Με το πρόσφατο γαλλικό εκλογικό ψυχόδραμα δεν κατέρρευσε μόνον το δικομματικό σύστημα, αλλά απομακρύνθηκε επίσης ο κίνδυνος της ριζοσπαστικής ανατροπής του. Προτιμήθηκε η οδός της «ομαλής» ανακύκλωσης του. Δυο έννοιες αναδείχθηκαν περισσόοτερο από ποτέ στο πολιτικό προσκήνιο: η «γαλλική παθογένεια» και η αμφισβήτησή της από τον «λαϊκισμό» ή της Δεξιας ή της Αριστεράς.
Γράφει ο Κώστας Βεργόπουλος
Αμφότερες ανασύρονται από το νεοσυντηρητικό οπλοστάσιο. Αυτοί που επικαλούνται τη «γαλλική αμαρτία», εκστασιαζόμενοι απέναντι στη «γερμανική αρετή» είναι οι ίδιοι που αντιμετωπίζουν με την ετικέτα του λαϊκισμού την παραμικρη αμφισβήτηση των αναπόδεικτων διαβεβαιώσεών τους. Η επίκληση της «παρακμής» δεν είναι ούτε ήταν ποτέ αθώα.
Αντίθετα, συγκροτεί το ιδεολογικό βάθρο για την προώθηση των «θαρραλέων μεταρρυθμίσεων» που υποτίθεται ότι καθυστερούν στην Γαλλία. Οι προαγωγοί της διαμάχης καταγράφουν την «απόγνωση» τους με το ρητορικό ερώτημα εάν αυτή η χώρα είναι ή όχι μεταρρυθμίσιμη. Στον ορίζοντα της δεύτερης δεκαετιας του 21ου αιώνα, κάθε συζήτηση περί «αναγκαίων μεταρρυθμίσεων» δεν παραλείπει να αποδίδει τιμές στο «ενάρετο» γερμανικό υπόδειγμα. Άραγε μια νεα φρουρά «γερμανικού τύπου» εγκαθίσταται σήμερα στο γαλλικό προσκήνιο;
Ανισορροπίες στη γερμανική οικονομία
Πόσο βάσιμη είναι η διαβεβαίωση περί αποτυχημένης Γαλλίας και επιτυχημένης Γερμανίας; Πρόσφατα ο Αμερικανός οικονομολόγος Μπόρυ Αϊκενγκρήν διαπίστωνε ότι, περισσότερο από «μη-ισορροπημένη», η γερμανική οικονομία είναι κυρίως «εκτροχιασμένη». Περιστρέφεται στο κενό, με υψηλό βαθμό αβεβαιότητος σε όλα τα επίπεδα.Οι εντυπωσιακές εξωτερικές επιδόσεις της προϋποθέτουν αποδιάρθρωση του εσωτερικοού οικονομικού και κοινωνικού βάθρου της, με συνέπεια η Γερμανία να περιέρχεται σε προβληματική και μη-διατηρήσιμη θέση. Εάν η Γαλλία νοσεί, λόγω των μεταρρυθμίσεων που καθυστερούν, η Γερμανία νοσεί ακόμη περισσότερο, λόγω της επίσπευσης αυτών των μεταρρυθμίσεων.
Τρεις δείκτες καταγράφουν την σημερινή «γερμανικη παθογένεια»:
- Πρώτον, το ύψος της φτώχειας, θλιβερός δείκτης οικονομικής και κοινωνικής αποδόμησης.
- Δεύτερον, ο χαμηλός σχηματισμός κεφαλαίου, δείκτης μειωμένης εμπιστοσύνης του επιχειρηματικού κόσμου.
- Τρίτον, η υψηλή εθνική αποταμίευση, δείκτης μειωμένης εμπιστοσύνης του κοινού.
Η προϊούσα φτώχεια διαβρώνει την εμπιστοσύνη και αισιοδοξία του κόσμου της εργασίας στη Γερμανία, ενώ στην Γαλλία τα θύματα καλύπτονται από συστήματα κοινωνικής προστασίας, που όμως και αυτά διαβάλλονται ως «βάρη», από τα οποία η οικονομία οφείλει να απαλλαγεί το συντομότερο.
Επιχειρηματικό ρίσκο
Ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου στην Γερμανία υπολείπεται κατά 5-6 εκατοστιαίες μονάδες από τον αντίστοιχο γαλλικό: 17% του ΑΕΠ έναντι 23%. Ο αντικαγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ είχε δεσμευθεί να ανεβάσει την γερμανική επίδοση σε 20% μέχρι το 2020. Ομοίως, οι γερμανικές άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό υστερούν έναντι των γαλλικών: 1,37% του ΑΕΠ για την Γερμανία (παρά τα εντυπωσιακά εξωτερικά πλεονάσματά της) έναντι 1,45% του ΑΕΠ για την Γαλλία (παρά τα εξωτερικά της ελλείμματα).Οι γερμανικές επιχειρήσεις δεν εμφανίζουν την προθυμία των γαλλικών στην ανάληψη επιχειρηματικού ρίσκου ούτε στο εσωτερικό ούτε στο εξωτερικό. Εάν η Γερμανία σεμνύνεται για το εξωτερικό της πλεόνασμα μέχρι 8% του ΑΕΠ, θα όφειλε να ανησυχεί όσον αφορά στις εσωτερικές προϋποθέσεις που της το επιτρέπουν.
Στους τομείς της υγείας, εκπαίδευσης, συγκοινωνιών και υποδομών καταγράφει μεγάλα ελλείμματα είτε σε δημόσιες επενδύσεις είτε σε ιδιωτικές. Στην γερμανική αγορά εργασίας κυριαρχεί αβεβαιότητα με την κατίσχυση συμβολαίων «περιορισμένου χρόνου» και αμοιβές κατώτερες από το όριο της φτώχειας.
Η παραγωγικότητα της εργασίας
Παρ’ όλα αυτά, η παραγωγικότητα της εργασίας, αφού δεν εξαρτάται από το κόστος εργασίας, αλλά από την ένταση κεφαλαίου, είναι σαφώς υπέρτερη στην Γαλλια από ό,τι στη Γερμανία. Το «γερμανικό υπόδειγμα», το οποίο προβάλλει η γαλλική εργοδοσία, αποδεικνύεται όχι τόσο αξιόπιστο για τις γερμανικές επιχειρήσεις, οι οποίες παραμένουν επιφυλακτικές.Οι γερμανικές επενδύσεις καταγράφουν σοβαρή υστέρηση είτε στο εσωτερικό της χώρας είτε προς τον υπόλοιπο κόσμο. Στον κατάλογο των 500 μεγαλυτέρων επιχειρήσεων στον κόσμο, το αμερικανικό Fortune μνημονεύει 31 γαλλικές και μόνον 28 γερμανικές. Την επιφυλακτικότητα των Γερμανών επιχειρηματιών έναντι του εθνικού τους οικονομικού υποδείγματος συμμερίζονται, επίσης, οι διεθνείς επενδυτές.
Η εισροή ξένων επενδύσεων στην Γερμανία δεν υπερβαίνει το 1% του γερμανικού ΑΕΠ, έναντι 2% στην Γαλλία. Η σημερινή Γερμανία δεν προσελκύει επενδύσεις, ούτε γερμανικές, ούτε διεθνείς σε ύψος ανάλογο των εξωτερικών πλεονασμάτων της. Ενόσω τα γερμανικά πλεονάσματα δεν ανακυκλώνονται μέσω επενδύσεων, αυτό θα υπονομεύει την ικανότητα αναπαραγωγής τους στο μέλλον. Θα υπονομεύει την σταθερότητα και τις προοπτικές της Γερμανίας, ιδιαίτερα στις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο.
Το πρόβλημα με τα γερμανικά πλεονάσματα δεν είναι η χαμηλή ισοτιμία του ευρώ, όπως φαντάζεται ο πρόεδρος Τραμπ. Είναι κυρίως ότι αυτά δεν επιστρέφονται, ως όφειλαν, με μορφή πρόσθετων γερμανικών επενδύσεων στις χώρες από τις οποίες αποσπώνται.
Το γερμανικό υπόδειγμα όχι μόνον επενδύει λιγότερο από το γαλλικό (και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό), αλλά παράλληλα αποταμιεύει αισθητά περισσότερο: 27% του ΑΕΠ στη Γερμανία έναντι 20% στη Γαλλία. Και μόνον το γεγονός ότι ο σχηματισμός κεφαλαίου υστερεί κατα 10 εκατοστιαίες μονάδες από το ύψος της εθνικής αποταμίευσης, αρκεί για να αντιληφθεί κάποιος το σημερινό αδιέξοδο του γερμανικού υποδείγματος.
Νομισματική σταθερότητα και χρηματικές αποδόσεις
Οι Γερμανοί αναζητούν ασφάλεια στη νομισματική σταθερότητα και στις χρηματικές αποδόσεις αντί της εμπλοκής σε επιχειρηματικές «περιπέτειες» υψηλότερου ρίσκου. Η Γερμανία αποκόπτεται από το βάθρο της στο μέτρο που η χρηματιστική σφαίρα κατισχύει σε ολόκληρη την οικονομία με συνέπεια την καχεξία των πραγματικώνν μεγεθών.Όταν οι εξαγωγές αντιπροσωπεύουν το 50% του ΑΕΠ, η χώρα μετατρέπεται σε εξαγωγική πλατφόρμα. Παραδίδεται στην εκτός ελέγχου ζήτηση των διεθνών αγορών, τις οποίες παράλληλα αποδυναμώνει, αποσπώντας από αυτές αυξανόμενα πλεονάσματα. Στη Γαλλία οι εξαγωγές αντιπροσωπεύουν το 30% του ΑΕΠ, στις ΗΠΑ το 12% και στην Ιαπωνια το 17%.
Η υψηλή εθνική αποταμίευση δηλώνει αποστροφή του επιχειρηματικοί ρίσκου. Στις ασιατικές χώρες, ιδίως στην Κίνα, η αποταμίευση αγγίζει το 50% του ΑΕΠ, κυρίως λόγω της αβεβαιότητος των αποταμιευτών για την επαύριο. Εάν στην Άπω Ανατολή η υψηλή αποταμίευση αντισταθμίζει την απουσία κοινωνικής προστασίας, στην Γερμανία, το ίδιο φαινόμενο αντανακλά την αβεβαιότητα όσον αφορά στο άμεσο μέλλον.
Όποια εξήγηση και αν δίδεται, η υψηλή γερμανική αποταμίευση, σε συνδυασμό με τον χαμηλό και ανεπαρκή σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, συνεπάγεται διαρκή περιστολή της εσωτερικής κατανάλωσης και των εισαγωγών. Αυτό έχει ως συνέπεια τα άνευ προηγουμένου εξωτερικά πλεονάσματα. Ενόσω η Γερμανία απομακρύνεται από τις προϋποθέσεις υγιούς, διατηρήσιμου και θεμιτού (έναντι εταίρων και εργαζομένων της) υποδείγματος, το μέλλον θα προοιωνίζεται όλο και πιο αβέβαιο για όλους. Ακόμη περισσότερο για την ίδια.
Πηγή "Σταύρος Λυγερός"
kostasxan
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου