Κάποιοι μοναχοί ήταν δύσπιστοι. Ο Περικλής στον «Επιτάφιο» του λέει, ότι η αιτία που δεν πιστεύουν οι άνθρωποι στα κατορθώματα των άλλων είναι ο φθόνος. Δηλαδή δεν μπορούμε να παραδεχθούμε την ανωτερότητα των άλλων εξ’ αιτίας του φθόνου μας. Θέλουμε όλους να τους κατεβάζουμε στα μέτρα μας. Γι’ αυτούς ο γέρο-Ηρωδίων δεν μπορούσε να ήταν ένα πνευματικό ανάστημα, δεν τους ταίριαζε… ήταν μόνο ένα σαλεμένο γεροντάκι. Εγώ όμως δεν συμφωνούσα μαζί τους. Εξ άλλου είχα ιδία πείρα, είχα ακούσει με τα αυτιά μου. Αυτοί όχι.
Για να είμαι σίγουρος πήγα στον γέροντα, τον π. Παΐσιο. Μόλις του είπα για τον γέρο-Ηρωδίωνα άστραψαν τα μάτια του από την χαρά του. Ευχαριστήθηκε, αγαλλίασε η ψυχή του.
– Είναι μεγάλος ασκητής, μου είπε. Έστειλα τον π. Αρσένιο να του φτιάξει την σκεπή πού έπεσε και δεν δέχτηκε. Κάθεται εκεί σε μια γωνιά του δωματίου πού έχει από πάνω ένα κομμάτι σκεπής και προσεύχεται όλη την νύχτα. Κάνει μεγάλη άσκηση.
– Γέροντα, έμαθε και ο «Πρώτος» και θα πάει να τον επισκεφθεί, να δει αν αυτά πού λένε γι’ αυτόν είναι αληθινά ή είναι όντως σαλός.
Γέλασε ο γέροντας.
– Μην στεναχωριέσαι, μου λέει,… θα τον βολέψει και αυτόν μια χαρά.
Πράγματι, ο «Πρώτος» πήρε τον φίλο μου και πήγε να βγάλει άκρη, να λύσει το μυστήριο…
– Τον τρέλανε ο γέρο-Ηρωδίων, μου λέει ο φίλος μου… τον έκανε βαπόρι, έφυγε αγανακτισμένος και… σίγουρος για την τρέλα του. Τζάμπα η ταλαιπωρία του στα μονοπάτια της Καψάλας.
Στους μικρούς και τους αδύνατους, στα μωρά του κόσμου ανοιγόταν ο γέρο-Ηρωδίων, όχι σ’ αυτούς που δεν είχαν ανάγκη, αλλά μόνο μία περιέργεια. Γι’ αυτούς ήταν στρείδι κλειστό, αδιαπέραστος. Εμείς μικρά παιδιά ήμασταν τότε, ταλαιπωρημένοι, χτυπημένοι πνευματικά, αδύνατοι… γι’ αυτό μας αγκάλιαζε και μας έδινε από τον πνευματικό πλούτο του.
Πήγε μια άλλη φορά ο φίλος μου έναν νέο μοναχό πού ήθελε να φύγει από το μοναστήρι του. Είχε πολλούς λογισμούς, έντονους να φύγει. Ήταν χειμώνας. Δέκα πόντους χιόνι σκέπαζε την γη και βαρειά μολυβένια σύννεφα τον ουρανό.
Αφού τον άκουσε για κάμποση ώρα του λέει.
– Οι λογισμοί είναι σαν τα σύννεφα πού μας κρύβουν τον ήλιο, δηλαδή την χάρη του Θεού. Άμα θέλεις να ζεσταθείς πνευματικά πρέπει να διώχνεις τους λογισμούς, αλλιώς θα παγώνεις.
– Πώς να διώχνω τους λογισμούς γέροντα;
– Για τον Θεό δεν είναι τίποτα να σου πάρει τους λογισμούς, όμως πρέπει εσύ να αγωνιστής να τους διώξεις.
Δεν μιλούσε ο νέος μοναχός, έδειχνε μια δυσπιστία.
– Θέλεις να σου πάρω τους λογισμούς; ρώτησε ο γέρο-Ηρωδίων.
– Θέλεις να πω στον Θεό να πάρει τα σύννεφα, να μας ζεστάνει ο ήλιος; ξαναρώτησε.
Πάλι δεν απάντησε, δύσπιστος.
Σήκωσε το χέρι του ο γέρο-Ηρωδίων στον ουρανό και έδιωχνε τα σύννεφα.
– Φύγετε σύννεφα, φύγετε… είπε και αμέσως άνοιξε μια τρύπα στον ουρανό και τους έλουσε το φως του ήλιου.
Τα χάσαμε και οι δύο.
– Θέλεις να κάνω έτσι με το χέρι μου και να γεμίσει ο τόπος λουλούδια; απευθύνθηκε ξανά στον νέο.
– Όχι γέροντα, όχι, φώναξε συγκινημένος και ταραγμένος. Σηκώθηκε, τον ευχαρίστησε, πήρε την ευχή του και έφυγε πνευματικά στερεωμένος για το μοναστήρι του. Είχε αλλάξει η εσωτερική του κατάσταση.
Τον αγάπησα τον γέρο-Ηρωδίωνα. Όποτε βρισκόμουν στον Άγιον Όρος ρωτούσα γι’ αυτόν και ήθελα να τον συναντήσω. Και αυτός με δεχόταν. Τον συνάντησα ακόμα λίγες φορές.
…Η ψυχή μου ήταν ανοιχτή στα μάτια του. Ήταν σαν τους αρχαίους ασκητές, σαν αυτά που διάβαζα στο «Γεροντικό»…
Πήγα μία έκτακτη επίσκεψη για κάποιο λόγο. Όταν έφτασα στο κελί μου είπαν ότι σε μία ώρα θα γίνει η κηδεία του γέρο-Ηρωδίωνα. Ξαφνιάστηκα. Φυσικά πήγα αμέσως.
Μαζευτήκαμε όσοι τον αγαπούσαμε. Εγώ από την Θεσσαλονίκη, ο άλλος από την Αθήνα ο άλλος από την άλλη άκρη του Αγίου Όρους. Όλοι το μάθαμε «τυχαία» και βρεθήκαμε εκεί ,τέτοια «σύμπτωση». Μας «μάζεψε» ο Γέροντας.
Αυτή δεν ήταν κηδεία, ήταν ανάσταση, Πάσχα. Είχε κάτι το χαρμόσυνο, το λαμπρό. Νοιώθαμε πολύ όμορφα. Θαύμασα.
Αυτά είπα την άλλη μέρα στον γέροντα Παΐσιο. Τα δέχτηκε όλα. Τα «σφράγισε» με τον λόγο του.
– Ο γέρο-Ηρωδίων μπήκε με άριστα στον Παράδεισο, είπε.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου