεπε να είναι καθορισμένο μέσα απ’ τον ίδιον του τον εαυτό: το οποίο δεν μπορεί όμως να σημαίνη, πως αναιρείται σ’ αυτό η πραγματικότητα· γιατί θα περιερχόταν τότε άμεσα σε αντίφαση προς τον εαυτό του· αυτό (που λέμε…) σημαίνει αντίθετα, πως το Εγώ ορίζει την πραγματικότητα, και μέσω αυτής τον εαυτό του. Θέτει (μάλιστα…) κάθε πραγματικότητα απολύτως ποσοτικά, χωρίς να υπάρχη, έξω απ’ αυτήν την πραγματικότητα, και καμμιά άλλη. Η πραγματικότητα αυτή έχει τεθή στο Εγώ, το οποίο και ορίζεται, καθ’ όσον ορίζεται και η πραγματικότητα». «Το Μη-Εγώ αντιτίθεται στο Εγώ· και υπάρχει σ’ αυτό άρνηση, όπως υπάρχει στο Εγώ πραγματικότητα. Εφ’ όσον τίθεται στο Εγώ η απόλυτη πραγματικότητα, πρέπει να τεθή υποχρεωτικά στο Μη-Εγώ η απόλυτη άρνηση· αλλά και η ίδια η άρνηση πρέπει να τεθή απολύτως». Και: «Όσα μέρη τής άρνησης θέτει το Εγώ στον εαυτό του, τόσα μέρη τής πραγματικότητας θέτει και στο Μη-Εγώ».

«Πηγή κάθε πραγματικότητας είναι το Εγώ. Η ίδια η έννοια της πραγματικότητας υπάρχει κατ’ αρχάς μέσα από και με το Εγώ. Το Εγώ όμως υπάρχει, επειδή (ως γνωστόν!...) τίθεται, καιτίθεται, επειδή υπάρχει. Και γι’ αυτό ταυτίζονται ο αυτο-προσδιορισμός και το Είναι. Ταυτίζονται όμως και οι έννοιες του αυτο-προσδιορισμού και της δράσης (ή ενέργειας…) γενικώς. Το συμπέρασμα: κάθε πραγματικότητα είναι ενεργητική, και κάθε τι το ενεργητικό είναι πραγματικότητα. Η δράση ή ενέργεια αποτελεί θετικήν… πραγματικότητα». «Το πάθος, ή το βάσανο (του Εγώ – Μπ.) είναι θετική άρνηση, και αντίθετο άρα στην απλώς και μόνο σχετικήν άρνηση», και πρόκειται μάλιστα για ποσοτικήν άρνηση, «γιατί η απλή άρνηση της ενέργειας, χωρίς την ποσότητα της ενέργειας, ισοδυναμεί με το 0, = 0, και θα αποτελούσε ησυχία». «Το Μη-Εγώ δεν έχει καθ’ εαυτό καμμιάν πραγματικότητα· αποκτά (έχει…) όμως πραγματικότητα, εφ’ όσον το Εγώ υποφέρει», «εφ’ όσον» δηλ. «το Εγώ προσβάλλεται και ερεθίζεται». 

       Και λέει χαρακτηριστικά ο Φίχτε: «Κάθε πιθανό κατηγορούμενο του Εγώ δηλώνει και έναν περιορισμό του. Το υποκείμενο Εγώ, είναι αυτό που αυτόχρημα ενεργεί και είναι. Με το κατηγορούμενο (π.χ. φαντάζομαι κάτι…, τείνω προς κάτι… κ.τ.λ.) περικλείεται αυτή η ενέργεια σε μιαν περιορισμένη σφαίρα».

       Ενώ ακολουθεί μετά ένας εντελώς τυπικός ‘σπινοζισμός’ για το Εγώ: «Εφ’ όσον θεωρείται το Εγώ ως αυτό που περιέχει ολόκληρην την προσδιορισμένην περιοχή κάθε πραγματικότητας, αποτελεί ουσίαν. Και καθ’ όσον τίθεται σε μια μη-προσδιορισμένη σφαίρα… αυτής τής περιοχής, είναι τυχαίο (ή: δυστυχισμένο – akzidentiell… )· ή υπάρχει σ’ αυτό ένα τυχαίο συμβάν». «Καμμιά ουσία δεν είναι» όμως «νοητή, χωρίς να σχετίζεται προς ένα τυχαίο συμβάν: γιατί το Εγώ καθίσταται ουσία, όταν τεθούν κατ’ αρχάς πιθανές σφαίρες στην απόλυτην περιοχή· οι πραγματικότητες γεννιούνται μέσα από πιθανά, κατ’ αρχάς, τυχαία συμβάντα· γιατί έξω απ’ αυτά τα τυχαία συμβάντα, θα ήταν όλη η πραγματικότητα Ένα».

«Η ουσία υπόκειται σε κάθε, γενικώς, αλλαγή: το τυχαίο συμβάν είναι κάτι το καθορισμένο, το οποίο αλλάζει, με κάτι άλλο που (κι αυτό…) αλλάζει. Υπάρχει πρωταρχικά μόνο μια ουσία, το Εγώ. Και υπάρχουν σ’ αυτήν τη μιαν ουσία όλα τα πιθανά τυχαία συμβάντα, όλες αρα οι δυνατές πραγματικότητες». Ο Φίχτε συνάγει και τη γένεση περαιτέρω, παραγόμενων τρόπον τινά ουσιών, απ’ τα τυχαία συμβάντα στην περιοχή την οποίαν και εξετάζει, οι οποίες ωστόσο ουσίες βασίζονται όλες στη Μιαν ουσία – το Εγώ. Εδώ παραμένει όμως εντελώς ανοιχτό το ερώτημα, αν είναι αυτή η ουσία το ιδιαίτερο και ατομικό Εγώ, καθώς και το πώς συμπεριφέρεται τότε στην πολλαπλότητα των Εγώ, ή και πώς θα κατανοήσουμε, αν θεωρηθή αυτή η ουσία ως το γενικό Εγώ, τη σχέση τού ιδιαίτερου προς το καθολικό Εγώ. Και δεν απαντά σ’ αυτό ο Φίχτε, καθώς δεν συνιστά βέβαια απάντηση η σύντομη και ‘σκοτεινή’ παρατήρησή του, στην ομιλία του «Για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου», πως «όλα τα άτομα περιλαμβάνονται στη Μιαν και μεγάλην ενότητα του καθαρού πνεύματος», ή και πως «αυτό είναι δικό μου, που είμαι Εγώ: ο καθένας, που είναι Εγώ». Το Εγώ έχει ωστόσο την ιδιότητα, να σκέπτεται και να αισθάνεται στον ενικό, και μάλιστα, όχι μόνο στο πρώτο, αλλά και στο μοναδικό πρόσωπο. Και δεν υπάρχει καμμιά λογική μετάβαση απ’ αυτό το Εγώ προς το ξένο Εγώ ή Εσύ.

        Ενδιαφέρουσες είναι και οι εξής αποστροφές: «Ανεξερεύνητες και εντελώς μέσα στο σκοτάδι έχουν παραμείνει, απ’ τη μια μεριά εκείνη η ενέργεια του Εγώ, μέσω τής οποίας και διακρίνεται ή συγκρίνεται το ίδιο ως ουσία και τυχαίο συμβάν, κι απ’ την άλλην εκείνο, το οποίο και προτρέπη να αναλάβη μιαν τέτοιαν ενέργεια το Εγώ· που θα μπορούσε να είναι (αυτό το τελευταίο…) και μια επίδραση του Μη-Εγώ… Η πραγματική όμως και υψίστη εργασία, που περιέχει κι όλες τις άλλες εργασίες, είναι η εξής: πώς θα μπορούσε να επιδράση άμεσα το Εγώ στο Μη-Εγώ, ή το Μη-Εγώ στο Εγώ, εφ’ όσον πρέπει να αντιτίθενται αμφότερα, παντελώς το ένα στο άλλο». Προστίθενται λοιπόν συνέχεια καινούργιοι ‘κρίκοι’ ανάμεσα στα δυό, αλλά παραμένει πάντοτε το σημείο εκείνο, ‘στο οποίο και συναντώνται άμεσα το Εγώ και το Μη-Εγώ». «Μπορεί όμως να κοιτάξη κανείς αυτό το θέμα κι από μιαν άλλην πλευρά. – Καθ’ όσον περιορίζεται το Εγώ απ’ το Μη-Εγώ, έχει ένα πέρας· καθ’ εαυτό όμως, και έτσι όπως τίθεται και προσδιορίζεται απ’ την ίδιαν του την απόλυτην ενέργεια, είναι άπειρο. Κι είναι αυτά τα δυό, το άπειρο και το πεπερασμένο, που πρέπει να ενωθούν σ’ αυτό. Μια συνένωση, που είναι όμως καθ’ εαυτή αδύνατη».

       «Κατόπιν αυτού, δεν μπορεί να διαλυθή αυτή η αντίφαση (μεταξύ φωτός και σκότους – Μπ.) παρά ως εξής: το φως και το σκοτάδι δεν υπάρχουν καν σε αντιπαράθεση, αλλά διακρίνονται μόνον και μόνον ως προς τον βαθμό   (( Σημ. τ. μετ: «Ποιά η σχέση ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι…», ακούμε στο Ευαγγέλιο. Καμμιά! )) . Το σκοτάδι δεν είναι παρά μια ελάχιστη ποσότητα φωτός. – Και ακριβώς έτσι συμβαίνει μεταξύ Εγώ και Μη-Εγώ».

         Εξερευνώντας τις περαιτέρω (πιθανές…) «συνθέσεις» Εγώ και Μη-Εγώ, και την «ανεξάρτητην ενέργειά τους» (μια αποδοτική κατά τα άλλα, και ασαφής όμως θεώρηση), επιστρέφει ξανά ο Φίχτε στο πρόβλημα του σημείου εκείνου, στο οποίο και συναντώνται άμεσα το Εγώ και το Μη-Εγώ. «Καθ’ όσον δεν πρέπει να θέση κάτι το Εγώ στον εαυτό του, είναι το ίδιο (ένα…) Μη-Εγώ. Καθώς όμως πρέπει, ωστόσο, να είναι (να υπάρχη…), πρέπει και να θέτη: κι εφ’ όσον δεν πρέπει να θέση στο (ίδιο το…) Εγώ, πρέπει να θέση στο Μη-Εγώ». «Το ότι δεν θέτει κάτι το Μη-Εγώ στο Εγώ ή το ότι το αρνείται, σημαίνει ότι το Μη-Εγώ δεν θέτει τίποτα στο Εγώ, αλλά απλώς και μόνον καταργεί· αντιπαρατίθεται άρα ως προς την ποιότητα στο Εγώ και το προσδιορίζει πραγματικά. – Το ότι δεν θέτει όμως το Εγώ κάτι στο Εγώ, δεν σημαίνει πως δεν θέτει και γενικώς τίποτα· γιατί θέτει βέβαια, με το να μη θέτη κάτι, ή θέτοντάς το ως άρνηση· θέτει άρα μόνον εν μέρει. Αντιπαρατίθεται άρα το Εγώ όχι ως προς την ποιότητα, αλλά μόνον ως προς την ποσότητα στον εαυτό του· και αυτο-προσδιορίζεται άρα μόνον ιδεαλιστικά. Το ότι δεν θέτει κάτι στον εαυτό του, και το ότι το θέτει αυτό στο Μη-Εγώ, αυτά τα δυό ταυτίζονται· το Εγώ δεν είναι άρα διαφορετικά αιτία τής πραγματικότητας του Μη-Εγώ, απ’ ό,τι είναι αιτία τού αυτο-προσδιορισμού του και του πάθους του· είναι δηλ.μια ιδανική απλώς αιτία. Κι αυτό που τίθεται απλώς ιδεαλιστικά (ιδεωδώς…) στο Μη-Εγώ πρέπει να γίνη η πραγματική αιτία ενός πάθους στο Εγώ, η ιδανική αιτία πρέπει να γίνη πραγματική». Το ερώτημα τώρα, «πώς μπορεί να γίνη η πραγματική αιτία ιδανική (και το αντίστροφο…)», προϋποθέτει για να απαντηθή «την άμεση συνάντηση του Εγώ με το Μη-Εγώ», και απαντάται «με τη σύνθεσή μας» (έτσι ακριβώς!...), που λέει ότι: «η ιδανική και η πραγματική αιτία ταυτίζονται, στην έννοια της ενέργειας, απολύτως».

Και ακολουθεί μετά μια εξήγηση: «Πρέπει να υπάρχη κάτι το καθ’ εαυτό ανεξάρτητο απ’ τη δική μας ιδέα στα πράγματα, μέσω τού οποίου να εμπλέκονται, χωρίς τη δική μας παρέμβαση, το ένα με το άλλο· η αιτία όμως για το ότι τα συσχετίζουμε εμείς αναμεταξύ τους πρέπει να βρίσκεται σε εμάς, π.χ. στην αίσθησή μας. Έτσι θέτουμε άλλωστε και το Εγώ μας έξω από εμάς, ως ένα πράγμα που υπάρχει χωρίς τη δική μας σύμπραξη, και χωρίς να γνωρίζουμε πώς ακριβώς· και τότε πρέπει να επιδρά επάνω του, χωρίς καμμιάν πάλι δική μας σύμπραξη, ένα οποιοδήποτε άλλο πράγμα, έτσι περίπου, όπως ο μαγνήτης σ’ ένα κομμάτι σίδερο». (Αυτή η ‘σκοτεινή’ και γεμάτη αντίφαση σκέψη για ένα «καθ’ εαυτό Εγώ» ως ένα πράγμα, αποτελεί μιαν εντελώς απαράδεκτην, και παρ’ όλ’ αυτά αναπόφευκτη λαθροχειρία τής φιλοσοφίας τού Εγώ.) «Όμως το Εγώ δεν είναι τίποτα άλλο έξω απ’ το Εγώ, παρά το ίδιο το Εγώ. Αν συνίσταται λοιπόν η φύση (ή η ουσία…) τού Εγώ απλώς και μόνο στο ότι θέτει τον εαυτό του, τότε ταυτίζονται στο Εγώ ηαυτο-θεσία και το είναι απολύτως. Είναι δηλ. σ’ αυτό η πραγματική και η ιδεατή αιτία ένα. – Και αντίστροφα: η μη-αυτοθεσία και το μη-είναι αποτελούν επίσης για το Εγώ ένα».

        «…Το ότι πρέπει να υπάρχη ένα Μη-Εγώ για το Εγώ δεν μπορεί να σημαίνη τίποτε άλλο, παρά το ότι πρέπει να θέτη το Εγώ πραγματικότητα στο Μη-Εγώ· γιατί δεν υπάρχει, και δεν μπορεί να υπάρχη καμμιά άλλη πραγματικότητα για το Εγώ, παρά εκείνη που τη θέτει το ίδιο». «Το ότι η ενέργεια του Εγώ και του Μη-Εγώ είναι ένα και το αυτό σημαίνει, ότι το Εγώ δεν μπορεί να μη θέτη κάτι στον εαυτό παρά μόνο, θέτοντας αυτό το ίδιο κάτι στο Μη-Εγώ… Γιατί πρέπει να θέτη ούτως ή άλλως το Εγώ, εφ’ όσον είναι ένα Εγώ· απλώς ότι δεν το θέτει (στην περίπτωση αυτή…) στον εαυτό του. – Το πάθος τού Εγώ και το πάθος τού Μη-Εγώ είναι επίσης ένα και το αυτό. Και το ότι δεν θέτει κάτι το Εγώ στον εαυτό του σημαίνει, ότι το ίδιο αυτό κάτι τίθεται στο Μη-Εγώ. Η ενέργεια και το πάθος τού Εγώ ταυτίζονται επίσης, καθώς και η ενέργεια και το πάθος τού Μη-Εγώ. Και καθ’ όσον πρέπει να επιδρά (ή να επενεργή…) το Μη-Εγώ στο Εγώ, και πρέπει να αναλαμβάνη κάτι το Μη-Εγώ στο Εγώ, τίθεται το όμοιο μέσω τού Εγώ στο Μη-Εγώ…  Και γι’ αυτό και δεν μπορεί να απαντηθή το ερώτημα: ποια είναι η αιτία που πάσχει το Εγώ, καθόλου ή ελάχιστα με την προϋπόθεση μιας επενέργειας του Μη-Εγώ, ως πράγματος καθ’ εαυτό· γιατί δεν υπάρχει ένα απλώς και μόνο, ένα ‘γυμνό’ πάθος στο Εγώ». Το ερώτημα αυτό δεν μπορεί ‘βεβαίως’ να απαντηθή μέσα σε μια θεωρητικήν, αλλά μόνο μέσα σε μιαν πρακτική διδασκαλία τής επιστήμης. Και αντιπαραθέτει έτσι ο Φίχτε το σύστημά του του «κριτικού ιδεαλισμού» στον δογματικόν ιδεαλισμό, αφού ούτε η απλή ενέργεια του Εγώ δεν αποτελεί την αιτία τής πραγματικότητας του Μη-Εγώ, ούτε η απλή ενέργεια του Μη-Εγώ την αιτία τού πάθους στο Εγώ.

          Και προκύπτει έτσι η αντιπαράθεση υποκειμένου και αντικειμένου, Εγώ και Μη-Εγώ, όπου παράγεται στο Εγώ η ιδέα τής πραγματικότητας του Μη-Εγώ (ότι υπάρχει πραγματικά το Μη-Εγώ…): παρ’ όλο που δεν αποτελεί δηλ. σε καμμιάν περίπτωση το Μη-Εγώ την πραγματικήν αιτία για το ‘πάθος’ τού Εγώ, γιατί θα ήταν τότε ένα ‘πράγμα καθ’ εαυτό’ (θα υπήρχε τότε καθ’ εαυτό…), πρέπει να το φανταστούμε σαν να υπάρχη, παρ’ όλ’ αυτά, καθ’ εαυτό. Κι αυτή η δυνατότητα, χωρίς την οποίαν δεν μπορεί τίποτα να εξηγηθή στο ανθρώπινο πνεύμα, είναι η παραγωγική δύναμη της φαντασίας (ή της επάρσεως!...), για την οποίαν και λέει ο Φίχτε, «ότι όλη η πραγματικότητα – και εννοείται για εμάς, όπως είναι αυτονόητο σ’ ένα σύστημα μεταφυσικής φιλοσοφίας – παράγεται απλώς και μόνον απ’ τη δύναμη της φαντασίας», στην οποίαν και βασίζεται «η δυνατότητα να έχουμε συνείδηση, να ζούμε, να υπάρχουμε για εμάς, η δυνατότητα δηλ. του Είναι μας ως Εγώ»   (( Σημ. τ. μετ.: Βρισκόμαστε πράγματι στον αντίποδα της ελληνικής φιλοσοφίας, που «απεχθανόταν και μισούσε κάθε τι που δεν ήταν εμπειρικό»… )) . Απ’ αυτήν ακριβώς την αυτο-ύπνωση προέρχεται και η (λεγόμενη…) αυτο-συνείδηση. Πρόκειται λοιπόν εδώ για μιαν ενέργεια του Εγώ, που συντελείται έξω απ’ τα όρια της συνείδησης, και πριν από κάθε συνείδηση, καθώς θεμελιώνεται μέσα απ’ τον ίδιον της τον εαυτό. Και όπως παρατηρεί πολύ σωστά ο KFischer, έχουμε να κάνουμε με κάτι που παράγεται ασυνείδητα απ’ την πηγή (ωστόσο…) τής συνείδησης. Και εγείρεται αναπόφευκτα το ερώτημα: πώς διαπιστώνεται άραγες αυτή η προ-συνειδησιακή λειτουργία τού Εγώ, και με ποιο (γνωσιολογικό – gnoseologisch) δικαίωμα μιλάει γι’ αυτήν ο Φίχτε; Εγείρεται δηλ. το ίδιο ερώτημα, όπως και απέναντι στη χεγκελιανή φιλοσοφία: πώς είναι καν δυνατό, και πώς μπορούμε να αποδεχτούμε το φιχτιανό αυτό σύστημα ως μιαν απόλυτη φιλοσοφία; Πώς μπορεί να εξυψωθή το Εγώ-υποκείμενο πάνω απ’ τη ‘μοιραία’ του δέσμευση προς το Μη-Εγώ και να κοιτάξη τον κόσμο με το μάτι τού Δημιουργού, πριν ακόμα δημιουργηθή ο κόσμος; Δεν υπάρχει, πράγματι, σ’ αυτό απάντηση. Ο ίδιος μάλιστα ο Φίχτε αναφέρει τον Maimon, ο οποίος και το χαρακτηρίζει όλο αυτό ως μιαν πλάνην, μιαν εξαπάτηση μέσα απ’ τη δύναμη, ακριβώς, της φαντασίας. Και για να προστατεύση τον εαυτό του απ’ την κατηγορία ότι ονειροπολεί, δεν κάνει τίποτα άλλο ο Φίχτε παρά να μας επισημάνη, ότι απέναντι σε κάθε πλάνη πρέπει να αντιπαρατεθή η αλήθεια, και ότι κάθε πλάνη πρέπει, στην πραγματικότητα, να αποφευχθή· εδώ δεν μπορεί όμως να υπάρχη καμμιά πλάνη, «αν οφείλουμε να μην ‘αφαιρεθούμε’ απ’ το Εγώ (να μην το ‘αφαιρέσουμε’ δηλ….), το οποίο και θα ήταν αντιφατικό, καθώς δεν μπορεί να αφαιρεθή αυτό που αφαιρεί, απ’ τον ίδιον του τον εαυτό· η δύναμη της φαντασίας δεν πλανάται συνεπώς, αλλά μάς δίνει (αντίθετα…) την αλήθεια, και μάλιστα, τη μόνη δυνατήν αλήθεια  (( ! )) . Το να δεχθούμε δε πως πλανάται σημαίνει την εγκαθίδρυση ενός σκεπτισισμού (Skeptizismus), που μας διδάσκει να αμφισβητούμε το ίδιο μας το Είναι»  (( ! )) .

        Το να αναφερθής όμως στην ‘ορθότητα της αυταπάτης ή στο αναπόφευκτό της’ σθνιστά ένα ψυχολογικό, και καθόλου ένα φιλοσοφικό επιχείρημα. Ενώ μόλις αναγνωρίσουμε, πως είναι η δύναμη της φαντασίας που παράγει την αυταπάτη τής πραγματικότητας, δεν έχουμε άλλην επιλογή παρά τον σκεπτικισμό ή τον ‘Μπερκελιανισμό’. Βρίσκουμε δε στον ίδιον τον Φίχτε την εξής παρατήρηση: «Για τη θεότητα, για μια συνείδηση δηλ. στην οποία θα είχαν τεθή, τοποθετώντας απλώς και μόνον το Εγώ, τα πάντα (μόνον που είναι αδιανόητη για εμάς η έννοια μιας τέτοιας συνείδησης), δεν θα είχε η διδασκαλία μας της επιστήμης κανένα περιεχόμενο, γιατί δεν θα τοποθετούσε μια τέτοια συνείδηση τίποτα άλλο, παρά το Εγώ· τυπικά όμως  θα ίσχυε αυτή η συνείδηση ακόμα και για τον Θεό (!), καθώς η μορφή τού Θεού ταυτίζεται με τη μορφή τής ίδιας τής καθαρής λογικής».

Το Εγώ που φαντάζεται και ‘θεωρεί’  (( ! ))  συνιστά μια νοημοσύνη και μιαν ευφυΐα, και «δεν ταυτίζεται άρα με το απόλυτο και αυτο-τοποθετούμενο Εγώ». «Δεν θα μπορούσαμε δηλ. καν να σκεφτούμε πως είναι δυνατή μια παράσταση ή μια ιδέα, παρά υπό την προϋπόθεση, ότι παρέχεται (συμβαίνει- !) μια ώθηση στην επεκτεινόμενη στο απροσδιόριστο και το άπειρο δραστηριότητα του Εγώ. Εξαρτάται άρα, γενικώς ως νοημοσύνη το Εγώ, από ένα απροσδιόριστο, και εντελώς μη προσδιορίσιμο μέχρι τώρα Μη-Εγώ· μέσω τού οποίου και μόνον είναι το Εγώ νοήμον. Το οποίο όμως Εγώ πρέπει να είναι σε όλους τους προσδιορισμούς του αυτο-προσδιοριζόμενο, και άρα παντελώς ανεξάρτητο από ένα οποιοδήποτε πιθανό Μη-Εγώ. Γι’ αυτό και δεν ταυτίζονται το απόλυτο και το νοήμον Εγώ, αλλά αντιπαρατίθενται· το οποίο και αντιφάσκει (με τη σειρά του…) στην απόλυτην ταυτότητα του Εγώ».

       Στο Εγώ γεννιέται (λοιπόν…) η αντίφαση ανάμεσα στο απόλυτο, απεριόριστο Εγώ και στο Εγώ ως διάνοια (ή: νοημοσύνη…), η οποία και συνδέεται με το αντικείμενο. Και λύνεται αυτή η αντίφαση στην πρακτική διδασκαλία τών επιστημών με τον ταυτόχρονο (αλλά με διαφορετική σχέση, άρα και χωρίς αντίφαση) συνδυασμό τού απολύτου με το διανοητικό (ή νοήμον;…) Εγώ, έτσι ώστε να τα υπερβαίνη, υπερβαίνοντας το φράγμα τού Μη-Εγώ, και τα δυό ταυτόχρονα το Εγώ. Και είναι αυτή ακριβώς η ατελεύτητη επιδίωξη, το ιδανικό Εγώ, το Οφείλειν (το Δέον, το Πρέπει…), που εκφράζει την ατελεύτητη φύση τού Εγώ, ενώ η αντανάκλαση πάνω σ’ αυτόν τον φραγμό ή πάνω στο αντικείμενο αποφέρει (απ’ την άλλην…) το θεωρητικό ή νοήμον Εγώ. «Το απόλυτο Εγώ πρέπει να είναι άρα η αιτία τού Μη-Εγώ, στον βαθμό που είναι το ίδιο ο τελευταίος λόγος για κάθε παράσταση ή ιδέα». «Στον βαθμό που είναι απόλυτο το Εγώ, είναι (ταυτόχρονα…) και ατελεύτητο και απεριόριστο. Θέτει όλα όσα υπάρχουν· και ό,τι δεν το θέτει, δεν υπάρχει… Όλα όμως όσα θέτει, τα θέτει ως Εγώ· και θέτει το Εγώ ως όλα, όσα θέτει.Τα περιλαμβάνει συνεπώς όλα, απ’ αυτήν την άποψη, στον εαυτόν του το Εγώ, μιαν άπειρη δηλ. και απεριόριστην πραγματικότητα».

«Η καθαρή και αναγόμενη στον εαυτό της δραστηριότητα ή ενέργεια του Εγώ αποτελεί,σε σχέση με ένα πιθανό αντικείμενο, μιαν τάση ή μιαν επιδίωξη· και μάλιστα… μιαν ατελεύτητην επιδίωξη. Κι αυτή η ατελεύτητη επιδίωξη αποτελεί, στο άπειρο, την προϋπόθεση για κάθε πιθανό αντικείμενο: χωρίς επιδίωξη, δεν υπάρχει και κανένα αντικείμενο». Στο Εγώ, το οποίο θέτει απολύτως τον εαυτό του, δεν μπορεί «να συμβή τίποτα το Διαφορετικό»· το Διαφορετικό μπορεί να τεθή μόνο μέσω ενός Μη-Εγώ,α λλά πρέπει ταυτόχρονα «να θεμελιώνεται ο όρος για μιαν τέτοιαν πιθανήν και ξένην επίδραση… στο ίδιο το Εγώ», γιατί «αν υπήρχε έξω απ’ το Εγώ το Διαφορετικό, τότε δεν θα ήταν τίποτα για το Εγώ». «Το Εγώ αυτο-προσδιορίζεται απολύτως, και είναι έτσι πλήρες και περίκλειστο σε κάθε εξωτερικήν εντύπωση. Πρέπει όμως και να θέτη ταυτόχρονα, αν πρέπη να είναι ένα Εγώ, τον εαυτό του, εκτός απ’ το να αυτο-προσδιορίζεται· και ανοίγεται έτσι, μέσα απ’ αυτόν τον καινούργιον, και σχετιζόμενον όμως μ’ έναν αρχικόν προσδιορισμό, στην επίδραση από τα έξω το Εγώ· το οποίο και θέτει απλώς και μόνο, μέσα απ’ αυτήν την επανάληψη του προσδιορισμού, τη δυνατότητα, να υπάρχη και κάτι σ’ αυτό, που να μην έχη όμως τεθή απ’ αυτό το ίδιο. Και τα δύο αυτά είδη τού προσδιορισμού αποτελούν τώρα τον όρο ή την προϋπόθεση για μιαν επίδραση του Μη-Εγώ· χωρίς το πρώτο είδος, δεν θα υπήρχε καμμιά δράση ή ενέργεια του Εγώ, που θα μπορούσε να περιοριστή· χωρίς το δεύτερο είδος, δεν θα περιοριζόταν αυτή η ενέργεια για (ως προς…) το Εγώ· το Εγώ δεν θα μπορούσε δηλ., ως περιορισμένο, να αυτο-προσδιοριστή (να θέση τον εαυτό του…). Και αλληλεπιδρά έτσι εξαρχής το Εγώ, ως Εγώ, με τον εαυτό του· και καθίσταται έτσι δυνατή μια επίδραση από τα έξω σ’ αυτό. Και βρήκαμε επιτέλους το σημείο συνένωσης που αναζητούσαμε, ανάμεσα στην απόλυτην, την πρακτικήν και τη νοητική φύση και ουσία τού Εγώ.Το Εγώ απαιτεί, να συμπεριλάβη όλην την πραγματικότητα στον εαυτό του και να πληρώση το άπειρο. Και στη βάση αυτής τής απαίτησης βρίσκεται αναγκαστικά η Ιδέα τού αυτόχρημα και απολύτως τοποθετημένου και ατελευτήτου Εγώ· αυτό είναι και το απόλυτο Εγώ, για το οποίο και μιλήσαμε. (Εδώ καθίσταται, κατ’ αρχάς, εντελώς ξεκάθαρο το νόημα της φράσης, ότι το Εγώ θέτει αυτόχρημα - εντελώς… -  τον εαυτό του, ενώ δεν μιλάμε καθόλου για το δεδομένο στην πραγματική συνείδηση Εγώ· γιατί αυτό το τελευταίο δεν υπάρχει ποτέ αυτόχρημα ή αυτοτελώς, αλλά η κατάστασή του θεμελιώνεται πάντοτε, είτε άμεσα είτε έμμεσα, μέσα από κάτι που βρίσκεται έξω απ’ το Εγώ· μιλάμε δηλ. για μιαν Ιδέα τού Εγώ, η οποία και πρέπει να θεμελιώνη αναγκαστικά την πρακτική του και ατελεύτητη απαίτηση, ενώ παραμένει ανέφικτη (η Ιδέα…) για τη συνείδησή μας, και δεν μπορεί να εμφανισθή άρα ποτέ άμεσα – αλλά έμμεσα βεβαίως στον φιλοσοφικόν διαλογισμό – σ’ αυτήν)». «Το Εγώ πρέπει – κι αυτό ανήκει επίσης στον ορισμό του – να αντανακλάση πέρα απ’ τον εαυτό του, για να συμπεριλάβη πραγματικά κάθε πραγματικότητα. Θέτει λοιπόν εκείνην την Ιδέα στη βάση αυτής τής ανάκλασης (ή σκέψης…), εξέρχεται άρα μ’ αυτήν στο άπειρο, και καθίσταται κατ’ αυτόν τον τρόπο πρακτικό: όχι απόλυτο, καθώς εξέρχεται, μ’ αυτήν την τάση προς ανάκλαση, απ’ τον εαυτό του· και καθόλου, επίσης, θεωρητικό, καθώς δεν βασίζεται σε τίποτα άλλο η ανάκλασή του, παρά σε κείνην την καταγώμενην απ’ το ίδιο το Εγώ Ιδέα, απομακρυσμένο (αφηρημένο…) εντελώς από μιαν πιθανήν πρώτην ώθηση, χωρίς να υφίσταται άρα καμμιά πραγματική ανάκλαση. -  Και γεννάται έτσι η σειρά, η πρόοδος εκείνου που πρέπει, που οφείλει να είναι, να υπάρχη (του δέοντος…), και είναι δεδομένο μέσα απ’ το απλό και μόνον Εγώ· η πρόοδος άρα του Ιδανικού ή Ιδεώδους. Αν αναχθή η ανάκλαση σ’ αυτήν την ώθηση, και κοιτάξη άρα το Εγώ την έξοδό του ως περιορισμένη, τότε γεννάται μια εντελώς άλλη πρόοδος ή σειρά, εκείνη τού Πραγματικού, που προσδιορίζεται μέσα από κάτι άλλο, παρά απ’ το απλό και μόνον Εγώ. – Και κατ’ αυτόν τον τρόπο καθίσταται (είναι…) το Εγώ θεωρητικό ή νοημοσύνη (Intelligenz)».

Ο Φίχτε διακρίνει λοιπόν το απόλυτο Είναι τού Εγώ και την πραγματικήν ύπαρξη, η οποία και γεννάται απ’ τη λειτουργία κατ’ αρχάς τού Μη-Εγώ. (Πρβλ. και την ενδιαφέρουσαν παρατήρηση για τον στωϊκισμό, στη σελ. 278 – του γερμανικού κειμένου· εδώ στην ανάρτηση… ).

«Η αρχή τής ζωής και της συνείδησης, και η αιτία τής δυνατότητάς τους, περιέχονται βεβαίως στο Εγώ, χωρίς να γεννάται όμως ακόμα μ’ αυτό καμμιά πραγματική και καμμιά εμπειρική ζωή μέσα στον χρόνο· και δεν μπορούμε να σκεφτούμε τίποτα απολύτως το διαφορετικό. Για τη δυνατότητα μιας τέτοιας πραγματικής ζωής χρειάζεται επιπλέον μια ιδιαίτερη ώθηση πάνω στο Εγώ από ένα Μη-Εγώ. Η τελική αιτία κάθε πραγματικότητας για το Εγώ είναι… μια πρωταρχική αλληλεπίδραση ανάμεσα στο Εγώ και σε Κάτι το οτιδήποτε έξω απ’ το Εγώ, για την οποίαν αιτία δεν μπορούμε να πούμε τίποτα περισσότερο, απ’ το ότι πρέπει να αντιπαρατίθεται εντελώς στο Εγώ. Στην αλληλεπίδρασην αυτή δεν προστίθεται τίποτα, και τίποτα το ξένο και αλλογενές στο Εγώ· αλλά κάθε τι που αναπτύσσεται σ’ αυτό μέχρι το άπειρο, αναπτύσσεται απλώς και μόνον απ’ αυτό το ίδιο και κατά τους δικούς του νόμους· το Εγώ τίθεται απλώς, μέσα απ’ αυτό το Αντιτιθέμενο, σε κίνηση, ώστε να πράξη, και χωρίς ένα τέτοιο πρώτο Κινούν έξω απ’ αυτό δεν θα έπραττε ποτέ, και καθώς η ύπαρξή του συνίσταται απλώς και μόνο στην πράξη, δεν θα υπήρχε και ποτέ. Σ’ αυτό το Κινούν δεν ανήκει ωστόσο τίποτα παραπέρα απ’ το ότι είναι ένα Κινούν, μια αντιτιθέμενη δύναμη, την οποίαν και αισθανόμαστε μόνον ως τέτοια. Το Εγώ εξαρτάται κατόπιν αυτού ως προς την ύπαρξή του· αλλά είναι εντελώς ανεξάρτητο στους προσδιορισμούς αυτής του της ύπαρξης. Υφίσταται σ’ αυτό, λόγω τού απολύτου του Είναι, ένας νόμος αυτών τών προσδιορισμών που ισχύει στο άπειρο, και υπάρχει σ’ αυτό (στο Εγώ δηλ….) η δυνατότητα, να προσδιορίση την εμπειρικήν του ύπαρξη σύμφωνα μ’ αυτόν τον νόμο. Το σημείο μάλιστα, στο οποίο και βρίσκουμε εμάς τους ίδιους, όταν αποκτούμε για πρώτη φορά εκείνη τη δυνατότητα της ελευθερίας, δεν εξαρτάται από εμάς· η πρόοδος ή η σειρά αντίθετα, την οποίαν και θα περιγράψουμε, ξεκινώντας απ’ αυτό το σημείο και μέσα στην απέραντην αιωνιότητα, εξαρτάται εντελώς από εμάς. Η διδασκαλία τών επιστημών είναι άρα ρεαλιστική. Δείχνει, ότι η συνείδηση των πεπερασμένων φύσεων δεν θα μπορούσε παντελώς να εξηγηθή, χωρίς να παραδεχθούμε την ύπαρξη μιας ανεξάρτητης απ’ αυτήν τη συνείδηση, και εντελώς αντίθετης προς αυτές τις φύσεις δύναμης, απ’ την οποίαν και εξαρτώνται οι ίδιες όσον αφορά στην εμπειρική τους παρουσία (Dasein). Δεν βεβαιώνει όμως και τίποτα περισσότερο από μιαν τέτοιαν αντιτιθέμενη δύναμη, η οποία και γίνεται απλώς και μόνον αισθητή απ’ την πεπερασμένη φύση, που δεν μπορεί και να τη γνωρίση. Είναι δε υποχρεωτικό, να παράξουμε όλους τους πιθανούς προσδιορισμούς αυτής τής δύναμης, ή αυτού τού Μη-Εγώ, που θα μπορούσαν να προκύψουν στην αιωνιότητα μέσα στη συνείδησή μας, απ’ την προσδιοριστική δυνατότητα του Εγώ». «Εξαρτώνται όλα, κατά την ιδανικότητά τους ή ωςιδανικά, απ’ το Εγώ, αναφορικά όμως προς την πραγματικότητα, είναι και το ίδιο το Εγώ εξαρτημένο· δεν υπάρχει όμως τίποτα το πραγματικό για το Εγώ, χωρίς να είναι και ιδανικό».

         Η διδασκαλία τών επιστημών χαρακτηρίζεται κατόπιν αυτού ως ένας κριτικός ιδεαλισμόςή ένας πραγματικο-ιδεαλισμός ή ένας ιδεο-πραγματισμός.

         Υπάρχει κάτι σε εμάς τους ίδιους, «το οποίο μπορεί μόνο μέσα από κάτι έξω από εμάς, πλήρως να εξηγηθή. Γνωρίζουμε (ωστόσο…), πως το σκεπτόμαστε, πως το σκεπτόμαστε σύμφωνα με τους νόμους τού πνεύματός μας, και πως δεν εξερχόμαστε άρα ποτέ έξω από εμάς· πως δεν μπορούμε άρα ποτέ να μιλήσουμε για την ύπαρξη ενός αντικειμένου χωρίς υποκείμενο». 

         Ακριβώς όμως στην κεντρική της έννοια, στην έννοια του Εγώ, μένει η διδασκαλία τών επιστημών ασαφής (όπως το διατύπωσε πολύ καθαρά στην προαναφερθείσα μελέτη του και οIljin). Το υποκείμενο ή Εγώ τού Φίχτε είναι κατ’ αρχάς ένα αληθινό Όν (ένα Υπάρχον…), στο οποίο και ανήκει, ως μιαν απόλυτην και ενεργητικήν αρχήν, κάθε πραγματικότητα, παρ’ όλο που δεν διαθέτει το ίδιο συνείδηση (ένα αξιοπρόσεκτο σημείο επαφής τού φιλοσόφου τού Εγώ Φίχτε με τους φιλοσόφους τού ασυνειδήτου πνεύματος vHartmann και Drews). Αποτελεί, κατά δεύτερον, μιαν απόλυτην, απλώς, επιδίωξη, μιαν Ιδέα, ένα Οφείλειν ή Δέον, ένα ασχημάτιστο άπειρο του πρακτικού Εγώ. Και συνιστά, κατά τρίτον τελικά, εκείνην τη νοημοσύνη, που γεννάται στο απόλυτο Εγώ μέσα απ’ το Μη-Εγώ και εξηγεί το εμπειρικό υποκείμενο, τον πραγματικόν και κεντρικόν ήρωα της διδασκαλίας τών επιστημών. Η σχέση αυτών τών υποκειμένων αναμεταξύ τους περιέχει ωστόσο μιαν ολόκληρη σειρά από ασάφειες και προβλήματα, στα οποία δεν θέλουμε όμως να εντρυφήσουμε περαιτέρω, γιατί δεν μας ενδιαφέρει τόσο πολύ εδώ μια εμπειρική αυτο-ανάλυση και αυτοκριτική τού ‘φιχτιανού’ συστήματος, όσο, πολύ περισσότερο, το βασικό του μοτίβο ή αντικείμενο και το θρησκευτικό του νόημα   (( Ο Iljinαποκάλυψε, μέχρις έναν ορισμένον βαθμό, την ανθρωπο-θεϊκή φύση τού συστήματος, διευθύνοντας την προσοχή μας στην ανθρωπολογικήν πλευρά τού προβλήματος – αλλά δεν θα επεκταθούμε ούτε σ’ αυτό περαιτέρω )) .
( συνεχίζεται )
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: