Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (8)

Συνέχεια από: Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020


19. Eγώ όμως ακούω και τον πατέρα ο οποίος λέγει· «αλλοίμονο στο σώμα, όταν δεν λαμβάνει την από έξω τροφή, και αλλοίμονο στην ψυχή, όταν δεν αποδέχεται την άνωθεν χάρη» Και σωστά. Γιατί το σώμα θα αφανισθεί μεταβαίνοντας στα άψυχα, ενώ η ψυχή, έχοντας ξεφύγει του καθήκοντος, θα οδηγηθεί μαζί με τις δαιμονικές ζωές και τα δαιμονικά φρονήματα. Εάν όμως κάποιος, επειδή η φιλοσοφία είναι φυσική, λέγει ότι αυτή δόθηκε από τον Θεό, είναι σωστό αυτό που λέγει και δεν διαφωνεί με εμάς και δεν εξαιρεί από την κατηγορία αυτούς που τη χρησιμοποίησαν κακώς και τέλος την κατέσπασαν στο παρά φύση· αυξάνει μάλιστα περισσότερο την καταδίκη αυτών, γιατί δεν χρησιμοποίησαν με τρόπο αγαπητό στον Θεό (θεοφιλώς) τα δοσμένα από αυτόν. Άλλωστε και ο δαιμόνιος νους, αφού έχει δημιουργηθεί από τον Θεό, έχει κατά φυσικό λόγο τη φρόνηση (το φρονείν), αλλά δεν θα πούμε ότι έχει από τον Θεό και την ενέργειά του, αν και έχει από τον Θεό τη δυνατότητα ενέργειας· γι’ αυτό και δίκαια θα χαρακτηριζόταν αυτή παραφροσύνη μάλλον, παρά φρόνηση. Έτσι λοιπόν και ο νους των έξω φιλοσόφων είναι θείο δώρο έχοντας έμφυτη τη φρόνιμη σοφία, επειδή όμως εκτράπηκε εξαιτίας των διαβολών του πονηρού, μετασχηματίσθηκε σε μωρή και πονηρή και ανόητη σοφία, ως προϊστάμενη τέτοιων δογμάτων. Και αν κάποιος πάλι έλεγε ότι ούτε η επιθυμία και η γνώση των δαιμόνων είναι κάτι εντελώς κακό, γιατί αυτοί ποθούν να υπάρχουν και να ζουν και να νοούν, πρώτον βέβαια δίκαια θα αντακούσει πάλι από εμάς εκείνο, ότι δεν δυσανασχετεί δικαιολογημένα, όταν εμείς αποκαλούμε δίκαια την ελληνική σοφία μαζί με τον αδελφόθεο δαιμονιώδη, επειδή είναι γεμάτη από έριδα και περιέχει κάθε σχεδόν φαύλο δόγμα, εφόσον μάλιστα έχει εκπέσει και από το σκοπό της, τη θεογνωσία δηλαδή· γιατί και έτσι θα μεθέξει του αγαθού κατά το έσχατο και αμυδρό απήχημα. Έπειτα απαιτούμε να σκεφθεί αυτός και αυτό, ότι κανένα κακό δεν είναι κακό, καθότι υπάρχει, αλλά καθότι εξέπεσε από την κατάλληλη και πρέπουσα ενέργεια και τον σκοπό της ενέργειας.

20. Ποιο είναι λοιπόν το έργο και ο σκοπός εκείνων που αναζητούν τη σοφία του Θεού στα κτίσματα; Δεν είναι η εύρεση της αλήθειας και η δοξολογία του δημιουργού; Είναι φανερό στον καθένα. Αλλά η γνώση των έξω φιλοσόφων απέτυχε και στα δύο. Υπάρχει όμως και κάτι χρήσιμο σ’ αυτήν για εμάς; Βεβαιότατα. Άλλωστε και στα αφαιρούμενα από τις σάρκες των φιδιών υπάρχει πολύ δραστικό και θεραπευτικό υλικό και οι γιατροί θεωρούν άριστο και χρησιμότατο αντίδοτο το παρασκεύασμα από αυτά. Και στα δηλητήρια που παρασκευάζονται προς εξαπάτηση αναμειγνύονται τα γλυκύτερα από τα φαγώσιμα, επειδή μπορούν να συγκαλύψουν την περίτεχνη κατασκευή. Υπάρχει λοιπόν κάτι χρήσιμο σ’ αυτά, και ίσως μάλιστα πολύ, σαν μέλι που αναμείχθηκε με κώνειο, αλλά υπάρχει και πολύς φόβος, μήπως, ξεχωριζόμενο από εκεί το χρήσιμο, παραληφθεί μαζί κατά λάθος κάποιο θανατηφόρο υπόλειμμα. Και αν εξετάσεις, θα δεις ίσως ότι όλες ή οι περισσότερες από τις φοβερές αιρέσεις από εδώ έλαβαν τις αρχές τους, καθώς και οι εικονογνώστες αυτοί, οι οποίοι λέγουν ότι ο άνθρωπος λαμβάνει το κατ’ εικόνα από τη γνώση και ότι μ’ αυτήν μορφώνεται κατά Θεόν η ψυχή· σύμφωνα βέβαια με αυτό που έχει λεχθεί στον Κάϊν, «εάν ορθά προσφέρεις, αλλά δεν κάνεις ορθά τη διάκριση, δεν ευστοχείς». Τη δυνατότητα βέβαια να διακρίνουν ορθά πολύ λίγοι τη διαθέτουν, και μόνον εκείνοι, όσοι έχουν τα αισθητήρια της ψυχής γυμνασμένα προς διάκριση του καλού και του κακού. Ποιά ανάγκη υπάρχει λοιπόν να διακινδυνεύουμε μάταια, και μάλιστα ενώ είναι δυνατόν να διακρίνουμε την στα κτίσματα του Θεού σοφία, όχι μόνον ακίνδυνα, αλλά και προς ωφέλεια μας; Γιατί εκείνος που κάμνει αμέριμνη ζωή, επειδή στηρίζει την ελπίδα του στον Θεό, κινεί την ψυχή κατά τρόπο φυσικό προς κατανόηση των κτισμάτων του Θεού· και κυριεύεται έτσι από θαυμασμό αφοσιωμένη στην κτίση και εμβαθύνοντας σ’ αυτήν, και δοξάζει διαρκώς τον κτίστη και με τον θαυμασμό του αυτόν χειραγωγείται προς τα μεγαλύτερα. Γιατί, σύμφωνα με τον άγιο Ισαάκ, η ψυχή συναντά θησαυρούς που δεν είναι δυνατόν να περιγράφουν με τη γλώσσα και χρησιμοποιώντας την προσευχή σαν κλειδί εισχωρεί μέσω αυτής προς τα μυστήρια εκείνα, «τα οποία οφθαλμός δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και σε καρδιά ανθρώπου δεν ανέβηκαν», και τα οποία, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Παύλου, φανερώνονται μόνο δια του Πνεύματος στους άξιους.

21. Βλέπεις οδό συντομότατη και πολυωφέλιμη και ακίνδυνη, η οποία οδηγεί αμέσως προς τους υπέρλαμπρους και ουράνιους θησαυρούς; Στην περίπτωση όμως της μη χριστιανικής σοφίας, πρέπει πρώτα να σκοτώσεις το φίδι, εξοντώνοντας την αλαζονεία που προκαλείται από αυτήν σε σένα (πόσο δύσκολο είναι αυτό, γιατί λέγει· «θα ταπεινώσεις την έκφυλη αλαζονεία της φιλοσοφίας»), και όταν την εξοντώσεις, πρέπει έπειτα να σπάσεις και να συντρίψεις το κεφάλι και την ουρά, σαν άκρα και ακράτητα κακά, την ολοφάνερα δηλαδή πλανημένη δοξασία για τα νοερά και θεία και τις αρχές και τη μυθολογία για τα κτίσματα. Το ενδιάμεσο σώμα, δηλαδή τους περί φύσεως λόγους, όπως οι φαρμακοποιοί καθαρίζουν τις σάρκες των φιδιών ψήνοντας αυτές με φωτιά και νερό, έτσι κι εσύ πρέπει να καθαρίζεις αυτούς από τα βλαβερά νοήματα με το εξεταστικό και θεωρητικό της ψυχής. Αλλ’ όμως, κι αν τα κάνεις όλα αυτά και χρησιμοποιήσεις σωστά εκείνο που διαχωρίσθηκε (πόσο δύσκολο έργο είναι και αυτό και πόση διάκριση χρειάζεται), όμως, κι αν καλώς χρησιμοποιήσεις το μόριο της έξωθεν σοφίας που το έχεις προσλάβει καλώς, αυτό βέβαια δεν είναι κακό, γιατί είναι καμωμένο για να γίνει όργανο για κάτι το καλό· αλλ’ ούτε έτσι θα μπορούσε να κληθεί κυρίως δώρο Θεού και πνευματικό, γιατί είναι φυσικό και δεν έχει σταλεί από τον ουρανό (άνωθεν). Γι’ αυτό και ο σοφός στα θεία περισσότερο από κάθε άλλον Παύλος το ονομάζει σαρκικό, λέγοντας· «προσέχετε ποιοι είμαστε εμείς πού κληθήκαμε· ότι δεν υπάρχουν μεταξύ μας πολλοί σοφοί κατά σάρκα». Αν και βέβαια ποιος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτή τη σοφία καλύτερα από τους καλουμένους από τον Παύλο έξωθεν σοφούς; Αλλ’ όμως τους ονομάζει «κατά σάρκα σοφούς» λόγω του έργου αυτής· και πολύ σωστά.

Συνεχίζεται

Αρχαίο κείμενο


19. Ἐγώ δέ καί τοῦ λέγοντος ἀκούω πατρός «οὐαί σώματι, ὅταν μή τήν ἔξωθεν προσενέγκηται τροφήν, καί οὐαί ψυχῇ, ὅταν μή τῆς ἄνωθεν ἐπιδέξηται χάριν». Εἰκότως. Τό μέν γάρ εἰς τά ἄψυχα  μεταχωρῆσαν οἰχήσεται, ἡ δέ τοῦ καθήκοντος παρατραπεῖσα ταῖς δαιμονικαῖς καί ζωαῖς καί φρονήμασι συναπαχθήσεται. Εἰ δέ τις τῷ φυσικήν εἶναι τήν φιλοσοφίαν ἐκ Θεοῦ δεδόσθαι λέγει ταύτην, ἀληθῆ μέν λέγει καί ἡμῖν οὐκ ἀντιλέγει καί τούς κακῶς ταύτῃ χρησαμένους καί πρός τό παρά φύσιν τέλος καταστήσαντας οὐκ ἐξαιρεῖται τῆς αἰτίας ἴστω δέ καί τήν καταδίκην τούτων ἐπί μᾶλλον αὔξων, ὅτι τοῖς ἐκ Θεοῦ θεοφιλῶς οὐκ ἐχρήσαντο. Ἄλλως τε καί ὁ δαιμόνιος νοῦς ἐκ Θεοῦ πεποιημένος φυσικῶς ἔχει τό φρονεῖν, ἀλλά τήν αὐτοῦ ἐνέργειαν οὐκ ἐροῦμεν ἐκ Θεοῦ, εἰ καί τό δύνασθαι ἐνεργεῖν ἔχει ἐκ Θεοῦ˙ διό καί παραφροσύνη μᾶλλον ἤ φρόνησις αὕτη δικαίως ἄν προσρηθείη. Οὕτω τοίνυν καί ὁ τῶν ἔξω φιλοσόφων νοῦς δόμα θεῖον, ἔμφυτον ἔχων τήν ἔμφρονα σοφίαν, παρατραπείς δέ τοῖς ὑποβολαῖς τοῦ πονηροῦ εἰς μωράν καί πονηράν καί ἄνουν ὡς προϊσταμένην τοιοούτων δογμάτων, μετεποίησε σοφίαν. Εἰ δέ τις αὖθις φαίη μηδέ τήν τῶν δαιμόνων ἔφεσιν καί γνῶσιν εἶναι παντάπασι κακόν, ἐφίενται γάρ τοῦ εἶναι καί ζῆν καί νοεῖν πρῶτον μέν  ἐκεῖνο δικαίως παρ᾿ ἡμῶν αὖθις ἀντακούσεται μή δικαίως δυσχεραίνειν δαιμονιώδη μετά τοῦ ἀδελφοθέου, ὡς ἔριδος γέμουσαν καί πᾶν σχεδόν φαῦλον δόγμα περιέχουσαν, τήν ἐν τοῖς Ἕλλησι σοφίαν ἡμῶν ἀποκαλούντων, ἅτε δή καί τοῦ οἰκείου τέλους ἔκπτωτον, τῆς θεογνωσίας δηλαδή˙ μεθέξει γάρ καί οὕτω τοῦ ἀγαθοῦ κατ᾿ ἔσχατον καί ἀμυδρόν ἀπήχημα. Ἔπειτα καί τοῦτο διανοεῖσθαι τοῦτον ἀξιοῦμεν, ὡς οὐδέν κακόν, ᾗ ἐστι, κακόν ἐστι, ἀλλ᾿ ἡ τῆς καταλλήλου τε καί προσηκούσης ἐνεργείας καί τοῦ τῆς ἐνεργείας τέλους ἀποπέπτωκε. 

20. Τί τοίνυν ἔργον τε καί τέλος τῶν ζητούντων τήν ἐν τοῖς κτίσμασι Θεοῦ σοφίαν; Οὐχ ἡ τῆς ἀληθείας ἐμπορία καί ἡ πρός τόν κτίσαντα δοξολογία; Παντί που δῆλον. Ἀλλ᾿  ἀμφοτέρων διαπέπτωκεν ἡ τῶν ἔξω φιλοσόφων γνῶσις. Ἀλλ᾿ ἔνεστι καί τι χρήσιμον ἡμῖν ἐν ταύτῃ; Πάνυ γε. Καί γάρ ἐν τοῖς τῶν ὀφείων σαρκῶν ἀπειλημμένοις πολύ τό δραστικόν καί θεραπευτικόν καί ἰατρῶν παῖδες ἀντιδότων ἀρίστην καί χρησιμωτάτην τήν ἐκ τούτων συνεσκευασμένην ἥγηνται˙ κἄν τοῖς  πρός ἀπάτην συνεσκευασμένοις τῶν δηλητηρίων τῶν ἐδωδίμων τά ἥδιστα παραλαμβάνεται, συγκαλύψαι δυνάμενα τήν περίεργον κατασκευήν. Ἔστι τοίνυν χρήσιμον ἐν τούτοις καί πολύ γ᾿ ἴσως ὡς μέλι κωνείῳ παραμιχθέν˙ ἀλλά καί πολύ τό δέος μή διακρίνουσιν ἐκεῖθεν λάθῃ τι συναποληφθέν λείψανον θανατηγόρον. Κἄν ἐξετάσῃς, ἴδοις ἄν πάσας ἤ τάς πλείστας τῶν δεινῶν αἱρέσεων ἐντεῦθεν λαβούσας τάς ἀρχάς, καί τούς εἰκονογνώστας τούτους, οἵ φασιν ἐκ τῆς γνώσεως τό κατ᾿ εἰκόνα τόν ἄνθρωπον λαμβάνειν καί δι᾿ αὐτῆς κατά Θεόν μορφοῦσθαι τήν ψυχήν. Κατά γάρ τό πρός τόν Κάϊν εἰρημένην «οὐκ ἄν ὀρθῶς προσενέγκοις, ὀρθῶς δέ μή διέλῃς». Τό δέ διελεῖν ὀρθῶς ἐπιεικῶς ὀλίγων, κἀκείνων μόνων, ὅσοι τά αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς ἔχουσι γεγυμνασμένα πρός διάκρισιν καλοῦ τε καί κακοῦ. Τίς τοίνυν χρεία παρακινδυνεύειν μάτην, καί ταῦτ᾿ ἐνόν οὐχ ὅπως ἀκινδύνως, ἀλλά καί λυσιτελῶς, τήν ἐν τοῖς κτίσμασι Θεοῦ σοφίαν κατιδεῖν; Ἄφροντις γάρ βίος διά τήν εἰς Θεόν ἐλπίδα φυσικῶς κινεῖ τήν ψυχήν πρός κατανόησιν τῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ˙ ἐκπλήττεταί τε ταύτῃ προσανέχουσα καί ἐμβαθύνουσα, καί παραμένει δοξάζουσα τόν κτίστην, καί διά τοῦ θαύματος τούτου χειραγωγεῖται πρός τά μείζω˙ κατά γάρ τόν ἅγιον Ἰσαάκ θησαυροῖς ἐντυγχάνει διά γλώττης φρασθῆναι μή δυναμένοις καί οἷά τινι κλείθρῳ χρησαμένη τῇ εὐχῇ, δι᾿ αὐτῆς εἰσδύεται πρός τά μυστήρια ἐκεῖνα «ἅ ὀφθαλμός οὐκ οἶδε, καί οὖς οὐκ ἤκουσε, καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη», διά μόνου τοῦ Πνεύματος, καθά φησιν ὁ Παῦλος, φανερούμενα τοῖς ἀξίοις. 

21. Ὁρᾷς ἐπιτομωτάτην καί πολυωφελῆ καί ἀκίνδυνον ὁδόν πρός αὐτούς φέρουσαν τούς ὑπερφυεῖς καί οὐρανίους θησαυρούς; Ἐπί δέ τῆς θύραθεν σοφίας, δεῖ μέν πρῶτον τόν ὄφιν ἀποκτεῖναι, καθελόντα σε τό παρ᾿ αὐτῆς προσγενόμενόν σοι φύσημα (πόσης δέ τοῦτο δυσχερείας˙ «ταπεινώσει» γάρ, φασίν, «ἔκφυλον τό τῆς φιλοσοφίας φρύαγμα)˙ καθελόντα δ᾿ ὅμως, ἔπειτα διελεῖν καί διαρρῖψαι κεφαλήν τε καί οὐράν, ὡς ἄκρα καί ἄκρατα κακά, τήν περί τῶν νοερῶν καί θείων καί ἀρχῶν δηλαδή σαφῶς πεπλανημένην δόξαν καί τήν ἐν τοῖς κτίσμασι μυθολογίαν. Τό δέ μεταξύ, τούς  περί φύσεως τουτέστι λόγους, ὡς οἱ φαρμακοποιοί πυρί καί ὕδατι τάς τῶν ὄφεων σάρκας ἀποκαθαίρουσιν ἕψοντες, οὕτω δέ τῷ τῆς ψυχῆς ἐξεταστικῷ καί θεωρητικῷ τῶν βλαβερῶν διακρῖναι νοημάτων. Οὐ μήν ἀλλ᾿ εἰ καί ταῦθ᾿ ἅπαντα ποιήσεις καί καλῶς χρήσῃ τῷ καλῶς διακριθέντι (ὅσον δέ καί τοῦτ᾿ ἔργον καί ὅσης δεῖται διακρίσεως), ὅμως εἰ καί καλῶς χρήσῃ τῷ καλῶς ἀπειλημμένῳ μορίῳ τῆς ἔξωθεν σοφίας, κακόν μέν οὐκ ἄν εἴη τοῦτο, καί γάρ ὄργανον πέφυκε γίνεσθαι πρός τι καλόν˙ ἀλλ᾿ οὐδ᾿ οὕτως ἄν κληθείη Θεοῦ κυρίως δῶρον καί πνευματικόν, ἅτε φυσικόν καί μή ἄνωθεν καταπεμφθέν. Διό καί ὁ σοφός εἴπερ τις τά θεῖα Παῦλος σαρκικόν αὐτό καλεῖ, «βλέπετε, λέγων, τήν κλῆσιν ἡμῶν, ὡς οὐ πολλοί σοφοί κατά σάρκα». Καίτοι τίς ἄν χρήσαιτο κάλλιον τῇ σοφίᾳ ταύτῃ τῶν ὑπό Παύλου κεκλημένων ἔξωθεν σοφῶν; Ἀλλ᾿ ὅμως κατά σάρκα τούτους, τό γε εἰς ταύτην ἧκον, ὀνομάζει σοφούς˙ εἰκότως. 


Δεν υπάρχουν σχόλια: