Συνέχεια από : Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2021
3. Η κλασσική διατύπωση.
Μεγάλου ενδιαφέροντος είναι επίσης και η εξήγηση που δίνει ο Cusano του συμπεράσματος που βγάζει και που μόλις αναφέραμε: «και όλο αυτό θα σου γίνει απολύτως σαφές, εάν συνάψεις το μέγιστο και το ελάχιστο στην ποσότητα. Διότι ακριβώς η μέγιστη ποσότης είναι μέγιστα μεγάλη. Η ελάχιστη ποσότης είναι μέγιστα μικρή. Λύσε λοιπόν από την ποσότητα το μέγιστο και το ελάχιστο αφαιρώντας διανοητικά το μεγάλο και το μικρό, και θα δείς καθαρά πως το μέγιστο και το ελάχιστο συμπίπτουν. Διότι έτσι το μέγιστο είναι υπερθετικό όμως είναι υπερθετικό επίσης και το ελάχιστο. Έτσι λοιπόν η απόλυτη «ποσότης» δέν είναι πλέον μέγιστη και ελάχιστη, καθώς σ’αυτή το ελάχιστο είναι μέγιστο με έναν τρόπο συμπτωματικό». Αυτό που μας καλεί να κάνουμε για να κατανοήσουμε την Σύμπτωση των αντιθέτων, είναι να αναφερθούμε στην ποσότητα, αλλά εξαιρώντας το μεγάλο και το μικρό, δηλ, τις δύο διευθύνσεις στις οποίες η ποσότης απλώνεται. Εάν τις αφήσουμε κατα μέρος, είναι ξεκάθαρο πώς το μέγιστο και το ελάχιστο συμπίπτουν, διότι είναι και τα δύο υπερθετικά μέσα στα πλαίσια της ποσότητος και η μοναδική διαφορά που τα χωρίζει είναι πώς είναι αμοιβαίως το υπερθετικό στο μεγάλο και το υπερθετικό στο μικρό. Μία τέτοια πρόσκληση όμως ισοδυναμεί με το να εξαιρέσουμε ακριβώς τις «εκτιμήσεις» με τις οποίες το μέγιστο και το ελάχιστο υπολογίζονται. Δέν ταυτίζονται λοιπόν «κάτω απο την ίδια εκτίμηση» και γι’αυτό η σύμπτωση τους δέν αποτελεί μία αντίφαση.
Ακόμη και αν δέν κάνουμε καμμία αναφορά στην ποσότητα, δηλ. εάν δέν περιορισθούν ή συσφιχθούν το μέγιστο και το ελάχιστο, δηλ. αυτό το ίδιο το άπειρο σε μία ιδιαίτερη κατηγορία, δέν υπάρχει πλέον ούτε η ανάγκη για να μπορέσουμε να βεβαιώσουμε την σύμπτωσή τους, να αφήσουμε κατα μέρος τις «εκτιμήσεις», διότι στο άπειρο δηλ, έξω απο όλες τις ιδιαίτερες κατηγορίες οι «εκτιμήσεις» δέν υπάρχουν κάν. Και γι’αυτόν τον λόγο, λοιπόν, η σύμπτωση των αντιθέτων δέν φαίνεται να βιάζει την αρχή της μή-αντιφάσεως, και γι’αυτό μπορεί να φανεί ίσως ένας λόγος ακατανόητος, όπως θέλει και ο Cusano, αλλά καθόλου χωρίς σημασία δηλ. παράλογος.
Η ίδια εντύπωση γεννιέται και απο την ανάγνωση της τελευταίας παραγράφου του τετάρτου κεφαλαίου, όπου ο Cusano βεβαιώνει πώς οι αντίθετοι προσδιορισμοί βρίσκονται μόνον στα πράγματα που δέχονται το περισσότερο και το λιγότερο, δηλ, στις πεπερασμένες πραγματικότητες και συγκεντρώνονται σ’αυτές με διαφορετικούς τρόπους, δηλ. ακριβώς κάτω απο διαφορετικές εκτιμήσεις, όπως ακριβώς θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε—θέλει η αρχή της μή-αντιφάσεως. Αυτές όμως δέν συγκεντρώνονται καθόλου στο μέγιστο, εννοημένο στην απόλυτη σημασία του, διότι αυτό είναι πάνω απο κάθε αντίθεση. Ας σημειώσουμε εδώ πώς ο Cusano επιδιώκει να μιλήσει γιά το μέγιστο με την απόλυτη έννοια, δηλ. όχι με την μεγαλύτερη ανάμεσα στις πεπερασμένες πραγματικότητες αλλα του απείρου, το οποίο γι’αυτόν όπως ξέρουμε, υπάρχει εν ενεργεία, και είναι ακριβώς ο Θεός. Υπάρχοντας αυτό το άπειρο έξω απο κάθε σχέση, δέν μπορεί να έχει προσδιορισμούς σχετικού τύπου αντίθετους μεταξύ τους, όπως το περισσότερο και το λιγότερο, και επομένως, δέν είναι δυνατόν να θεωρηθεί κάτω απο οποιαδήποτε εκτίμηση.
Σ’αυτό το σημείο ο Cusano ξαναχρησιμοποιεί τον ορισμό που έχει ήδη δώσει στο μέγιστο σαν αυτό που είναι σε μέγιστο βαθμό, δηλ. ολοκληρωτικά εν ενεργεία. Διευκρινίζει πώς αυτό είναι εν ενεργεία «όλα τα πράγματα που μπορούν να είναι», μ’έναν τέτοιο τρόπο που έξω απο κάθε αντίθεση, το μέγιστο συμπίπτει με το ελάχιστο, και καταλήγει πως «τότε αυτό είναι εξίσου πάνω απο κάθε βεβαίωση και απο κάθε άρνηση». Ακόμη και εδώ, παρά την επιμονή στην σύμπτωση του μέγιστου με το ελάχιστο, βεβαιώνεται, αυστηρά μιλώντας, πώς το Ένα, δηλ, το εν ενεργεία άπειρο, η ολότης του πραγματικού, επειδή είναι απόλυτο δηλ. πέρα απο κάθε σχέση δέν μπορεί έχει αντιθετικούς προσδιορισμούς, καί έτσι δέν μπορεί να είναι υποκείμενο θετικών ή αρνητικών προτάσεων, με τις οποίες του αποδίδονται αντιθετικοί προσδιορισμοί.
Σε όλο αυτό δέν υπάρχει ακόμη κάτι που να αντιτίθεται στην αρχή της μή-αντιφάσεως, το οποίο απαγορεύει μόνον να αποδίδουμε στο ίδιο υποκείμενο, στον ίδιο χρόνο και κάτω απο την ίδια εκτίμηση, αντιθετικούς προσδιορισμούς. Εδώ ο Cusano φαίνεται να τις αποδίδει στο ίδιο υποκείμενο, εάν εννοηθούν το μέγιστο και το ελάχιστο σαν αντιθετικοί προσδιορισμοί, αλλά στην πραγματικότητα μας λέει πώς το άπειρο εν ενεργεία, δηλ, το όλον είναι πάνω απο αντιθετικούς προσδιορισμούς και επομένως πρέπει να συμπεράνουμε πώς το μέγιστο και το ελάχιστο εάν του αποδίδονται, δέν έχουν την σημασία αντιθετικών προσδιορισμών ή ακόμη πώς δέν του αποδίδοντα κάν, αλλα ταυτίζονται στο ίδιο απόλυτο, δηλ, είναι όλα ή ίδια και μοναδική πραγματικότης. Αυτό είναι ίσως το αυθεντικό νόημα της συμπτώσεως των αντιθέτων, η οποία καθεαυτή δέν αντιστρατεύεται την αρχή της μή –αντιφάσεως, παρά την πρόθεση του συγγραφέως.
Η πρόθεση του Cusano να πάει εναντίον αυτής της αρχής φαίνεται να εμφανίζεται στην συνέχεια του αποσπάσματος, όπου λέει : «και όλο αυτό που αντιλαμβανόμαστε πώς είναι αυτό, είναι αλλά όχι περισσότερο απο όσο δέν είναι, και όλο αυτό που γίνεται αντιληπτό πώς αυτό δέν είναι, δέν είναι αλλα όχι περισσότερο απο όσο είναι. Αυτό όμως είναι μ’έναν τρόπο ώστε να είναι όλα τα πράγματα και είναι όλα τα πράγματα μ’έναν τρόπο ώστε να μήν είναι κανένα». Εδώ γίνεται ξεκάθαρη η θέληση να επιβεβαιωθεί πώς, απο το Ένα μπορούμε να πούμε τόσο ότι είναι όσο και ότι δέν είναι, και τόσο ότι είναι όλα τα πράγματα, όσο και ότι δέν είναι κανένα απο αυτά. δηλ, πως για το Ένα είναι δυνατόν να διδάξουμε αντιθετικούς προσδιορισμούς.
Η θέληση όμως να ξεπεραστεί ή αρχή της μή-αντιφάσεως, περιορίζοντας ταυτοχρόνως το εύρος της χρησιμότητός της, αναδύεται με καθαρότητα ιδιαιτέρως απο το τέλος του κεφαλαίου : « αυτό υπερβαίνει (transcendit) κάθε δική μας ικανότητα κατανοήσεως, η οποία μέσω της νοήσεως δέν μπορεί να τοποθετηθεί μαζί μέ τα αντιφατικά στοιχεία, στην δική της αρχή». Ας παρατηρήσουμε λοιπόν την χρήση του όρου αντιφατικό, που εκφράζει καθαρά την πρόθεση να ξεχωρίση, μέσα στην σύμπτωση των αντιθέτων, μία αληθινή αντίφαση. Σχετικά μ’αυτό δέν κάνει και μεγάλη την διαφορά το γεγονός πώς τα ενάντια με τα οποία κινείται ο Cusano είναι τα αντίθετα ή τα αντιφατικά, κάτι που μελέτησαν πολύ οι ερευνητές του Cusano.
Κάθε απόδοση αντιθετικών κατηγορημάτων στο ίδιο υποκείμενο, γεννά μία αντίφαση, είται πρόκειται για ενάντα, όπως για παράδειγμα άσπρο και μαύρο, είται πρόκειται για αντιφατικά, όπως για παράδειγμα άσπρο και όχι-άσπρο.
Τέλος η πρόθεση αυτή να ξεπεραστεί η αρχή της μή –αντιφάσεως είναι διαφανής στην επανάληψη του αποσπάσματος απο τον Αριστοτέλη, η οποία έγινε στο πρώτο κεφάλαιο: «βαδίζουμε μέσω εκείνων των πραγμάτων που απο την φύση τους μας φανερώνονται και η ικανότητα μας για κατανόηση η οποία βρίσκεται πολύ μακριά απο αυτή την άπειρη αρετή, δέν μπορεί να συνδυάση στον ίδιο χρόνο (ταυτόχρονα, simul) τούς ίδιους αντιφατικούς όρους που απέχουν μεταξύ τους απείρως». Όπως είδαμε όμως τα πράγματα που φανερώνονται απο την φύση για τον Αριστοτέλη ήταν οι αρχές και οι πρώτες αιτίες, απένατι από τις οποίες η γνωστική μας ικανότητα είναι σαν τα μάτια των νυχτερίδων απέναντι στο φώς του ηλίου, διότι αυτή η δική μας ικανότητα, δηλ, η νόηση δέν ξέρει να διατυπώσει από αυτά τα πράγματα, αντιφατικούς προσδιορισμούς στο ίδιο χρόνο. (όπου υπονοείται καθαρά η αρχή της μή –αντιφάσεως)
Στην πραγματικότητα όμως η αρχή της μή-αντιφάσεως δέν καταργείται, διότι οι αντιθετικοί προσδιορισμοί δέν αποδίδονται σαν κατηγορήματα του Θεού σύμφωνα με την ίδια εκτίμηση, καθότι ο Θεός υπερβαίνει κάθε εκτίμηση , ή επειδή οι προσδιορισμοί αυτοί εκλαμβάνονται με μία σημασία η οποία υπερβαίνει κάθε κατηγορία, ώστε τελικώς δέν έχει πλέον κανένα νόημα να ομιλούμε για εκτιμήσεις γιατί αυτές δέν είναι πλέον ούτε αντίθετες. Αυτό πιστοποιείται εξάλου στις λέξεις με τις οποίες τελειώνει: «πάνω απο κάθε νοητική αναζήτηση βλέπουμε λοιπόν μ’έναν ακατανόητο τρόπο πώς η απόλυτη μεγιστότης είναι άπειρη και πώς σ’αυτή δέν αντιτίθεται τίποτε και πώς μ’αυτή συμπίπτει το ελάχιστο. Όμως μέγιστο και ελάχιστο, όπως εκλαμβάνονται στο δοκίμιο ετούτο, είναι υπερβατικοί όροι, απολύτου σημασίας, μ’έναν τέτοιο τρόπο ώστε πάνω απο κάθε περιορισμό στην ποσότητα της μάζας ή της δυνάμεως, στην απόλυτη απλότητα τους, αγκαλιάζουν όλα τα πράγματα» δηλ, η σύμπτωση των αντιθέτων εκμηδενίζει, ας πούμε αυτή την ίδια την αντίθεση ανάμεσα σε αντίθετους όρους, ακριβώς επειδή τοποθετείται σ’ένα επίπεδο το οποίο υπερβαίνει κάθε ιδιαίτερη κατηγορία και επομένως κάθε αντίθεση.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου