Χρήστος Γιανναράς
«Δημοσιογραφώ» σημαίνει: υπηρετώ το είδος της γραφής (γραπτού λόγου) που αφορά στον δήμο, δηλαδή στο σύνολο των πολιτών – απευθύνομαι με τη γραφή μου και με την κοινή λαλιά, σε όσους ομόγλωσσους ενδιαφερθούν για τα θέματα, την εκφραστική, τις στοχεύσεις μου. Αυτό δεν σημαίνει ότι γράφω δημόσια για να συμφωνήσουν όλοι μαζί μου, ότι επιδιώκω με τον δημόσιο λόγο μου να είμαι σε όλους αρεστός. Θέλω να κοινωνήσω τις απόψεις, γνώμες, αντιλήψεις μου, όχι να αλιεύσω οπωσδήποτε συγκατάθεση, ομογνωμία, επαίνους.
Γι’ αυτό και η δημοσιογραφία αντανακλά πάντοτε, είτε το θέλει ο δημοσιογράφος είτε όχι, το επίπεδο της δικής του καλλιέργειας, αλλά και την ωριμότητα (πολιτική, γλωσσική, εμπειρική) του κοινού στο οποίο απευθύνεται και το οποίο τον επιλέγει. Σε συλλογικότητες (κάποτε στο παρελθόν κοινωνίες) όπου πρωτεύει πια η καταναλωτική απαίτηση, επομένως και η ψευδαισθητική αποχαύνωση, δημοσιογραφία μάλλον δεν υπάρχει. Η εκφορά δημόσιου λόγου συνεχίζεται, έντυπη και κυρίως οπτικο-ακουστική, στοχεύει όμως σε εντελώς διαφορετικούς στόχους από αυτούς που γέννησαν τη δημοσιογραφία.
Για να προσωποποιήσω – εικονογραφήσω έναν τέτοιο ισχυρισμό, παρακαλώ τον αναγνώστη (κάποιας κατάρτισης και καλλιέργειας) να τολμήσει μόνος τίμιο αυτοέλεγχο: Θα μπορούσε να φανταστεί, να αρθρογραφούσαν σήμερα σε εφημερίδες ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ο Ευάγγελος Παπανούτσος, ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Γιώργος Θεοτοκάς ή όποιο ανάλογο σε λογιοσύνη όνομα; Και το ουσιωδέστερο: Πόσοι από τους αναγνώστες εφημερίδων ή θεατές καναλιών της τηλεόρασης σήμερα καταλαβαίνουν, τι σημαίνουν για την Ιστορία και τον πολιτισμό αυτά τα ονόματα;
Υπόθεση εργασίας γόνιμη για προβληματισμό. Η «δημοσιογραφία» στην Ελλάδα του 19ου αιώνα και ώς τα μέσα του 20ού, δεν λειτουργούσε απλώς σαν ελευθερία στην έκφραση, κρίση, αξιολόγηση ποιοτήτων. Φιλοδοξούσε η δημοσιογραφία, σε ευδιάκριτο ποσοστό, να συντηρεί κάποιαν απόσταση από την εμπορευματοποίηση της είδησης ή του κριτικού σχολίου, να συντελεί, με την ποιότητά της, στην οικοδόμηση της συλλογικής αξιοπρέπειας.Την παραπάνω «υπόθεση εργασίας» τη σάρκωσε σε πράξη η Ελένη Βλάχου, όταν, με την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών, διέκοψε την έκδοση της «Καθημερινής» και έφυγε από τη χώρα. Καμιά σκοπιμότητα ψευτοηρωισμού («χρέους να μη διακοπεί η πληροφόρηση του λαού»!) δεν ανέκοψε την αδιάλλακτη εντιμότητά της.
Σήμερα, στο κακέκτυπο κοινοβουλίου που συντηρεί η πλασματική μας «δημοκρατία», κατατίθεται, κάποιες φορές, λόγος τίμιος φιλοπατρίας, αμερόληπτος λόγος, διαυγής. Δεν πλεονάζει, αλλά υπάρχει. Ομως και η δική του παρεμβολή αχρηστεύεται (μηδενίζεται), ο ποιοτικός λόγος χάνεται, γιατί δεν υπάρχει κοινωνικός δέκτης πρόσληψής του. Απουσιάζει οργανωμένη «κοινότητα» ικανή να αποδεχθεί και να γονιμοποιήσει την όποια πολιτική εντιμότητα σώζει τυχόν το ελλαδικό Κοινοβούλιο. Οσες σπάνιες αφορμές αμεροληψίας, συνεπούς πατριωτισμού, αναμφίβολης τιμιότητας εμφανίζονται στο Κοινοβούλιο, χάνονται στο νεκροσέντουκο των «Επίσημων Πρακτικών» της Βουλής, στη μικρόνοια της κομματικής αντιμαχίας – σκιάχτρο η Βουλή μιας «δημοκρατίας» με καταργημένο τον δήμο και τύραννο το κράτος.
Είμαστε μάλλον ο μόνος λαός στα τεφτέρια της Ιστορίας που μοιάζει να θέλουμε (και το προσπαθούμε απεγνωσμένα) να αρνηθούμε ή να «διορθώσουμε» το ιστορικό μας παρελθόν. Να ξαναγεννιόμασταν (αν ήταν δυνατό) και να ’μασταν οτιδήποτε άλλο (γένος, έθνος, φυλή ή γκρουπούσκουλο), όμως οπωσδήποτε με τοπική καταγωγή ευρωπαϊκή (κεντρώα, δυτική ή βόρεια). Τα τρία πρώτα κόμματα που φτιάξαμε, μόλις ελευθερώσαμε λίγες σπιθαμές γης και τις ονομάσαμε «εθνικό κράτος», ήταν το Αγγλικόν, το Γαλλικόν και το Ρωσικόν κόμμα – αυτό θέλαμε να γίνουμε: αντίγραφο ενός από τα τρία κράτη που μας φάνταζε «μοδέρνο» και γυαλιστερό.
Εμείς είχαμε την ξιπασιά, οι «προστάτες» μας έβαλαν την πανουργία. Ετσι προέκυψε το τερατωδέστερο στην ανθρώπινη Ιστορία πανούργημα: Να μετασχηματιστεί στη διεθνή συνείδηση η ελληνική αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης – Κωνσταντινούπολης σε αποτρόπαιου σκοταδισμού «Βυζάντιο», άξονας της Ευρωπαϊκής Ιστορίας να επιβληθεί, χωρίς αντίλογο, ο καθαρόαιμα βαρβαρικός Καρλομάγνος – o Ελληνισμός να σβήνει εξευτελιστικά, καθηλωμένος στις προδιαγραφές του σερβιτόρου και του νταβατζή.
Δημοσιογραφώ σημαίνει, συνηθέστατα, μιλάω με εικόνες. Οι εικόνες μετασκευάζουν την αλήθεια σε παραγγελία για γκαρσόνια. Το ενδεχόμενο να λειτουργούν και αφυπνιστικά, σπανιότατο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου