Ὁ καθηγητὴς Τσελεγγίδης τονίζει:
Ἡ μεταπατερικὴ θεολογία δὲν ἔχει ἁπλῶς χαρακτῆρα «πατρομαχίας, ἀλλὰ κυρίως συνιστᾶ μία θεομαχία»
Στὴν Ἡμερίδα ποὺ πραγματοποιήθηκε στὶς 15 Φεβρουαρίου 2012 στὸν Πειραιᾶ καὶ στὸ Στάδιο «Εἰρήνης καὶ Φιλίας» μὲ θέμα «Πατερικὴ Θεολογία καὶ Μεταπατερικὴ Αἵρεση», μίλησε καὶ ὁ καθηγητὴς θεολογίας κ. Δημ. Τσελεγγίδης. Ἡ εἰσήγησή του εἶχε τὸν τίτλο:
«Νεοπατερικὴ ἢ νεοβαρ-λααμιτικὴ θεολογία; Ἄγνοια ἢ ἄρνηση τῆς ἁγιότητας; Κριτήρια τοῦ ὀρθοδόξως καὶ ἀπλανῶς θεολογεῖν». Καὶ ὑπότιτλο: «Ἡ ὑπεροψία καὶ ἡ θεολογικὴ ἐκτροπὴ τῶν ἐπίδοξων μεταπατερικῶν θεολόγων». Ἀσφαλῶς (ὅπως συμβαίνει σὲ παρόμοιες περιπτώσεις) τὸ κείμενο αὐτὸ θὰ δημοσιευθεῖ, μαζί μὲ τὶς ἄλλες εἰσηγήσεις (ὅπως τοῦ μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱερόθεου, τῶν πρωτοπρεσβυτέρων καθηγητῶν π. Γ. Μεταλληνοῦ καὶ π. Θ. Ζήση κ.ἄ.) στὴν πληρότητά του ὡς γραπτὸς λόγος, μὲ τὶς στίξεις, τὴν προσθήκη ὅσων δὲν ἀναγνώστηκαν λόγῳ ἐλλείψεως χρόνου, καὶ μὲ τὶς ὑποσημειώσεις.
Ἐπειδὴ ὣς τὴν δημοσίευση θὰ παρέλθη ἀρκετὸς χρόνος –καὶ τὰ γεγονότα τρέχουν– σκεφτήκαμε πὼς ἡ ἀπομαγνητοφώνηση ἑνὸς τμήματος τῆς εἰσηγήσεως αὐτῆς ἦταν ἀναγκαία τώρα, γιατὶ α) γιὰ πρώτη φορὰ ἐπίσημα σὲ Ἡμερίδα ἀποκαλύπτεται μὲ ὑπεύθυνο θεολογικὸ λόγο, πὼς ἡ μεταπατερικὴ θεολογία ἀποτελεῖ μέρος τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ προσβολὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας (ἔστω κι ἂν δὲν κατονομάστηκαν ἀπὸ τὸν ὁμιλητὴ οἱ μεταπατερικοὶ θεολόγοι) καὶ β) καθόσον ἡ «Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν» Βόλου ἀνακοίνωσε μιὰ Ἐκδήλωση-Διάλεξη ποὺ διοργανώνει στὶς 5 Μαρτίου 2012! Καὶ ποῦ θὰ γίνει αὐτὴ ἡ Διάλεξη; Στὴν Ἀθήνα καὶ στὴν αἴθουσα Ἐπιμορφωτικῶν ἐκδηλώσεων τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς!
Δηλαδή, τὴν στιγμὴ ποὺ ἕνα μεγάλο τμῆμα τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐδῶ καὶ καιρὸ (καὶ μὲ τὴν ἐν λόγῳ Ἡμερίδα) καταδικάζει τὴν μεταπατερικὴ θεολογία καὶ τὴν Ἀκαδημία τοῦ Βόλου, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καὶ ὁ Δημητριάδος Ἰγνάτιος, συνεχίζουν ἀπτόητοι τὸ διχαστικό τους ἔργο καὶ
Ι) Ἤδη στὶς 2 Δεκεμβρίου 2011 ὁ κ. Ἱερώνυμος δέχτηκε στὸ Ἀρχιεπισκοπικὸ Μέγαρο «τὸ Δ. Σ. τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Πρόεδρό του ...Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιο» καὶ τότε, εἶχε τὴν εὐκαιρία «ὁ Μακαριώτατος νὰ ἐκφράσει τὴν εὐαρέσκεια καὶ ἱκανοποίησή του γιὰ τὴν πλούσια καὶ καρποφόρα δράση τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν, ἐνῶ δὲν παρέλειψε νὰ ἐπαναλάβει τὴ στήριξη καὶ ἐκτίμησή του γιὰ τὸ πρωτοποριακὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελεῖται στὸ Βόλο. Σημείωσε δὲ ὅτι ...Ἐκκλησία μας ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ φωνὲς σὰν τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Βόλου, γι’ αὐτὸ καὶ ἐνθάρρυνε τοὺς ὑπευθύνους της νὰ συνεχίσουν στὸν ἴδιο δρόμο, ἀψηφώντας τὶς ἀνοίκιες καὶ ἄδικες ἐπιθέσεις» ἐναντίον της!
ΙΙ) Παραχωρεῖ χῶρο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς γιὰ ἐκδηλώσεις τῆς Ἀκαδημίας Βόλου, ὅπου διδάσκεται ἡ μεταπατερικὴ θεολογία, ἐνῶ δὲν παρέστη στὴν Ἡμερίδα τοῦ Πειραιᾶ, κατὰ τὴν ὁποία ἦταν γνωστὸ πὼς θὰ εἶχε ὡς θέμα τὴν αἵρεση τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας! (Ἀντίθετα τὸ 2010, σὲ ἄλλη Ἡμερίδα στὸν Πειραιᾶ μὲ παρόμοιο θέμα εἶχε δώσει τὸ παρόν).
Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ κάθε καινοτομία ἐπιφέρει σύγχυση καὶ διχασμὸ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκκλησίας, παραθέτουμε ἕνα μέρος τῆς εἰσηγήσεως τοῦ κ. Τσελεγγίδη, ποὺ ἐκφράζει τὶς πατερικὲς θέσεις γιὰ τὸ θέμα, καὶ ὡς ἐκ τούτου δρᾶ προληπτικὰ καὶ (γιὰ ὅσους θέλουν) θεραπευτικά.
«Τὸ καταστρεπτικότερο ἔργο στὶς συνειδήσεις τοῦ χριστιανικοῦ θεολογικοῦ κόσμου εὐρύτερα, τὸ ἔκαναν κατὰ τὴν γνώμη μας οἱ Προτεστάντες. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἀμφισβήτησαν εὐθέως τὸ κύρος τῶν Οἰκουμ. Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἄλλωστε καὶ τὴ σύνολη Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοσή της. Ταυτόχρονα ἀκύρωσαν ἐπισήμως, οὐσιαστικὰ καὶ τυπικά, τὴν ἁγιότητα ὅλων τῶν ἐπωνύμων ἁγίων, ἀμφισβητώντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ καὶ τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία τῆς ἑκάστοτε ἐπὶ γῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας.
Ἀντίστοιχα, τὸ καταστρεπτικότερο ἔργο στὴν δογματικὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τὸ ἔκανε καὶ ἐξακολουθεῖ, ἀμείωτα, νὰ τὸ κάνει ὁ Οἰκουμενισμός. Ὁ Οἰκουμενισμὸς ἀποτελεῖ σήμερα τὸν δυσώδη φορέα, τοῦ διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ, καὶ κατὰ συνέπεια τὸν πιὸ ἐπίσημο φορέα τῆς ἐπικινδυνότερης πολυ-αιρέσεως ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐπειδὴ συμβάλλει ἀποφασιστικὰ στὴν ἄμβλυνση τοῦ ὀρθοδόξου κριτηρίου καὶ τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας.
Συγκεκριμένα διὰ τῶν ἐκπροσώπων του, τοπικῶς καὶ διεθνῶς, ἐπιχειρεῖ διαρκῶς καὶ βαθμιαίως, ὅλο καὶ μεγαλύτερες ἐκπτώσεις στὴν ἐκκλησιολογική-δογματικὴ συνείδηση τῶν ἀνυποψίαστων πνευματικῶς ὀρθοδόξων πιστῶν. Καὶ αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνει εἰδικότερα μὲ τὴν σχετικοποίηση ἢ καὶ τὴν ἀκύρωση στὴν πράξη τοῦ κύρους τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων, καὶ μάλιστα συλλογικῶν ἀποφάσεών τους, στὸ πλαίσιο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Βλέπε λ.χ. τὴν κατάφορη καὶ κατ’ ἐξακολούθησιν –ἐδῶ καὶ χρόνια– παραβίαση τοῦ 2ου κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ ἀπαγορεύει ρητῶς τὴν συμπροσευχὴ μὲ ἀκοινώνητους καὶ ἑτεροδόξους, μὲ τὴν σαφῆ ἀπειλὴ τῆς καθαιρέσεως τῶν κληρικῶν καὶ τοῦ ἀφορισμοῦ τῶν λαϊκῶν ποὺ τὴν παραβιάζουν.
Στὸ παραπάνω εὐρύτερα ἐκκοσμικευμένο θεολογικὸ κλίμα καὶ εἰδικότερα καὶ κατ’ ἐξοχὴν στὸ καθαυτὸ πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ποὺ περιγράψαμε ἐντάσσεται ὀργανικὰ καὶ τὸ ἐμφανιζόμενο τὸν τελευταῖο καιρὸ κίνημα τῶν ἐπίδοξων μεταπατερικῶν θεολόγων...
Στὴ σύντομη θεολογικὴ τοποθέτησή μας θὰ ἑστιάσουμε κατ’ ἐξοχὴν στὸ φρόνημα καὶ ὄχι στὸ πρόσωπο τῶν μεταπατερικῶν θεολόγων, καθὼς καὶ στὰ κριτήρια τῆς ὑποδηλουμένης θεολογίας τους.
Δυστυχῶς, οἱ ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μας μεταπατερικοὶ θεολόγοι, μὲ τὶς παράτολμες ἢ μᾶλλον μὲ τὶς θρασύτατες καὶ οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν, ἴσως, διατυπώσεις τους, ἐμφανίζονται πρακτικῶς νὰ ἀγνοοῦν πλήρως, τί εἶναι ἡ ἁγιότητα καθ’ ἑαυτήν, καὶ κατ’ ἐπέκτασιν, τί εἶναι καθ’ ἑαυτὴν ἡ ἁγιοπνευματικὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ, κατὰ τὴν ἐμπειρίαν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν θεμελιώδη προϋπόθεση τοῦ ὀρθοδόξως καὶ ἀπλανῶς θεολογεῖν. Ἀκόμα εἰδικότερα, ἐμφανίζονται στὰ κείμενά τους, νὰ ἀγνοοῦν ὅτι ὀρθόδοξη καὶ ἀπλανῆ θεολογία παράγουν πρωτογενῶς, μόνο ὅσοι καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία τῶν παθῶν τους, καὶ κυρίως, ὅσοι φωτίστηκαν καὶ θεώθηκαν ἀπὸ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες ἐλλάμψεις τῆς θεοποιοῦ Χάριτος.
Δυστυχῶς, οἱ ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μας μεταπατερικοὶ θεολόγοι, μὲ τὶς παράτολμες ἢ μᾶλλον μὲ τὶς θρασύτατες καὶ οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν, ἴσως, διατυπώσεις τους, ἐμφανίζονται πρακτικῶς νὰ ἀγνοοῦν πλήρως, τί εἶναι ἡ ἁγιότητα καθ’ ἑαυτήν, καὶ κατ’ ἐπέκτασιν, τί εἶναι καθ’ ἑαυτὴν ἡ ἁγιοπνευματικὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ, κατὰ τὴν ἐμπειρίαν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν θεμελιώδη προϋπόθεση τοῦ ὀρθοδόξως καὶ ἀπλανῶς θεολογεῖν. Ἀκόμα εἰδικότερα, ἐμφανίζονται στὰ κείμενά τους, νὰ ἀγνοοῦν ὅτι ὀρθόδοξη καὶ ἀπλανῆ θεολογία παράγουν πρωτογενῶς, μόνο ὅσοι καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία τῶν παθῶν τους, καὶ κυρίως, ὅσοι φωτίστηκαν καὶ θεώθηκαν ἀπὸ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες ἐλλάμψεις τῆς θεοποιοῦ Χάριτος.
Ἡ ἐπιχειρούμενη αὐθαδῶς ὑπέρβαση τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἐκ μέρους τῶν μεταπατερικῶν θεολόγων, κλονίζει τὴν ἀπαραίτητη γιὰ τοὺς πιστοὺς βεβαιότητα, ὡς πρὸς τὴν διαχρονικὴ ἰσχὺ τῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογίας, ἐνῶ παράλληλα εἰσάγει ἀθέμιτα καὶ πονηρὰ τὴν προτεσταντικοῦ τύπου θεολογικὴ πιθανολογία. Μὲ τὸν τρόπο, ὅμως, αὐτὸ στὴν πραγματικότητα, «μεταίρονται ὅρια ἃ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν». Ἀλλὰ τοῦτο παραβιάζει βάναυσα, τόσο τὸν ἁγιοπατερικό, ὅσο καὶ τὸν θεόπνευστο βιβλικὸ λόγο.
Μὲ βάση τὰ παραπάνω... θὰ μπορούσαμε νὰ ὑποστηρίξουμε ἐπιστημονικῶς, ὅτι οἱ ἐπίδοξοι μεταπατερικοὶ θεολόγοι, σαφῶς δὲν ἔχουν τὶς προϋποθέσεις τῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογίας. Γιατί, ἀλήθεια, πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ ὑποστηρίξουν ὅτι τὶς ἔχουν, ὅταν συμβαίνει νὰ εἰσηγοῦνται αὐθαδῶς τὴν ὑπέρβαση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἢ ὅταν ἐπιχειροῦν νὰ εἰσαγάγουν στὴν ἐκκλησιαστικὴ θεολογικὴ σκέψη μιὰ δυτικοῦ τύπου θεολογικὴ καὶ γνωσιολογικὴ πιθανολογία, ποὺ ὡς προϋπόθεσή της ἔχει τὴν ἐπιστημονικὴ ἀκαδημαϊκὴ θωράκιση καὶ τὸν θεολογικὸ στοχασμό;
Αὐτὴ καθεαυτήν, ἄλλωστε, ἡ ἔπαρση ὁδηγεῖ στὴν ἀπεμπόλιση τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο ἐγγυᾶται τὴν γνησιότητα τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας. Τὰ ἐπιστημονικά-ἀκαδημαϊκὰ κριτήρια ποὺ εἰσηγοῦνται οἱ μεταπατερικοὶ θεολόγοι, ὡς τεκμήρια τῆς ἀντικειμενικότητάς τους, δὲν συμπίπτουν ἀπαραιτήτως μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ κριτήρια τῶν θεολογεῖν ὀρθοδόξως καὶ ἀπλανῶς, ὅταν μάλιστα τὰ κριτήρια αὐτὰ χρησιμοποιοῦνται ἀπροϋποθέτως.
Ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ θεολογία ἔχει σαφῶς καὶ κυρίως ἁγιοπνευματικὰ κριτήρια. Τὸ κατ’ ἐξοχὴν καὶ κορυφαῖο κριτήριο τοῦ ἀπλανοῦς χαρακτῆρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας εἶναι ἡ ἁγιότητα τῶν θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι τὴν διατύπωσαν. Προκαλεῖ βαθύτατη θλίψη ἡ παχυλὴ ἄγνοια καὶ ἡ ἐπ’ αὐτῆς ἐρειδομένη ἔπαρση τῶν μεταπατερικῶν θεολόγων, οἱ ὁποῖοι ἐπιχειροῦν, ὅλως ἀμαθῶς, νὰ ὑποκαταστήσουν τὴν ἐνοχλητικὴ μᾶλλον γι’ αὐτοὺς ἁγιοπατερικὴ θεολογία τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ἐπικαιροποιημένη ἐπιστημονικὴ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία τους.
Μὲ τὴν στάση τους αὐτὴ φανερώνουν σαφῶς, ὅτι δὲν γνωρίζουν τὴν πραγματικότητα, πὼς οἱ Πατέρες εἶναι ἐνεργῶς θεοφόροι καὶ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀγνοοῦν, ὅμως, κυρίως ὅτι ἡ ἁγιότητα τῶν Ἁγίων καὶ ἡ ἁγιότητα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ εἶναι μία καὶ ἡ αὐτὴ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης. Δηλ. ἡ ἁγιότητα τῶν Ἁγίων ἔχει ὀντολογικὸ χαρακτῆρα καὶ εἶναι ἄκτιστη ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, στὴν ὁποία μετέχοντας ὁ πιστὸς ἄμεσα καὶ προσωπικά, καὶ ὑπὸ σαφεῖς ἐκκλησιαστικὲς προϋποθέσεις, καθίσταται ἐν πάσῃ αἰσθήσει κοινωνὸς τῆς ἁγιότητος τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι λοιπὸν εὐνόητο ὅτι ὁ χαρακτὴρ τῆς ἁγιότητος τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι ἄκτιστος.
Οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐξέφρασαν ἀπλανῶς τὴν ἀποστολικὴ Παράδοση στὴν ἐποχή τους, ἀφοῦ ὅμως προηγουμένως τὴν βίωσαν ἡσυχαστικῶς, ἀσκητικῶς καὶ κατ’ ἐξοχὴν μυστηριακῶς. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (ἐνδεικτικὰ) ἐπικαιροποίησαν τὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση, ἐκφράζοντας σὲ λόγια θεολογικὴ γλῶσσα, αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ βίωναν ἀκτίστως καὶ ἐν πάσῃ αἰσθήσει καὶ οἱ ἄλλοι, μὴ λόγιοι ἅγιοι Πατέρες, ἀλλὰ καὶ οἱ ὀλιγογράμματοι χαρισματοῦχοι, ὅπως καὶ οἱ ἁπλοὶ θεοφόροι πιστοὶ στὴν ἐποχή τους.
Ἡ χαρισματικὴ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ τὴν πρωτογενῆ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἁπλοϊκὴ ἢ τὴν ἔντεχνη καὶ λόγια ἐκφορά της. Ἡ θεολογία αὐτὴ ἀποτελεῖ πιστὴ ἔκφραση καὶ ἑρμηνεία τῆς ζωντανῆς καὶ ἄκτιστης ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν συγκεκριμένη ἱστορικὴ πραγματικότητα τῆς ζωῆς τῶν θεουμένων πιστῶν της. «Ὑπὸ Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἀπὸ Θεοῦ ἄνθρωποι», μᾶς διαβεβαιώνει ὁ κορυφαῖος ἀπὸ τοὺς ἐπόπτες τῆς θείας μεγαλειότητας.
Ἡ χαρισματικὴ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ τὴν πρωτογενῆ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἁπλοϊκὴ ἢ τὴν ἔντεχνη καὶ λόγια ἐκφορά της. Ἡ θεολογία αὐτὴ ἀποτελεῖ πιστὴ ἔκφραση καὶ ἑρμηνεία τῆς ζωντανῆς καὶ ἄκτιστης ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν συγκεκριμένη ἱστορικὴ πραγματικότητα τῆς ζωῆς τῶν θεουμένων πιστῶν της. «Ὑπὸ Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἀπὸ Θεοῦ ἄνθρωποι», μᾶς διαβεβαιώνει ὁ κορυφαῖος ἀπὸ τοὺς ἐπόπτες τῆς θείας μεγαλειότητας.
Νὰ ἐπανέλθουμε, ὅμως, στὰ κριτήρια τοῦ θεολογεῖν. Τὰ ἐπιστημονικὰ ἀκαδημαϊκὰ κριτήρια εἶναι κτιστά. Γι’ αὐτό, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἀσφαλέστατο κριτήριο τῆς ἀκτίστου ἁγιότητας, ἡ μόνη διασφάλιση γιὰ ἀπλανῆ ὀρθόδοξη ἐπιστημονικὴ θεολογία, μπορεῖ νὰ ἀναζητηθεῖ καὶ ἀπὸ τοὺς στερουμένους τὴν ἁγιότητα ἐπιστήμονες θεολόγους, στὸ ταπεινὸ φρόνημα ποὺ ἐνέχει καὶ ἐκφράζει ἡ διαχρονικῶς ἐφαρμοζομένη ἐκκλησιαστικὴ μέθοδος, ἡ ὁποία σημαίνεται στὴν γνωστὴ ἁγιοπατερικὴ διατύπωση: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσιν». Αὐτὸ ἄλλωστε τὸ ταπεινὸ φρόνημα, τὸ ὁποῖο διασφάλιζε τὴν ἁγιότητά τους, εἶχαν ὅλοι οἱ θεοφόροι Πατέρες ποὺ συμμετεῖχαν στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, οἱ ὁποῖες ὁριοθέτησαν ἀπλανῶς τὴν ἐκκλησιαστικὴ θεολογία.
Ὁ θεολογικὸς στοχασμός, στὸν ὁποῖον ἀρέσκονται νὰ ἀναφέρονται οἱ μεταπατερικοὶ θεολόγοι καὶ ἡ συνεπαγόμενη θεολογικὴ πιθανολογία, δὲν προσιδιάζουν στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ θεολογία, ἀλλὰ στὴν ἑτερόδοξη καὶ αἱρετική, ἡ ὁποία, ὅπως εὔστοχα χαρακτηρίστηκε ἀπὸ τοὺς θεοφόρους Πατέρες, εἶναι τεχνολογία μᾶλλον, παρὰ θεολογία.
Εἶναι ἀξιοσημείωτη στὴν προκειμένη περίπτωση καὶ ἡ καίρια παρατήρηση τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Σιναΐτη τῆς Κλίμακος, ὅτι «ὁ Θεὸν μὴ γνούς», ἐννοεῖται ἐμπειρικῶς καὶ βιωματικῶς, «στοχαστικῶς ἀποφαίνεται». Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θὰ χρεώσει στοὺς λατινόφρονας βαρλααμίτες, τὸν χαμαίζηλο καὶ ἀνθρώπινο θεολογικὸ στοχασμό, σημειώνοντας ἀντιθετικῶς ὅτι «ἡμεῖς οὐ στοχασμοῖς ἀκολουθοῦντες, ἀλλὰ θεολέκτοις λογίοις τὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεως πεπλουτήκαμεν».
Ἀλλά, ὅταν ἀγνοεῖται καὶ παραμερίζεται ἡ ἁγιότητα, ἢ ἔστω ἡ ὀρθόδοξη θεολογικὴ μεθοδολογία τοῦ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσιν», εἶναι ἀναπόφευκτη ἡ υἱοθέτηση τοῦ ἐλεύθερου θεολογικοῦ στοχασμοῦ καὶ τῆς θεολογικῆς πιθανολογίας. Τοῦτο, ὅμως, ὁδηγεῖ οὐσιαστικὰ σὲ μιὰ νεο-βαρλααμικὴ θεολογία ποὺ εἶναι ἀνθρωποκεντρικὴ καὶ ὡς κριτήριό της ἔχει τὴν αὐτονομημένη λογική. Ὅπως δηλ. ὁ Βαρλαὰμ καὶ οἱ ὀπαδοί τους, ἀμφισβήτησαν τὸν ἄκτιστο χαρακτῆρα τοῦ θείου φωτὸς καὶ τῆς θείας Χάριτος, ἔτσι καὶ οἱ μεταπατερικοὶ θεολόγοι σήμερα, παραγνωρίζουν στὴν πράξη τὸν ἄκτιστο καὶ ἄρα διαχρονικὸ χαρακτῆρα τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς διδασκαλίας τῶν θεοφόρων Πατέρων, τοὺς ὁποίους ἀξιώνουν νὰ ὑποκαταστήσουν στὴν διδασκαλία, παράγοντας κατὰ τὴν γνώμη τους, οἱ ἴδιοι πλέον, πρωτογενῆ θεολογία.
Αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ μιὰ ἐξωτερικοῦ χαρακτῆρα πατρομαχία, ἀλλὰ κυρίως συνιστᾶ μία θεομαχία, ἐπειδὴ ἐκεῖνο ποὺ καθιστᾶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὄντως Πατέρες, εἶναι ἡ ἄκτιστη ἁγιότητά τους, τὴν ὁποίαν ἔμμεσα, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ παραμερίζουν καὶ ἀκυρώνουν, μὲ ὅσα εἰσηγοῦνται μὲ τὴν μεταπατερικὴ θεολογία τους.
Ἡ μεταπατερικὴ θεολογία, σύμφωνα μὲ τὰ κριτήρια τῆς Ἐκκλησίας ποὺ προαναφέραμε, εἶναι ἀπόδειξη ἐπηρμένης διανοίας. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀδύνατη ἡ ἐκκλησιαστικὴ νομιμοποίησή της. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ θεολογία εἶναι ταπεινὴ καὶ πάντοτε «ἑπόμενη τοῖς ἁγίοις πατράσιν».
Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ θεολογία στερεῖται πρωτοτυπίας, δυναμισμοῦ, ἀνανεωτικοῦ πνεύματος καὶ ἐπικαιρότητας. Ἀπεναντίας, ἔχει ὅλα τὰ παραπάνω χαρακτηριστικά, γιατὶ ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ζώσης παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ’ ἐκεῖνον ποὺ θεολογεῖ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐξέφρασαν ὅσα βίωσαν ἀπὸ τὴν ἐνεργοποίηση τῆς προσωπικῆς τους Πεντηκοστῆς, πάντοτε ὅμως πρακτικῶς, ἑπόμενοι καὶ ἐν συμφωνίᾳ μὲ τοὺς προγενεστέρους θεοφόρους Πατέρες.
Ἡ ὀρθόδοξη ἐπιστημονικὴ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία δὲν καλεῖται, βεβαίως, νὰ ὑποκαταστήσει τὴν ἁγιοπατερικὴ χαρισματικὴ θεολογία. Οὔτε, ὅμως, καὶ δικαιοῦται νὰ παρουσιάζει ἄλλη, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν αὐθεντικὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἔργο της εἶναι νὰ προσεγγίζει, νὰ διερευνᾶ καὶ νὰ παρουσιάζει ἐπιστημονικὰ τὸ περιεχόμενο τῆς πρωτογενοῦς χαρισματικῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας. Νὰ διακρίνει καὶ νὰ γνωστοποιεῖ τὰ κριτήρια τῆς ἀληθινῆς θεολογίας. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ πετυχαίνεται καὶ θὰ ἰσχυροποιεῖται ὅλο καὶ περισσότερο ἡ σύζευξη τῆς ἁγιοπατερικῆς χαρισματικῆς θεολογίας, ὡς πρωτογενὴς θεολογία ποὺ προηγεῖται, μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ θεολογία, ποὺ ὀφείλει νὰ ἀκολουθεῖ ταπεινῶς. Καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ προωθοῦνται, μόνο ὅταν οἱ ἐκφραστὲς τῆς ἐπιστημονικῆς θεολογίας, δὲν θὰ εἶναι προσωπικῶς ἄμοιροι τῶν πνευματικῶν προϋποθέσεων καὶ ἄγευστοι τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιωματικῶν δεδομένων...
Ὅμως, οἱ ἐπίδοξοι μεταπατερικοὶ θεολόγοι, γνωρίζουν πολὺ καλά, ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων θέτει σαφῆ ὅρια, τὰ ὁποῖα εἴτε δὲν τοὺς εὐνοοῦν προσωπικῶς, εἴτε ἐμποδίζουν τοὺς στρατηγικοὺς στόχους, οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦν τὸν ἀγαπημένο τους Οἰκουμενισμό. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια...
Συμπερασματικῶς: ...Ἡ μεταπατερικὴ θεολογία συνιστᾶ σαφῆ καὶ κραυγαλέα ἀπόκλιση, τόσο ἀπὸ τὴν μέθοδο, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ φρόνημα τῶν Ἁγίων Πατέρων.
ΦΙΛΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΝΩΣΙΣ «ΚΟΣΜΑΣ ΦΛΑΜΙΑΤΟΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου