Ύστερα ακολουθεί στην καρδίαν θερμή ενέργεια του αγίου Πνεύματος, ζώσα και ως είναι επόμενον, ζωοποιούσα υπερφυσικώς την ψυχήν, που κατά τρόπον ανέκφραστον συνάγει τον νουν προς εαυτήν (η θεία ενέργεια), τον συσπειρώνει και τον διαφυλάττει από κάθε διάχυσιν, ενώ παραλλήλως, με ενέργειες γαλήνης, πολλής χαράς, παρακλήσεως και θείας αγάπης, του χαρίζει την ικανότητα να βλέπη τα θεία με ευκολία και να διατρίβη σ΄ αυτά. Ακολούθως δε με την ενέργειαν του αγίου Πνεύματος θεωρεί τον Θεόν κατά τρόπον ανώτερον του φανταστικού και αναλόγως ευφραίνεται από τους μεγάλους και αφορήτους έρωτας και τις πνευματικές αγαλλιάσεις. Για την θεωρίαν, όπως είπα, χρειάζεται και η σοφία. Και όπως λέγει η Γραφή, «η σοφία φωτιεί πρόσωπον ανθρώπου» (Εκκλ. Η:1). Η σοφία φωτίζει τον νουν για την μετάβασίν του, με πτερύγισμα, από την κατάστασιν της αισθήσεως εις αυτήν της νοήσεως και να υψωθή από τα αισθητά εις τα νοητά και τα θεία θεάματα και εν συνεχεία θα του αποκαλύψη, η σοφία, νοερές και ανέκφραστες πραγματικότητες και με το φως της θα ενισχύση τον νουν να ιδή, κατά την ενοποίησίν του, τον υπέρ πάσαν ουσίαν Θεόν. Γι΄ αυτό, λέγει, «μακάριος άνθρωπος ον αν παιδεύσης Κύριε και εκ του νόμου σου διδάξης αυτόν» (Ψαλμ. 93: 2). Γιατί αυτός είναι ο πραγματικός σοφός, που φθάνει με την θεϊκήν παιδείαν στην πίστιν και διδάσκεται τα μυστήρια του Θεού δια της διδαχής του αγίου Πνεύματος. ............
Συνέχεια από: Δευτέρα 2 Μαίου 2022
Ι.Ν. Αγ.Νικολάου του Νέου, Θήβα |
71. Όπως με κανένα ολότελα τρόπο, Κύριε, δεν είναι δυνατό να εννοηθείς κατά την ουσία από καμία φύση κτιστή, λογική και νοερή, ή γενικώς από καμία γνώση κτιστή, ούτε ακόμη και χερουβική, αλλά είσαι άπειρες φορές άπειρα ανώτερος από όποια γνώση, έτσι, Δέσποτα, και τα ιδιώματά Σου είναι τελείως άπειρα και αόριστα.
Από ανυπέρβλητη φροντίδα για μας, διέταξες το νομοθέτη της Παλαιάς Διαθήκης Μωυσή να κηρύττει ότι είπες πως είσαι ο Ων(Εξ. 3, 14). Αλλά κι έτσι πάλι, Εσύ αψευδέστατε και μοναδική άκρα αλήθεια, είπες για μερικούς από τους δικούς Σου, ότι ενώ φανερώθηκες σ' αυτούς, όμως το όνομά Σου δεν το αποκάλυψες(Γεν. 32, 29).Γιατί το όνομά Σου υπερβαίνει ασυγκρίτως κάθε όνομα(Φιλιπ. 2, 9), όχι μόνο όσα είναι στη γη, αλλά και όσα στα επουράνια. Εκείνοι που είναι γεμάτοι από το φως Σου σε παριστάνουν ως ουσία, αλλά χωρίς το υποκείμενο. Πάντως το είπαν έτσι για να σε εμφανίσουν ως υπερούσιο και ως νόηση ολότελα χωρίς υποκείμενο, για να γνωριστείς έτσι φανερά ότι είσαι πάνω από νόηση και από όλα όσα μπορούν να γνωσθούν άπειρες φορές άγνωστος και ανώτερος.
Είσαι τελείως ανώτερος από το χρόνο, όντας άναρχος, αυτοζωή και απέραντος· ξεφεύγεις εντελώς κάθε έννοια τόπου, Συ ο πανταχού παρών και πάνω από το παν, επειδή είσαι όλου του παντός ποιητής, και μόνος, αν και περιέχεις τις νοερές φύσεις, είσαι τόπος αδιάβατος. Εσύ υπερβαίνεις την ταχύτητα του νου και προλαμβάνεις τη σκέψη του, γιατί είσαι πάνω από το παν και χέρι που κρατάς τα πάντα, κατά τρόπο ανεξερεύνητο.
Και δεν υπόκεισαι βέβαια διόλου στους όρους της φύσεως. Γιατί είσαι απεριόριστος όχι μόνο ως προς τη φύση Σου, ως θαυμαστά ακατάληπτος, αλλά και στα φυσικά Σου ιδιώματα, αφού είσαι σοφία υπέρσοφη και δύναμη υπερδύναμη και αγάπη και αγαθότητα πάνω από κάθε έννοια αγάπης και αγαθότητας. Τι μπορεί κανείς να σε ονομάσει; Όταν λέγεσαι φως, δεν είσαι απρόσιτος; Ώστε λοιπόν είσαι πάνω από το φως. Τι άλλο; Όταν σε πούνε κριτή, δε γνωρίζεις τα πάντα και πριν από τη γένεσή τους ακόμη; Πού να βρει το γνώρισμα αυτό ένας κριτής; Άρα είσαι πολύ πάνω από κριτής.
Τί είδους δημιουργό να σε πει κανείς, που με μια μόνο ροπή του θελήματός Σου δημιουργείς, και μάλιστα διαμιάς, τα πολλά και τα διάφορα ένυλα; Όταν μαλιστα πρόκειται για τα άυλα; Ώ, τί βάθος υπεροχής! Για να πω έτσι, με μια μόνο κίνηση του Πνεύματός Σου έγιναν εκείνα που είναι μιας φύσεως, γιατί είναι πνευματικά· είναι όμως πολλά και πάμπολλα κατά τις διαθέσεις και τις διαφορές των προσώπων αν θέλεις, πράγμα τελείως θαυμάσιο και που διαφεύγει σε βαθμό υπερβολής τη διάνοια καθενός που νοεί. Είναι λοιπόν αυτά γνωρίσματα δημιουργού; Διόλου. Ώστε λοιπόν είσαι πάνω από δημιουργός.
Ονομάζεσαι κτίστης και κηρύττεσαι τεχνίτης; Και ποιος κτίστης κτίζει χωρίς θεμέλιο πάνω σε ανύπαρκτη βάση, ακόμη και το παραμικρό, όπως Εσύ, Δέσποτα, θεμελιώνεις πάνω στο τίποτε την τόσο μεγάλη γη(Ιώβ 26, 7) με όλα τα βουνά και τις πέτρες και τα διάφορα υλικά, και μάλιστα με τόση ασφάλεια; Ή ποιος τεχνίτης παράγει από τελείως ανύπαρκτη ύλη, και μάλιστα στη στιγμή, τέτοια έργα τέχνης όπως αυτά που παράγεις Εσύ; Άραγε αν πει κανείς τα δημιουργήματά Σου έργα ενός κτίστη ή ενός τεχνίτη, θα έχει δίκαιο; Κάθε άλλο βέβαια. Άρα λοιπόν είσαι άπειρα πάνω από κτίστη και τεχνίτη, όντας ο Θεός.
Ποιο είδος αγάπης μπορεί ποτέ κανένας ή να γνωρίσει ή να ακούσει ή να αναπτύξει έστω και λίγο, καθώς εκείνο το οποίο η πανθαύμαστη αγαθότητά Σου με τόσο συγκλονιστικές αποδείξεις έχει δείξει σ' εμάς με την πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως από εξαιρετική φιλανθρωπία που υπερβαίνει όλες μας τις ελπίδες; Όταν στραφούν με τη θεωρία σε αυτό όσοι έχουν τη χάρη να θεωρούν, μπαίνουν κατευθείαν μέσα σ' ένα αχανές πέλαγος παράδοξης πρόνοιας και αγάπης.
Και τότε βγαίνουν αληθινά έξω από τον εαυτό τους με δριμύτατους έρωτες, και αγνοούν πώς να ονομάσουν όπως ταιριάζει τα της οικονομίας εκείνης. Γιατί όσα συνδέονται με την ενανθρώπησή Σου υπερβαίνουν πολύ και νου και λόγο και κάθε ακοή και διάνοια, Θεέ υπεράγαθε. Είσαι Πατέρας όλων και έτσι ονομάζεσαι; Αλλά υπερέχεις, σε βαθμό ανέκφραστο, οποιασδήποτε πατρότητας και κατά την αιτία και την εξουσία και την πρόνοια και τη νουθεσία, τη μακροθυμία και την ανοχή. Ονομάζεσαι Βασιλεύς; Αλλά δεν είσαι βέβαια περισσότερο κατά το παρόν, λιγότερο κατά το μέλλον ή καθόλου κατά το παρελθόν. Πώς είσαι λοιπόν; Κατά θαυμαστό τρόπο, απόλυτα και απλά.
Γιατί η βασιλεία Σου είναι βασιλεία όλων μαζί των αιώνων και εξίσου του παρόντος, του παρελθόντος και του μέλλοντος, και η κυριαρχία Σου απλώνεται σε όλες τις γενεές(Ψαλμ. 144, 13). Έτσι σε όλα γενικώς υπερέχεις κατά πάντα σε άπειρο βαθμό, απλά και απόλυτα και, για να μιλήσω συνοπτικά, είσαι ολότελα και άπειρα έξω από αυτά, και Συ ακατάληπτε Κύριε και τα σχετικά με Σένα.
Αυτά φανταζόμενος οπωσδήποτε ο νους, ευχαριστείται με το να σε βλέπει κατά το δυνατόν και όταν κυριευθεί ολοκληρωτικά από το Πνεύμα, μπαίνει μέσα σ' ένα μυστικό γνόφο. Εκεί δεν μπορεί να σε δει τελείως, λόγω της άπειρης και απρόσιτης δόξας Σου, και με αυτό τον τρόπο αναπαύεις άρρητα με υπερκόσμια ανάπαυση εκείνους που σε θεωρούν και σε αγαπούν με θαυμαστό τρόπο. Ούτε όμως μένει και τελείως χωρίς να σε βλέπει· με τον τρόπο αυτό πάλι τους χαρίζεις ανάπαυση θεία και θαυμαστή, άρρητε, ακατανόητε, απεριόριστε, αχώρητε και, μ' ένα λόγο, πανάπειρε κατά την ουσία και την ενέργεια. Αμήν.
72. Όταν ο νους βρεθεί σε απόσταση από τις πολλές νοήσεις και, εκτοπίζοντας τις ετερότητες και τις πολυσχιδείς έννοιες, υπερβεί το νοερό διασκορπισμό με την πνοή και τη μετοχή του Αγίου Πνεύματος, το οποίο τον ενοποιεί και πνέει διαρκώς και αενάως στην καρδιά, και όταν διατρίβει συνεχώς σε θείους τόπους και διαποτιστεί, θα λέγαμε, με τις περί Θεού φαντασίες, έτσι που με νοερή ενατένιση να βλέπει με μια τα μεγαλεία του Θεού με τρόπο ενοειδή και ανείπωτα ερωτικό, τότε φτάνει ολοφάνερα στη θεία ανάπαυση και απολαμβάνει βαθιά και θεϊκή ειρήνη και αγία και πολύ ήσυχη καρδιακή ανάπαυση, με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
73. Όταν ο νους μιλά στο Θεό και προσεύχεται, όπως ένας υιός προς τον Πατέρα με τη φιλοστοργότατη διάθεση, και βλέποντας το φως του Ιησού ευφραίνεται ανέκφραστα και εκπλήσσεται ερωτικά σε μεγάλο βαθμό, αισθανόμενος μέσα στην καρδιά του ως έρωτα καθαρά θείο και υπερφυσικό την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, και θέλει να πετά πάνω από τις θείες εξεικονίσεις και τελειότητες μυστικά και υπερκόσμια, τότε πράγματι σταματά και αναπαύεται από όλα τα έργα του, υπερβαίνοντας τη νόηση και προχωρώντας στο μετά τη νόηση και απολαμβάνοντας θαυμάσια τις θείες ηδονές και αναπαυόμενος πράγματι στην ειρήνη του ζωοποιού Πνεύματος του Χριστού.
74. Ο Θεός αναπαύθηκε από όλα τα έργα που είχε αρχίσει να κάνει(Γεν. 2, 3), αλλά μετά τη συμπλήρωση των έργων μέσω του Λόγου και του Πνεύματος. Με τον ίδιο τρόπο και ο όμοιος με το Θεό νους βάζει τέλος σε όλα τα έργα του, τα οποία άρχισε να κάνει από την αρχή για τη συμπλήρωση του νοητού κόσμου της αρετής. Αλλά αυτό το κάνει αφού ανασκοπήσει και κατά κάποιο τρόπο επεξεργαστεί επαρκώς, με τη δύναμη του Θεού και του ζωοποιού Πνεύματος, όλο τον κόσμο και τα διάσπαρτα σ' αυτόν νοητά, και από αυτά ανεβεί πάλι με τη δύναμη του Λόγου και του Πνεύματος σ' εκείνα, που τα ονομάζουν μερικοί μεταφυσικά, και σκύψει πάνω στα απλά και απόλυτα μυστικά θεάματα της θεολογίας. Γιατί τότε με την παύση των έργων του απολαμβάνει πολύ μεγάλη ανάπαυση και ειρήνη μέσα σε νοερή αλήθεια, και μάλιστα θεώνεται μέσα σε φως γνώσεως και μετοχής του ζωοποιού Πνεύματος, με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
75. Όταν ο Θεός αναπαύθηκε από τα έργα Του, δεν τα έπαυσε όλα, αλλά μόνο εκείνα που είχε αρχίσει να δημιουργεί(Γεν. 2, 3)· όχι τα άναρχα και άκτιστα και όσα κατά κάποιο τρόπο είναι στη φύση Του. Ανάλογα και ο νους που μιμείται το Θεό, αφού περάσει και υπερβεί την ορατή κτίση με τη βοήθεια του θείου Λόγου και του ζωοποιού Πνεύματος, δεν παύει όλα τα φυσικά του έργα, τα οποία μήτε αρχή μήτε λήξη έχουν, αλλά παύει τα φαινόμενα έργα, τα οποία έχουν και αρχή και τέλος. Από αυτό το γεγονός, ενώ η σωματική ανάπαυση ακολουθεί την ακινησία, στο νου συμβαίνει το αντίθετο.
Γιατί αν δε γίνει αεικίνητος ο νους με τη συνεχή ζωοποιό πνοή του Πνεύματος, με γνωστική ενατένιση των ορατών, ούτε αν υπάρχει νοερή κατάπαυση δε θα μάθει, η οποία στρέφεται αεικίνητα με τρόπο ενοειδή μόνο γύρω από το Θεό και θεώνει το μέτοχό της μέσα στην άφραστη και άρρητη ανάπαυση του Χριστού.
76. Λέει ο Σολομών: «Όταν βρίσκεσαι εμπρός στο πρόσωπο του Θεού, μη σπεύσεις να πεις τίποτε. Γιατί ο Θεός είναι στον ουρανό άνω και συ στη γη κάτω»(Εκκλ. 5, 1). Έτσι με πολλή σαφήνεια και ευστοχία σου φανερώνει ποιος είναι ο καιρός να σωπαίνεις(Εκκλ. 3, 7). Δηλαδή σου λέει κατευθείαν όταν εσύ που είσαι στη γη κάτω, φτάσεις εμπρός στο πρόσωπο του Κυρίου που είναι στον ουρανό άνω, κι όταν έχεις αξιωθεί τέτοια χάρη, ώστε εσύ ο κάτω να φρονείς και να παρατηρείς και να βλέπεις τα άνω και να στέκεσαι εμπρός στο πρόσωπο του Κυρίου, μη σπεύσεις να πεις τίποτε.
Γιατί τότε είναι καιρός σιγής. Όταν δηλαδή δέχεσαι νοερά την ενέργεια της αλήθειας με τρόπο ενοειδή και θεοειδή —γιατί αυτό σημαίνει το να είσαι εμπρός στο πρόσωπο του Κυρίου, όταν τα γύρω από το Θεό ευρισκόμενα πολλά τα θεωρεί ο νους μονοειδώς με απλή και ενιαία ενατένιση μέσα στο Θεό—, μη θέλεις λοιπόν, όταν στέκεσαι εμπρός στο πρόσωπο του Θεού, να σπεύσεις να αρθρώσεις λέξη. Διαφορετικά, σπεύδεις από άγνοια να υποβιβάσεις τον εαυτό σου και να κατεβείς πιο κάτω. Ίσως όμως πρέπει να εξηγήσομε την έννοια του ρητού αυτού και ως εξής.
Ήταν εποχή που η ανθρώπινη φύση ήταν απαθής και φυσικά μακριά από κάθε κακό, κοντά στο Θεό· θεωρούσε το Θεό και απολάμβανε με ηδονή και θαυμασμό τη δόξα του κάλλους του προσώπου Του, στο πρόσωπο του προπάτορά μας Αδάμ, ως τρυφή άυλη, νοερή, ουράνια, άφθαρτη.
Πολλή χάρη έλουζε την ψυχή του πρώτου ανθρώπου και πολλές γνωστικές θεωρίες και ανατάσεις προς το Θεό πλημμύριζαν το θεόμορφο νου του, και μέσα στον αισθητό παράδεισο απολάμβανε το νοητό παράδεισο και, για να πω έτσι, τη μακάρια ζωή, ενωμένος αληθινά με τον εαυτό του και με το Θεό, μένοντας μέσα στον εαυτό του και μέσα στο Θεό όπως είναι φυσικό, πιασμένος με την ενοειδή και αληθινά θεοειδή κατάσταση, και πολύ φυσικά, αφού είχε γίνει κατ' εικόνα Θεού. Αλλά αυτά ήταν οπωσδήποτε για μας —για να πούμε με συντομία— τα αγαθά από το Θεό.
Στον εχθρό όμως της ευδαιμονίας και της δόξας μας, τον μιαρό δαίμονα, χτυπημένο από το φθόνο, αυτό ήταν ανυπόφορο. Και πώς να μην είναι; Αυτός λοιπόν ο πανόλεθρος έκανε πολλά για να εξαπατά και να απομακρύνει την ελπίδα μας με δήθεν αγαθές σκέψεις, αναρριπίζοντας την επιθυμία μας για θέωση υψηλότερη από εκείνη που είχαμε, και να διαβάλλει ο πρωτουργός της κακίας την ειλικρίνεια της εντολής του Θεού(Γεν. 3, 4-5).
Από αυτή την απάτη πάθαμε την ελεεινή καταστροφή και γίναμε εξόριστοι του Θεού και της θείας τρυφής(Γεν. 3, 23-24). Ξεπέσαμε ελεεινά από την ενοειδή και νοερή πνευματική ζωή και από τη δυνατότητα να θεωρούμε το πρόσωπο του Θεού και να λαμπρυνόμαστε καθώς θα μας αλλοίωνε η ακτίνα του θείου κάλλους, και βρεθήκαμε —όπως δεν έπρεπε— χωρισμένοι και κομματιασμένοι σε πολλά, να χαιρόμαστε αταίριαστα με την κομματιασμένη ζωή και τις ετερότητές της.
Φτάσαμε μάλιστα, αντί να πιστεύομε στη μόνη τρισυπόστατη Θεότητα, να δημιουργήσομε πολλούς και διάφορους θεούς, που δεν ήταν πραγματικοί θεοί αλλά απατηλοί και ολέθριοι και εχθρικοί δαίμονες. Χάσαμε το κυριαρχικό Ένα και την ενιαία ζωή και κατάσταση και σχιστήκαμε σε πολλά και διάφορα, και η νοερή ισχύς και έντασή μας ή μάλλον ανάταση, για να πω το καταλληλότερο, χάθηκε όχι άδικα και φτάσαμε σε βάθος όχι λίγου κακού και, εμείς οι εικόνες του Θεού και άξιοι της άνω και ουράνιας ζωής, διαλέξαμε ανόητα να φρονούμε τα κάτω.
Αλλά επειδή ο άνθρωπος δεν είναι αμετάβλητος ούτε αμετακίνητος, είναι δυνατό πάντως, κι αυτό εύλογα, όπως από την πάμπολλη εκείνη δόξα κατολισθήσαμε θλιβερά στην κατώτατη αδοξία, έτσι να ξαναγυρίσομε πίσω, να σηκώσομε το κεφάλι και να ξαναδούμε το πανσέβαστο πρόσωπο του Θεού. Όχι βέβαια από τόσο κοντά όπως πριν, αλλά από πιο μακριά και να δούμε και να δεχτούμε τη λαμπρότητα του κάλλους Του. Γιατί βέβαια και ο ιερότατος Μωυσής και όλοι οι Προφήτες και οι πριν από αυτούς, ο Αβραάμ δηλαδή και οι όμοιοί του, είδαν, όσο είναι εφικτό, αυτό το κάλλος, και μάλιστα πολύ ευκρινώς, και απόλαυσαν επαρκώς τη λαμπρότητά του και εξεπλάγησαν από την απρόσιτη δόξα του. Και άλλοι από αυτούς ελεεινολόγησαν τον εαυτό τους(Ησ. 6, 5)· άλλοι θεώρησαν και χαρακτήρισαν τον εαυτό τους χώμα και στάχτη(Γεν. 18, 27)· άλλοι ούτε να μιλήσουν δεν μπόρεσαν από την υπερβολή της δόξας εκείνου που είδαν, και κατηγόρησαν τον εαυτό τους ως ισχνόφωνο και βραδύγλωσσο(Εξ. 4, 10)· και άλλοι άλλα πλείστα και μακάρια έπαθαν μακαρίως.
Γι' αυτό ο θεσπέσιος Δαβίδ, επιθυμώντας τη λαμπρότητα του κάλλους του προσώπου του Κυρίου, αναφωνεί θρηνητικά προς το Θεό: «Πότε θα φτάσω και θα παρουσιαστώ εμπρός στο πρόσωπο του Θεού μου;»(Ψαλμ. 41, 3). Και αλλού, θέλοντας να δείξει την κατάσταση της ψυχής που είδε το πρόσωπο του Κυρίου, λέει: «Οι ευθείς θα κατοικήσουν μαζί με το πρόσωπό Σου»(Ψαλμ. 139, 14). Θέλοντας πάλι με φρόνηση να δείξει την ισχύ που παρέχει στην ψυχή το πρόσωπο του Θεού όταν αυτή το θεωρεί, λέει: «Γύρισες αλλού το πρόσωπό Σου και ταράχθηκα»(Ψαλμ. 29, 8).
Αν με την αποστροφή του θείου προσώπου επέρχεται ταραχή, άρα με την παρουσία Του και το κοίταγμά Του έρχεται πνευματική ειρήνη στην ψυχή, που είναι τόσο μεγάλο δώρο, ώστε κατατάσσεται μετά τη θεία αγάπη και τη χαρά στα χαρίσματα ή καρπούς του Αγίου Πνεύματος(Γαλ. 5, 22).
Ακόμη, ο Δαβίδ δείχνει εκείνους που ζουν με αγιότητα και οσιότητα, να πορεύονται με το φως του προσώπου του Κυρίου, λέγοντας: «Με το φως του προσώπου Σου θα πορευθούν και στο όνομά Σου θα αναγαλλιάσουν όλη την ημέρα»(Ψαλμ. 88, 16-17)· εννοεί την πνευματική ημέρα, κατά την οποία ο νοητός και άρρητος Ήλιος στέλνει στον εσωτερικό άνθρωπο τις καθαρότατες και ζωοποιές ακτίνες Του και ανατέλλει στο νου η αίσθηση των υπερκοσμίων, καθώς υψώνεται από τη γη και μετατίθεται στον ουρανό όλη η μνήμη της ψυχής.
Και ο άνθρωπος χαίρεται και σκιρτά και δίκαια ψάλλει ύμνους και ευφραίνεται με αγαλλίαση και τέρψη και χαρά που δε λέγονται και φαιδρύνεται και λαμπρύνεται με τη λαμπρότητα του προσώπου του Κυρίου. Γι' αυτό αλλού ο Δαβίδ ικετεύει το Θεό: «Μην αποστρέψεις το πρόσωπό Σου από μένα και γίνω όπως αυτοί που κατεβαίνουν στο λάκκο»(Ψαλμ. 142, 7)· γιατί η αποστροφή του προσώπου του Κυρίου είναι αιτία σκότους, ενώ η στροφή του προσώπου Του σ' εμάς είναι αιτία κάθε νοερού φωτός, κι επομένως και χαράς πνευματικής.
Όπως λέει και για τον εαυτό του ο Δαβίδ: «Αποτυπώθηκε σ' εμένα το φως του προσώπου Σου, Κύριε», και προσθέτει: «Έδωσες ευφροσύνη στην καρδιά μου»(Ψαλμ. 4, 8)· πάλι δηλαδή μαρτυρεί ότι η πνευματική δωρεά της θείας χάρης ήρθε σ' αυτόν από το φωτισμό του προσώπου του Κυρίου.
Και εξηγώντας ποιοι είναι εκείνοι που στέκονται πλησίον του προσώπου του Κυρίου και ζητούν ικετευτικά την εύνοιά Του, λέει πώς είναι οι νοητά πλούσιοι του λαού του Θεού(Ψαλμ. 44, 13). Γιατί άγιοι οπωσδήποτε και άνθρωποι του Θεού είναι πολλοί, αλλά δεν είναι δυνατό σε όλους γενικά να βλέπουν το πρόσωπο του Θεού και να ζουν βίο αγγελικό ενώ ζουν ακόμη στη γή· κάθε άλλο μάλιστα.
Αυτό το έχουν μόνο εκείνοι που πιστεύουν ότι πρέπει να λατρεύουν το Θείο με θεία σοφία και γνώση και να το προσκυνούν πνευματικά και αληθινά(Ιω. 4, 24). Αυτοί μπορούν εύλογα να ονομαστούν "πλούσιοι του λαού του Θεού", καθώς έχουν φωτιστεί σε πολλά μυστήρια της θεωρίας με μεγάλη σοφία και γνώση, η οποία, κατά τον Παύλο, δεν είναι του καθενός(Α΄ Κορ. 8, 7) αλλά όσων έχουν βάθος και πλούτο θείας και πνευματικής σοφίας και γνώσεως. Γι' αυτό, όπως είπαμε, λέει ο θαυμάσιος Δαβίδ προς το Θεό: «Το πρόσωπό Σου θα πλησιάσουν ικετευτικά οι πλούσιοι του λαού»(Ψαλμ. 44, 13).
Έτσι, γνωρίζοντας αυτά καλύτερα από όλους ο σοφός Σολομών, αφού ήταν γεμάτος από θεία σοφία περισσότερο απ' όλους, αυτός που διδάσκει πολύ επιτήδεια, λέει: «Μη σπεύσεις να πεις τίποτε εμπρός στο πρόσωπο του Κυρίου, γιατί ο Θεός είναι στον ουρανό άνω και συ στη γη κάτω»(Εκκλ. 5, 1).
Όταν κατά θεία δωρεά φτάσεις εμπρός στο πρόσωπο του Κυρίου, όταν δηλαδή ανεβεί εκεί η θεωρία του νου με θεία και ενοειδή φαντασία, τότε είναι καιρός σιγής· μη σπεύσεις λοιπόν άστοχα να πεις κάτι από τη συνήθεια, γιατί τότε δεν είναι καιρός ομιλίας(Εκκλ. 3, 7). Γιατί τότε γίνεσαι και συ θεός ενώ βρίσκεσαι ακόμη στη γη, καθώς βλέπεις το πρόσωπο του ουράνιου Θεού όπως οι Άγγελοι, σύμφωνα με το λόγο του Σωτήρα, ότι οι Άγγελοι βλέπουν συνεχώς το πρόσωπο του Πατέρα μας στους ουρανούς(Ματθ. 18, 10).
Γι' αυτό όταν ακούσεις το Σολομώντα να λέει σε άλλο μέρος: «Οι δίκαιοι έχουν φως παντοτινά»(Παροιμ. 13, 9), να σκεφτείς εύλογα ότι αυτό το πάσχουν από την ακτινοβολία του προσώπου του Κυρίου, βλέποντας αγγελοειδώς με τη θεία χάρη το πρόσωπο του Κυρίου παντοτινά, από το οποίο εκχύνεται φως σαν από πηγή. Άλλος άγγελος λοιπόν, για να μην πω θεός, γίνεται και είναι ο άνθρωπος στη γη.
Και μάλιστα επανέρχεσαι και στη δωρεά του "κατ' εικόνα" που δίνει η χάρη του Κυρίου, κι εκείνο που είναι ο Θεός άνω γίνεσαι εσύ στη γη κάτω, δηλαδή θεός. Και δεν εκφράζεις το θαυμάσιο αυτό με λόγια, ούτε με μετάβαση από νόημα σε νόημα και με κίνηση του λογιστικού σου, ώστε να διαιρείσαι νοερά, αλλά προσεγγίζοντας ενιαία και θεωρώντας όπως ο Θεός χωρίς όραση και χωρίς νοερή κίνηση, με απλή και ενιαία ενατένιση, κι εντρυφώντας στην κρυστάλλινη και απρόσιτη λαμπρότητα που εκπέμπεται από το πρόσωπο του Κυρίου.
Αυτή λοιπόν είναι η κορυφαία και ζηλευτή στους φρόνιμους κατάσταση του νου προς το Θεό και το άνθος ας πούμε της νοερής καθαρότητας, η ευκταία ενότητα της πίστεως(Εφ. 4, 13), η οποία τελείται με την κοινωνία του Πνεύματος.
Αυτός είναι ο ένδοξος καρπός της θείας και θεοποιητικής σοφίας, το θεμέλιο της πνευματικής ειρήνης, το καταφύγιο της πνευματικής χαράς, η πύλη της αγάπης του Θεού, το βλάστημα της ελλάμψεως, η αιτία της ροής από την καρδιά των ακένωτων υδάτων του Πνεύματος, η αληθινή τροφή και τρυφή και αύξηση και αλλοίωση της ψυχής που συμβόλιζε το μάνα, η αρχή της αποκαλύψεως των θείων και αλαλήτων μυστηρίων, το συμπέρασμα της μιας και πρώτης αλήθειας, ο αφανισμός των οποιωνδήποτε λογισμών, η παύση όλων των νοήσεων, η γνώση που υπερβαίνει τη νόηση, η αφορμή της εκπλήξεως, η υπέρλογη μεταβολή και αλλοίωση του νου προς την απλότητα και την με κάθε τρόπο αοριστία, την απειρία και απεριληψία, την απόρριψη κάθε μορφής, σχήματος, ποιοτικού ή ποσοτικού προσδιορισμού, προς το αψηλάφητο και υπερκόσμιο, και γενικά η αποκατάστασή του στην ομοιότητα του Θεού.
Μη λοιπόν από αμάθεια, όταν έρθεις σ' αυτή την κατάσταση και θεοποιείσαι, κατά κάποιο τρόπο, από φιλανθρωπία της χάρης, μη σπεύσεις να προφέρεις λόγο, ούτε ένα, εμπρός στο πρόσωπο του Κυρίου(Εκκλ. 5, 1). Σε Αυτόν ανήκει η μία και απλή δόξα στους αιώνες.
77. Ο νους που θέλει να θεωρεί τα πάνω από αυτόν νοητά, αν δεν έχει συνεργό με τη θεία χάρη και την καρδιά του, βλέπει αμυδρά, αφώτιστα και συγκεχυμένα. Γι' αυτό και στερείται και την κυριότερη ηδονή του, κι ας νομίζει από άγνοια ότι τη νιώθει, επειδή ουδέποτε τη γεύθηκε. Όπως ακριβώς νομίζει ότι ευχαριστείται κάπως αυτός που τρώει το κριθαρένιο ψωμί, αν και απέχει πολύ από την ηδονή του ψωμιού, επειδή αγνοεί τη γεύση του σιμιγδαλένιου ψωμιού.
78. Μετά τη νοερή ένωση της καρδιάς διά μέσου της θείας χάρης, ο νους βλέπει μέσα σε φως πνευματικό χωρίς να πλανάται και τείνει προς το επιθυμητό του, το οποίο είναι ο Θεός, και βγαίνει τελείως έξω από την αίσθηση, δηλαδή γίνεται άχρωμος, άποιος και απαλλαγμένος από τις φαντασίες των αισθητών.
79. Ο νους ο οποίος οδηγείται από τη χάρη στη θεωρία, πράγματι τρώει αδιάκοπα μάνα πνευματικό. Γιατί το αισθητό μάνα που έτρωγε ο ισραηλιτικός λαός είχε ευχάριστη γεύση και αξιόλογη δύναμη που έτρεφε το σώμα, αλλά δεν ήταν γνωστό ποιά ήταν η ουσία του. Γι' αυτό και λεγόταν μάνα, που σημαίνει το άγνωστο, γιατί η λέξη αυτή θα πει «τί είναι τούτο;». Καθώς δηλαδή το έβλεπαν και το έτρωγαν χωρίς να γνωρίζουν την ουσία του, έλεγαν με απορία: «Τι είναι τούτο;»(Έξ. 16, 15).
Έτσι και ο θεωρητικός, πάντοτε παθαίνει έκσταση του νου κι αναρωτιέται «τι είναι τούτο;». Αυτό δηλαδή που όταν το θεωρούμε ευφραίνει και όταν τρώγεται πνευματικά τρέφει το νου, ενώ υπερβαίνει καθ' εαυτό τη νόηση, επειδή είναι θείο και υπερφυσικό· κι ενώ τρέφει παράδοξα και ποτίζει το νου, ξεφεύγει την κατάσταση του νου, επειδή είναι όχι μόνο ακατάληπτο στην ουσία, αλλά και άπειρο και απροσδιόριστο.
80. Τρία είναι αυτά που μαρτυρούν για την αλήθεια, θα έλεγα εύλογα κι εγώ. Η κτίση, η Γραφή και η δύναμη του Πνεύματος. Γιατί από τη Γραφή και την κτίση, όταν τις βλέπομε πνευματικά, θεωρείται η μόνη απλή αλήθεια και η προερχόμενη από αυτή σύνθετη. Κι όταν από τα τρία που είπαμε φτάσει κανείς στα επόμενα δύο και σταθεί σ' αυτά, βρήκε με τη χάρη του Χριστού την απλανή οδό.
Γιατί από την απλή αλήθεια πέτυχε νοητό ύψος και βάθος, αλλά και πλάτος άπειρο, και από αυτά φτάνοντας σε έκπληξη υμνεί γεμάτος φόβο. Από τη σύνθετη αλήθεια, εκτός απ' όσα είπαμε, βρήκε και καρδιακή ειρήνη, αγάπη και χαρά· γι' αυτό έκθαμβος ψάλλει γεμάτος αγάπη. Ο άνθρωπος όμως χρειάζεται μεγάλο χρονικό διάστημα και κόπο και υπομονή, ώστε αφού κατά κάποιο τρόπο αποβάλλει τις αισθήσεις και αποσπάσει το νου από τα αισθητά, να σταθεί στα νοητά, μετά τα οποία λάμπει στην ψυχή η θεωρία της αλήθειας.
Δε λέω ότι για να βρεθεί η αλήθεια έχει ανάγκη αυτά, δηλαδή το χρονικό διάστημα για να εννοηθεί ή τον κόπο και την υπομονή, αλλά λέω ότι ο άνθρωπος τα έχει ανάγκη. Γιατί βέβαια η αλήθεια είναι ένα και απλό, κι ας θεωρείται με δύο τρόπους για να φανερωθεί, και σχεδόν φωνάζει από παντού και μαρτυρεί τον εαυτό της σ' εκείνους που θέλουν να τη βλέπουν.
Αλλά ο άνθρωπος, επειδή είναι σύνθετος και συνδεδεμένος με τις αισθήσεις, κι επειδή ακόμη υπόκειται σε μεταβολές και σε τροπή, βγαίνει ενίοτε έξω από τον εαυτό του κατά κάποιο τρόπο και γίνεται χωρίς να το καταλάβει αντίπαλος του εαυτού του με την πονηρία της οιήσεως και τη νόσο της απιστίας.
Και με τα τρία αυτά, οίηση, πονηρία και απιστία, ξεπέφτει ελεεινά από την αλήθεια, η οποία μαρτυρείται από τα τρία εκείνα, τη Γραφή, την κτίση και το Πνεύμα.
Για να απαλλαγεί ο νους από τη φοβερή οίηση και τα άλλα, χρειάζεται να ταπεινωθεί και να πιστέψει με απλότητα· κι έπειτα κατευθείαν από τη Γραφή και την κτίση με τη δύναμη του Πνεύματος να γνωρίσει καθαρά όχι μόνο την απλούστατη αλήθεια, αλλά και τη σύνθετη που προέρχεται από την απλή. Ακόμη θα εννοήσει και ποιό ήταν εκείνο που τον εμπόδιζε από τη θεωρία της αλήθειας και, θα πρόσθετα, και από την απόλαυσή της.
Ένα λοιπόν και μόνο είναι εκ φύσεως απλό, η πρώτη αλήθεια. Ύστερα από αυτήν είναι, για τους σύνθετους εμάς, η σύνθετη αλήθεια. Και αυτό είναι ο έσχατος και άριστος στόχος του νου μας, προς τον οποίο σπεύδει κάθε πολιτεία και άσκηση εκείνων που επιδιώκουν τον πνευματικό σκοπό, πώς να δει γυμνός ο νους, όσο είναι δυνατό, και να απολαύσει τη λαμπηδόνα που προέρχεται από την πρώτη και μόνη αλήθεια και από τη σύνθετη με τρόπο θαυμαστό.
Αυτό δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, παρά με την ταπείνωση, την απλότητα και την πίστη, με τη μαρτυρία της Γραφής και της κτίσεως με τη δύναμη του Πνεύματος. Όταν ο νους καθρεφτίσει μέσα του με τις τρεις δυνάμεις του την αλήθεια με τη μαρτυρία των τριών που είπαμε, τότε σαν ξαναγυρίζει στον εαυτό του γίνεται πολύ ταπεινότερος και απλούστερος και με βεβαιότητα πιστός.
Και από εκεί ανεβαίνει με βήμα ταχύ, όπως λένε, στη θεωρία της αλήθειας και με τις ακτίνες εκείνης φωτίζεται λαμπρότερα. Με αυτές επιστρέφει στον εαυτό του λόγω του μεγέθους της δόξας που θεώρησε, και κατεβαίνει σε ακόμα πιο μεγάλη ταπείνωση και απλότητα και πέφτει σε έκπληξη κυριευμένος από την πίστη.
Και έτσι, σαν να συμπληρώνει και να ξαναγυρίζει κάποιο θείο κύκλο, ανεβαίνοντας με ταπείνωση και απλότητα και πίστη και βλέποντας την αλήθεια, και με τη λαμπρότητα της αλήθειας προχωρώντας περισσότερο στην ταπείνωση, την απλότητα και την πίστη. Και δεν παύει να πορεύεται το δρόμο αυτό όσο διαρκεί το "σήμερα" της ζωής, θεωρώντας την αλήθεια με ταπείνωση και απλότητα και πίστη, μέσω της μαρτυρίας της Γραφής και της κτίσεως με τη δύναμη του Πνεύματος, και επανακάμπτοντας πάλι εκεί απ' όπου ξεκίνησε.
Κι έτσι θεώνεται με τη χάρη μέρα με τη μέρα και φωτίζεται τις υπέρλογες πραγματικότητες και ζει μια ζωή γεμάτη από κάθε χαρά με τη δύναμη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας και γεύεται ως προκαταβολή την απόλαυση των μελλόντων αιωνίων αγαθών.
Η ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΖΩΗ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΑΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΟΥΜΕ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΧΡΟΝΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου