ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΔΙΕΞΟΔΙΚΩΤΕΡΑ
Προς τους νομίζοντες ότι δεικνύονται δύο θεοί εκ του ότι η θεοποιός δωρεά του Πνεύματος, της οποίας υπέρκειται κατ' ουσία ο Θεός, ονομάζεται από τους αγίους όχι μόνον αγένητος θέωσις άλλα και θεότης,
ή περί θείων ενεργειών και της κατ’ αυτές μεθέξεως.
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΞΕΧΑΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ
Συνέχεια από: Τετάρτη 27 Μαίου 2020
22. Πάντως διαφορές φυσικές και ουσιώδεις ούτε υπάρχουν ούτε λέγονται επί του Θεού, διότι αυτές είναι συστατικές εκείνων των πραγμάτων των οποίων είναι διαφορές. Ο δε Θεός είναι ο ίδιος η σύστασις όλων των περί αυτόν. Αλλα οι ουσιώδεις διαφορές εκ φύσεως συνιστούν πολλές και διαφόρες ουσίες. Του δε θεού μία η ουσία, μη δεχόμενη καμμία διαφορά καθ’ εαυτή. Και όμως την γνώσιν του «τί ην είναι» την αποκομίζουμε από τις διαφορές εκάστου πράγματος. Ως προς τον Θεόν, ότι μεν υπάρχει το γνωρίζουμε, τί δε είναι και ποιος (οποιόν τι) είναι, είναι αδύνατο και στους ανθρώπους και στους αγγέλους να γνωρίζουν. Ακόμη, επειδή οι ουσιώδεις διαφορές σε έκαστο πράγμα είναι πολλές, η προς έτερο πράγμα διαφορά ανήκει σε άλλο γένος και χαρακτηρίζει το τί είναι. Άρα είναι αδύνατο να εφαρμοστεί τούτο στην απερινόητο φύσιν. Επιπλέον δε εκάστη των διαφορών τούτων είναι και καθολικότερη (γενικότερη) του έχοντος αύτην, καθ’ όσον λέγεται σε μεγαλυτέρα έκτασιν και εκείνο (από τα επί Θεού όμως λεγόμενα δεν υπάρχει ούτε ένα το οποίο δεν είναι μοναδικό, «διότι», λέγει, «κανείς δεν είναι αγαθός εί μή είς, ο Θεός», «ο μακάριος και μόνος δυνάστης, ο μόνος έχων αθανασίαν, ο κατοικών σε απρόσιτον φως») και καλύπτει περισσότερα πράγματα, διαφέροντα όχι υποστατικώς και κατά τον αριθμόν αλλά κατά το είδος. Που ισχύουν αυτά για την μία τρισυπόστατον φύσιν;
23. Φυσικές λοιπόν και ουσιώδεις διαφορές δεν υφίστανται σε αυτήν, ενέργειες δε φυσικές και ουσιώδεις και υφίστανται και λέγονται. Διότι αυτές δεν είναι συστατικές, αλλά χαρακτηριστικές, δηλαδή δεικτικές, όμως ούτε δεικνύουν τί πράγμα είναι, δηλαδή τί είναι κατά την ουσία, ούτε υπάρχει εδώ ανάγκη να λέγονται σε περισσότερα πράγματα του είδους. Πράγματι μόνος ο άνθρωπος είναι γραμματικόν ον. Το ίδιο εδώ λέγεται δύναμις και ενέργεια. Λέγεται δε ιδίως ενέργεια μόνο και η χρήσις της εμφύτου δυνάμεως, ενίοτε δε και το εκ της χρήσεως αποτέλεσμα. Το μεν αποτέλεσμα είναι λοιπόν πάντοτε κτιστόν, ή μάλλον κατά το πλείστον, η δε χρήσις και η ενέργεια, την οποία καλούμε και δύναμιν κατά το κτιστόν και το άκτιστον έπονται πάντοτε η μία εις την άλλην.
24. Ότι δε οι δυνάμεις αυτές καλούνται και ενέργειες, είναι δυνατόν να μάθεις από τον καλώς διευκρινίσαντα τα θέματα αυτά θείον Δαμασκηνό˙ λέγει αυτός πράγματι ότι «όλες οι δυνάμεις, τόσο οι γνωστικες όσο και οι φυσικές και τεχνικές, καλούνται ενέργειες». Ότι δε επί Θεού, αν και δεν αναφέρουμε ουσιώδεις και φυσικές διαφορές, αναφέρουμε όμως ενέργειες άκουσε πάλι τον Δαμασκηνό που λέγει˙ «Είναι αδύνατον να είναι άμοιρος φυσικής ενέργειας η ουσία. Διότι η δηλωτική εκάστης ουσίας δύναμις και κίνησις είναι φυσική ενέργεια της οποίας στερείται μόνον το μη όν. Οπότε είναι φανερό ότι, όσα έχουν την ιδίαν ουσία έχουν και την ιδίαν ενέργεια». Και άλλου δε, διδάσκοντας περί των δύο φυσικών ενεργειών στον Χρίστον, λέγει˙ «εφ' όσον πάσα ενέργεια ορίζεται ως ουσιώδης κίνησις κάποιας φύσεως, που βλέπει κανείς φύσιν ακίνητον ή εντελώς ανενέργητον, ή βρίσκει ενέργεια η οποία δεν είναι κίνησις φυσικής δυνάμεως;».
25. Εάν δε την ενέργεια αυτή, ως κάτι διαφορετικό από την φύσιν -διότι η φύσις είναι ενεργητική, όχι ενέργεια-, ανακηρύξει κανείς κτιστήν, ή ούτε κτιστήν ούτε άκτιστον, όπως οι αντιλέγοντες προς εμάς, θα περιπέσει σε δεινές και ποικίλες βλασφημίες. Διότι ή θα συμβεί να μην υπάρχει καθόλου Θεός (εφ’ όσον το μη έχον ούτε κτιστή ούτε άκτιστον ενέργεια ανήκει στα μη όντα καθόλου και πουθενά) ή θα είναι και αυτός κτιστός˙ διότι παν το έχον κτιστή ένεργεια είναι και αυτό κτιστό. Αλλά οι λέγοντες τούτο θα παρουσιασθούν και ως μονοθελήτες χειρότεροι από τούς παλαιούς˙ διότι συνέπεια των απόψεών τους είναι να δέχονται μία ενέργεια επί Χριστού, και μάλιστα όχι άκτιστον αλλά κτίστην. Θα φανερώσει δε ότι πάσχουν ταύτα με ολίγες λέξεις ο ίδιος Δαμασκηνός, ο οποίος λέγει «εάν n ενέργεια του Χριστού είναι μία, θα είναι ή κτιστή ή άκτιστος˙ διότι στο μέσον τούτων δεν υπάρχει ενέργεια, όπως δεν υπάρχει ούτε φύσις. Εάν λοιπόν είναι κτιστή, θα δηλώνει κτιστή φύσιν, εάν δε είναι άκτιστος, θα χαρακτηρίζει άκτιστον ουσία. Διότι οπωσδήποτε τα φυσικά πρέπει να είναι κατάλληλα στις φύσεις».
26. Βλέπεις ότι η ενέργεια του Θεού δεν είναι ούτε φύσις ούτε ουσία, αλλά φυσικό και ουσιώδες; Και ότι είναι άκτιστο και όχι κτιστό, αν και είναι κάτι άλλο από την φύσιν; «Διότι εκ των λεγομένων επί Θεού άλλα μεν σημαίνουν τι δεν είναι, όπως είναι όλα τα αφαιρετικά, άλλα δε παρέπονται στη θεία φύσιν, όπως είναι η αγαθότης, η απλότης, η ζωή και γενικώς παν είδος αρετής, άλλα δε έχουν την σημασία της δυνάμεως και ενεργείας, όπως είναι και η θεότης»˙ διότι ο Θεός έλαβε το όνομα αυτό «από το ότι θεάται τα πάντα», δηλαδή γνωρίζει. Τί συμβαίνει λοιπόν; Αυτός ο όποιος εγνώρισε τα πάντα ακόμη και προ της γενέσεώς τους άρχισε κάποτε (εν χρόνω) την ενέργεια αυτή; Βλέπεις ότι η τοιαύτη ενέργεια είναι άκτιστος και άναρχος, υπάρχουσα άλλη από την ουσία του Θεού, ως υπάρχουσα όχι εκ των κατ’ αυτόν αλλ’ εκ των περί αυτόν; Τί συμβαίνει δε με τα παρεπόμενα στη θεία φύσιν; Υπήρχε εποχή κατά την οποία δεν ήταν επόμενα; Ώστε και αυτά όλα είναι άκτιστα, αν και δεν είναι θεία ουσία έκαστο εξ αυτών.
27. Ο δε λέγων ότι μόνον η θεία ουσία του Θεού είναι άκτιστος και ότι γι’ αυτό το άκτιστον είναι έν, και οτιδήποτε δεν είναι ουσία αλλά περί την ουσία του Θεού είναι κτιστό, αυτός θα πει ότι και τα υποστατικά όλα, όπως το αγέννητον, το γεννητόν, το εκπορευτόν, ως άκτιστα είναι ουσία του Θεού, και θα είναι ένας νέος Ευνόμιος. Εάν δε δεν λέγει μεν αυτά θείες ουσίες, αποφαίνεται όμως ότι ως όντα περί την ουσία είναι κτιστά, υπερβαίνει και τον Ευνόμιο κατά την δυσσέβεια. Διότι δεν καταβιβάζει μόνον το μονογενές φως στην κτίσιν, αλλά και το αγέννητον, και ευλόγως καταφέρεται ασυγκράτητος εναντίον ημών οι οποίοι δεχόμεθα ευσεβώς ένα άκτιστο κατά την ουσία Θεόν, όχι δε μόνον κατά την ουσία άκτιστον, αλλά και καθ’ όλες τις φυσικές ενέργειες και τις υποστατικές ιδιότητες. Διότι ούτε οι υποστάσεις θα ήταν άκτιστες, αν δεν ήταν άκτιστες οι υποστατικές ιδιότητες, ούτε η φύσις και η ουσία θα είναι άκτιστος, αν δεν έχει ακτίστους τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου