Συνέχεια από ΠΑΡΑΣΚΕΥH, 2 ΜΑΡΤIΟΥ 2012
Η Λατινική, Αυγουστινιανή εκδοχή των πραγμάτων.
Η Αυτοκρατορία της ταυτίσεως ΕΙΝΑΙ και θεού!
Κατά Ζηζιούλα
Ο Ακινάτης μιλά για εικόνα, όταν στο αποτέλεσμα βρίσκεται παρούσα μία αναπαράσταση της αιτίας, μέσω μίας μορφής που της ομοιάζει. Έτσι όπως το άγαλμα του Ερμή αναπαριστά τον Ερμή! Έτσι και η σχέση κτιστού και ακτίστου συγκρίνεται, μέχρι σήμερα, με εκείνη που υπάρχει ανάμεσα στον Πατέρα και στα άλλα θεία πρόσωπα. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή.
Γνωρίζουμε το όνομα του Θεού, όπως μας το έδωσε ο ίδιος: Εγώ ειμί ο ών! Το οποίο μετεφράσθη στην Δύση μέσω του Αυγουστίνου ως εξής: εγώ είμαι αυτός που είμαι! Έτσι το όνομα του Θεού κατέληξε να καθορίζεται ως εξής: «Εγώ είμαι». Η ερμηνεία του Αυγουστίνου είναι πολύ γνωστή: αυτός τού οποίου το όνομα είναι «Εγώ είμαι», είναι ΤΟ ΕΙΝΑΙ το ίδιο, προσωπικώς. Ετσι συνάγεται πως το πρώτο όν πρέπει να είναι πρόσωπο. Διότι μόνο ένα πρόσωπο μπορεί να δημιουργήσει, δηλ. να μεταφράσει σε ύπαρξη την θέλησή του. Έτσι λοιπόν και η ενέργεια της πρώτης αιτίας δεν είναι διαφορετική από την ελεύθερη πράξη, διότι κάθε πράξη η οποία δεν είναι μία ελεύθερη ενέργεια, είναι αιτιατή, και γι’αυτό δεν είναι η πρώτη αιτία. Εξάλλου η ίδια η λογική τάξη και η σκοπιμότης του κόσμου μάς παραπέμπουν σε ένα πρόσωπο-δημιουργό. Μόνον μία νοερή ουσία, προικισμένη με θέληση, μπορεί να θέσει σκοπούς και να υιοθετήσει τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την πραγματοποίησή τους. Νόηση και ελευθερία είναι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του προσώπου.
Το όνομα με το οποίο κάθε πρόσωπο ορίζει τον εαυτό του, είναι «ΕΓΩ». Σαν «Εγώ» μπορεί να ορισθεί μόνον ένα όν, το οποίο στο Είναι του είναι εσωτερικό στο δικό του είναι, και ταυτόχρονα μπορεί να ορισθεί στο είναι του σαν διακεκριμένο από τα άλλα όντα. Κάθε Εγώ είναι μοναδικό, έχει κάτι που δεν μοιράζεται με κανένα άλλο όν, κάτι που είναι «ακοινώνητο» (αυτό είναι εξάλλου και το νόημα που δίνει ο Ακινάτης στην ατομικότητα). Αυτό όμως δεν σημαίνει πως είναι μοναδικό, πως δεν μετέχει δηλ. σε κανένα άλλο υπαρκτό. Ο όρος Εγώ έχει μία καθολική σημασία, έτσι ώστε να μπορεί νά πληρούται σε κάθε περίπτωση που εφαρμόζεται σωστά.
Το ακοινώνητο που ανήκει σε κάθε Εγώ σαν Εγώ, είναι μία ιδιαιτερότης του όντος. Κάθε Εγώ έχει το Είναι του, το οποίο ονομάζουμε ζωή, και η οποία εκτυλίσσεται λεπτό προς λεπτό, και γίνεται εν τέλει ένα όν κλειστό εις εαυτόν.
Όπως ακριβώς περιέγραψε την μονάδα πρώτος ο Λάϊμπνιτς. Και κάθε εγώ είναι με τον τρόπο του καθ’αυτό έτσι διαγεγραμμένο, όπως δεν είναι κανένα άλλο όν και όπως κανένα άλλο δεν είναι καθ’αυτό.
Κάθε άνθρωπος είναι ένα «Εγώ». Κάθε ένας αρχίζει να ονομάζει τον εαυτό του «Εγώ» και μετά μαθαίνει το όνομά του. Αντίθετα όμως από το Εγώ που κρύβεται πίσω από το βίωμα της ζωής, του οποίου και έχουμε άμεση συνείδηση, υπάρχει το ΚΑΘΑΡΟ ΕΓΩ. Αυτό το Εγώ ζεί σε κάθε «εγώ αντι-λαμβάνομαι», «Εγώ σκέπτομαι», «Εγώ βγάζω συμπέρασμα», «Εγώ επιθυμώ». Αυτό το Εγώ ζεί σε κάθε εμπειρία, και είναι γι’αυτό αναπόφευκτο. Είναι αχώριστο από κάθε περιεχόμενο των βιωμάτων μας, αλλά δεν μπορούμε να το θεωρήσουμε σαν μέρος αυτών των βιωμάτων. Αντιθέτως, κάθε εμπειρία τού ανήκει. Το Εγώ είναι αυτό που ζεί σε κάθε εμπειρία, που ζεί την εμπειρία. Το Εγώ ζεί, και η ζωή είναι το ΕΙΝΑΙ του. Το Εγώ όμως είναι, πριν από το περιεχόμενό του, κενό, είναι τίποτα, εάν δεν πληρωθεί ακριβώς από περιεχόμενα τα οποία έρχονται πέρα από την ηγεμονία του, είτε εξωτερικά είτε εσωτερικά. Η ζωή του είναι σε κάθε στιγμή παρούσα. Ενώ τα περιεχόμενά του υπάρχουν μόνον σε μία στιγμή του παρόντος. Μία άπειρη απόσταση το χωρίζει από το Θείο Είναι, και παρ'όλα αυτά τού μοιάζει περισσότερο από κάθε άλλο πράγμα, διότι είναι ένα «Εγώ», είναι δηλ. ένα πρόσωπο.
Το δόγμα του Μ.Αθανασίου λοιπόν, για να επανέλθουμε στην σχέση Δημιουργού και Δημιουργίας και να την συγκρίνουμε με την σχέση του Πατρός προς τα υπόλοιπα πρόσωπα, ορίζει τον Υιό γεννημένο, όχι δημιουργημένο. Δεν εισέρχεται ο Υιός στην ύπαρξη, είναι αιώνιος, όπως ο Πατήρ. Είναι μία μόνον ουσία με τον Πατέρα και έτσι, επειδή στον Θεό Είναι και ουσία συμπίπτουν, είναι επίσης και ένα μόνον Είναι. Δεν είναι μία μερική εικόνα, αλλά το όλον. Είναι μία τέλεια εικόνα του Πατρός. Διότι ο Θεός είναι πνεύμα, και ο Πατήρ και ο Υιός είναι ένα. Αντιθέτως στον άνθρωπο, ακόμη και η εικόνα του στον καθρέφτη είναι διαφορετική από τον ίδιο.
Και το ερώτημα λοιπόν, το οποίο καθίσταται πλέον απαραίτητο ερεύνης, αφού επισημάνθηκε αυτή η τελειότης της εικόνος του Πατρός, είναι : Τί πράγμα είναι η τέλεια ενότης του «Εγώ είμαι» σε τρία πρόσωπα; Το Θείο Είναι-πρόσωπο είναι το αρχέτυπο όλων των πεπερασμένων όντων-προσώπων. Στο πεπερασμένο Εγώ όμως αντιτίθεται ένα Εσύ, σαν ένα άλλο Εγώ, ίσο μ’αυτό, σαν ένα όν στο οποίο μπορούμε να απευθυνθούμε ζητώντας κατανόηση και απάντηση, και με το οποίο ζεί αυτό το Εγώ, λόγω της κοινωνίας του Είναι-Εγώ, στην ενότητα ενός Εμείς. Το εμείς είναι η μορφή στην οποία πειραματιζόμαστε ως προς το Είναι-Ένα, μίας πολλαπλότητος δηλ. προσώπων. Το Είναι-Ένα δεν καταργεί την πολλαπλότητα και την διαφορετικότητα των προσώπων. Η διαφορετικότης είναι πάνω απ’όλα μία διαφορετικότης του Είναι, η οποία ανήκει στην ουσία του Εγώ: το Είναι εισαγμένο σε μία ανώτερη ενότητα δεν εκμηδενίζει το συμπαγές της μοναδικότητος της ζωής του Εγώ.
Υπάρχει όμως και μία διαφορά της ουσίας: η κοινότης, που είναι το θεμέλιο του Είναι-Εμείς, αφήνει περιθώριο σε έναν τρόπο προσωπικής υπάρξεως, που το Εγώ δεν τη συμμερίζεται με κανένα άλλο. Μία τέτοια διαφορά ουσίας δεν παρατηρείται στα Θεία πρόσωπα. Στον Θεό δεν υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στο καθολικό και στο ιδιαίτερο, ούτε ανάμεσα στο ουσιώδες είναι και στο πραγματικό. Ολόκληρη η ουσία είναι κοινή στα τρία πρόωπα. Έτσι απομένει μόνον η διαφορετικότης των προσώπων καθ’εαυτών: μία τέλεια ενότης στο εμείς, όπως δεν μπορεί να συναντηθεί σε καμμία κοινότητα πεπερασμένων προσώπων.
Και όμως, παρ’όλα αυτά, σ’αυτή την ενότητα είναι εφικτή η διάκριση ανάμεσα στο Εγώ και στο Εσύ, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατό το Εμείς. Κοντά λοιπόν στην αποκάλυψη του ονόματος του Θεού «Εγώ είμαι», υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη η εξής έκφραση: «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο κατ’εικόνα μας», που αποτελεί και την πρώτη εμφάνιση της Τριάδος. Όπως υπάρχει και ο Λόγος: «Εγώ και ο Πατήρ είμαστε Ένα». Το Εμείς, καθότι ενότης του Εγώ και του Εσύ, είναι μία ανώτερη ενότης από εκείνη του Εγώ. Είναι μία ενότης της αγάπης. Και η αγάπη είναι δώρο του εαυτού σε ένα Εσύ, και είναι στην τελειότητά της -λόγω της αμοιβαιότητος της δωρεάς του εαυτού- ένα Είναι-ΕΝΑ. Καθότι ο Θεός είναι αγάπη. Έτσι το όνομα του Θεού «Εγώ είμαι» εξισούται με το «Εγώ δίνομαι ολοκληρωτικώς σ’ένα Εσύ», είμαι ένα μ’ένα Εσύ, επομένως και με ένα «εμείς είμαστε». Η αγάπη λοιπόν δεν μπορεί να αντικατασταθεί από την αγάπη ανάμεσα στον Θεό και στην κτίση, διότι είναι η θεία εσωτερική ζωή.
Η υπέρτατη αγάπη είναι αμοιβαία, αιώνια αγάπη. Ο Θεός αγαπά την δημιουργία του από την αιωνιότητα. Αλλά δεν αγαπάται από αυτήν από την αιωνιότητα! Η αγάπη ανάμεσα στον Θεό και στην κτίση παραμένει πάντοτε μία ατελής αγάπη, διότι παρότι μπορεί να δεχθεί, στην δωρεά του εαυτού χωρίς διακοπή της θείας ζωής, ο Θεός στον εαυτό του την δημιουργία, κανένα κτίσμα δεν μπορεί να συλλάβει τον Θεό.
Τα θεία πρόσωπα προφέρουν αμοιβαίως την μοναδική αιώνια και άπειρη ουσία. Ο Πατήρ την δωρίζει στον Υιό, από την αιωνιότητα, γενώντας Τον, και ενώ ο Πατήρ και ο Υιός προσφέρονται αμοιβαίως, από την προσφορά τους και την αγάπη τους εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα.
Έτσι λοιπόν το Είναι του δευτέρου και του τρίτου προσώπου είναι ένα Είναι που έχει προσληφθεί, αλλά δεν είναι δημιουργημένο όπως η κτίση, είναι το μοναδικό Θείο Είναι που δωρίζεται και προσλαμβάνεται, καθώς η δωρεά και η πρόσληψη ανήκουν στο Μυστήριο της Αγίας Τριάδος.(Συνεχίζεται)Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου