Συνέχεια από Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023
Του A.J. NIJK10) Friedrich Gogarten: Εκκοσμίκευση σαν καρπός της χριστιανικής πίστεως.
Πολύ σύντομα όμως, μετά τον πόλεμο και τις υπερβολές του, προαναγγέλλεται μια αλλαγή στην έννοια, μια στροφή. Κάτι που ξεκίνησε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ΄50.
Όσον αφορά στην Γερμανία, όντως η αλλαγή αυτή είναι και η πιο εκπληκτική, καί ο Lübbe φανερώνει τον πιθανό δεσμό ανάμεσα σ’ αυτή την αλλαγή στην «θεολογική διάγνωση της ιστορίας και του Χρόνου» και την δυναμική ανάπτυξη της κοινωνικο-οικονομικής ζωής στην ομοσπονδιακή δημοκρατία: «Μετά την εμπειρία της κρίσεως την οποία προκάλεσε η ήττα και η καταστροφή, ακολούθησε η εμπειρία της αναπτύξεως των δυνάμεων ενός κοινωνικού χώρου εργασίας, που δεν μπόρεσαν να ονειρευτούν ποτέ πριν οι άνθρωποι, μιας εργασίας η οποία εκκοσμικεύτηκε πλήρως στο πεδίο της οικονομίας, της τεχνολογίας και της επιστήμης. Η κοσμική πρόοδος η οποία επετεύχθη από αυτές τις δυνάμεις φαινόταν αμείλικτη και όχι μόνον με μια απειλητική έννοια… Γιατί δεν θα μπορούσε να συγχωνευθεί στην ιστορία τής οικονομίας, παρότι διαλεκτικά όμως, συνέχιζε να απειλείται από τις δυνάμεις τού κακού που την σπρώχνουν προς την απώλεια και την αποτυχία;
Μ’ αυτές τις τελευταίες λέξεις ο Lübbe αναφέρεται στην διάκριση του Gogarten ανάμεσα στην εκκοσμίκευση και την κοσμικότητα. Και πράγματι η στροφή στην αξιολόγηση του φαινομένου της εκκοσμικεύσεως εξέλαβε, στο έργο του Gogarten και ιδιαιτέρως στο «Μοίρα και ελπίδα της μοντέρνας εποχής», μια μορφή εξόχως θεολογική, η οποία μάλιστα απέκτησε μεγάλη αυθεντία. Και το βιβλίο αυτό δεν είναι κάτι μεμονωμένο στο έργο του. Αποτελεί μέρος ενός έργου του οποίου η σχέση ανάμεσα στην πίστη και στην ιστορία, υπήρξε το κεντρικό του θέμα «πίστη και ιστορία, αυτό το θέμα το οποίο σε όλες τις εναλλαγές, ακόμη και στο στυλ και στις έννοιες, ερευνάται, συλλαμβάνεται και ξαναχάνεται, είναι η κινητήριος δύναμις της σκέψης του Gogarten» Και πραγματικά ο Γκογκάρτεν, σε όλα του τα γραπτά, ασχολήθηκε κατά κάποιο τρόπο με το θέμα της εκκοσμικεύσεως. Φανερά, αναπτύσσεται στο βιβλίο του «ο άνθρωπος ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο». Στο μικρότερο βιβλίο που ακολουθεί «Τί είναι ο Χριστιανισμός» διαπραγματεύεται εκ νέου την ίδια ύλη, χωρίς να αναφερθεί στην εκκοσμίκευση. Αλλά στο βιβλίο «Μοίρα και ελπίδα της μοντέρνας εποχής», επανέρχεται άμεσα στο θέμα της εκκοσμικεύσεως. Και το διαπραγματεύεται σαν θεολογικό πρόβλημα.
Σ’ αυτό το βιβλίο δεν βρίσκονται γενικοί στοχασμοί, ιστορικο-πολιτισμικοί ή ιστορικο-φιλοσοφικοί γύρω από την εκκοσμίκευση, καμμία κοινωνιολογική παρατήρηση, μόλις και μετά βίας υπάρχουν ιστορικά γεγονότα ή χαρακτηριστικά του συγχρόνου μας κόσμου. Η εκκοσμίκευση σύμφωνα με την αντίληψή του, είναι ένας καρπός της χριστιανικής πίστης που σε τελική ανάλυση δεν μπορεί να γίνει κατανοητή παρά μόνον στην βάση αυτής της πίστεως, δηλαδή θεολογικά.
Αλλά από το βιβλίο «Ο άνθρωπος ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο», μαθαίνουμε κάτι παραπάνω πάνω στην σχέση του μοντέρνου ανθρώπου με τον κόσμο του. Διαβάζουμε: « Ο καλύτερος τρόπος για να εκφράσουμε το χαρακτηριστικό στοιχείο της σχέσεως του μοντέρνου ανθρώπου με τον κόσμο του, είναι ίσως να πούμε πως ο κόσμος του είναι ο ιστορικός. Που σημαίνει τί και πώς, με ποιόν τρόπο αυτός αντιλαμβάνεται τον κόσμο στον οποίο ζει, σαν δικό του. Σαν δικό του δηλαδή με την έννοια πως είναι έργο δικό του, όχι σαν να τον δημιούργησε, αλλά πάντως με έναν τέτοιο τρόπο που να λαμβάνει την ιστορική του μορφή, την συγκεκριμένη, πάντοτε από αυτόν».
Αυτή η «ιστορικοποίηση» του κόσμου υπονοεί την παρακμή της γεωκεντρικής θεωρήσεως και της συναφούς ιδέας ενός υπερβατικού κόσμου: «Με την εννοιολόγηση του κόσμου σαν κόσμου ιστορικού, καταστρέφεται εκείνη η ενότης του σύμπαντος με τον υπερβατικό κόσμο». Αυτό σημαίνει επίσης πως «γίνεται όλο και πιο αστήρικτη η ιδέα , η οποία έχει συλληφθεί πάνω σε αυτή την βάση, του γεγονότος του έργου της θείας σωτηρίας, το οποίο υπερβαίνει την ιστορία» [Γι’ αυτό και εγκατελείφθη ο Χριστός σαν αδύναμος, για να πάρει την θέση του το άγιο Πνεύμα που οδηγεί μόνο του πλέον την ιστορία του κόσμου, την σωτηρία του κόσμου, στα έσχατα]. Από εδώ και στο εξής ο ίδιος ο άνθρωπος φέρει την ευθύνη για την ποιότητα του κόσμου του και αυτός έχει την συνείδηση του πράγματος. Και μ’ αυτό εισήχθη στην σκηνή μια καινούργια εικόνα του ανθρώπου: «μπορούμε να την περιγράψουμε με μια μόνο λέξη! Το ιδεώδες την προσωπικότητος ή του αυτόνομου ανθρώπου».
Σ’ αυτές τις λίγες σειρές αναγνωρίζονται χωρίς δυσκολία οι λόγοι του Γερμανικού Ιδεαλισμού. Αυτόν, ιδιαιτέρως σκέπτεται ο Γκογκάρτεν όταν μιλά για την εκκοσμίκευση. Και ιδιαιτέρως στην φιλοσοφία του Φίχτε, πιστεύει πως μπορεί να διακρίνει την «αυτοκατανόηση» του ανθρώπου της νεωτερικότητος στην πιο καθαρή της μορφή. Στον Γερμανικό Ιδεαλισμό ολοκληρώνεται, σύμφωνα με τον Γκογκάρτεν, μια ιστορική πρόοδος στην οποία ένας τρόπος υπάρξεως του ανθρώπου, που είναι στην ουσία ένας καρπός της χριστιανικής πίστεως, αποσχίζεται βαθμιαία από τον κορμό από τον οποίο αντλεί την καταγωγή του. Ο Παύλος και ο Λούθηρος είναι στιγμές αυτής της οδού. Από τον Παύλο αυτός ο νέος τρόπος να είμαστε άνθρωποι είναι ακόμη ολοκληρωτικώς φυτεμένος στην χριστιανική πίστη. Ακόμη και από τον Λούθηρο ισχύει μέχρις ενός σημείου, αλλά παρ’ όλα αυτά, από αυτόν βρισκόμαστε ένα βήμα μακρυά από το γεγονός της εκκοσμικεύσεως. Για τον Λούθηρο, η διαλεκτική του Νόμου και του Ευαγγελίου μετακινείται ολοκληρωτικώς στην προσωπικότητα του ανθρώπου. Γι’ αυτό στον Λούθηρο η προσωπικότητα είναι πιο ανεπτυγμένη από ότι στον Παύλο. Ο κόσμος του Λούθηρου δεν είναι, ο ιερός κόσμος, όπως του Παύλου, ο κόσμος του ιερού, αλλά γίνεται κοσμικός. Στο γερμανικό ιδεαλισμό και ιδιαιτέρως από τον Φίχτε αυτή η πρόοδος ολοκληρώνεται, η εκκοσμίκευση τελειούται.
Στο βιβλίου του, «Μοίρα και ελπίδα της μοντέρνας εποχής», επιβεβαιώνει, σαν κάτι τετελεσμένο το γεγονός: «Σήμερα συναντούμε όλο και πιο συχνά στην ιστορία του πνεύματος, ένα τυπικό φαινόμενο που ονομάζεται εκκοσμίκευση». Ορίζει αυτό το φαινόμενο σαν μια βαθειά αλλαγή στον άνθρωπο και στον κόσμο. Και το καθορίζει σαν μια μετάλλαξη των εμπειριών και των χριστιανικών γνώσεων, από αποκαλυμμένες και στην συνέχεια πιστευτές από τους πιστούς, σε γνώσεις και εμπειρίες της ανθρωπινής καθολικής νοήσεως, σε σκέψεις του ανθρώπου και μ’ αυτή την μετάλλαξη συγχρόνως, σαν την αλλαγή της πραγματικότητος του Θεού, που γινόταν αντιληπτή σ’ αυτές και φανερωνόταν στην εμπειρία, στην πραγματικότητα του ανθρώπου. Αυτό το γεγονός το ονομάζει ένα ιστορικό συμβάν συμπαντικής εμβέλειας, το οποίο δεν μπορεί να μεταστραφεί [έχει μεταστραφεί ήδη μια φορά γιατί να μην μπορεί και δεύτερη,] και αναγνωρίζει πως είναι ένα αποτέλεσμα της χριστιανικής πίστης. [ενώ είναι ολοφάνερα ένα αποτέλεσμα της απώλειας της χριστιανικής πίστης, λόγω της μειώσεως που υπέστη από τον παπισμό].
Στην συνέχεια αναλύει θεολογικά το φαινόμενο.
Όσον αφορά στην Γερμανία, όντως η αλλαγή αυτή είναι και η πιο εκπληκτική, καί ο Lübbe φανερώνει τον πιθανό δεσμό ανάμεσα σ’ αυτή την αλλαγή στην «θεολογική διάγνωση της ιστορίας και του Χρόνου» και την δυναμική ανάπτυξη της κοινωνικο-οικονομικής ζωής στην ομοσπονδιακή δημοκρατία: «Μετά την εμπειρία της κρίσεως την οποία προκάλεσε η ήττα και η καταστροφή, ακολούθησε η εμπειρία της αναπτύξεως των δυνάμεων ενός κοινωνικού χώρου εργασίας, που δεν μπόρεσαν να ονειρευτούν ποτέ πριν οι άνθρωποι, μιας εργασίας η οποία εκκοσμικεύτηκε πλήρως στο πεδίο της οικονομίας, της τεχνολογίας και της επιστήμης. Η κοσμική πρόοδος η οποία επετεύχθη από αυτές τις δυνάμεις φαινόταν αμείλικτη και όχι μόνον με μια απειλητική έννοια… Γιατί δεν θα μπορούσε να συγχωνευθεί στην ιστορία τής οικονομίας, παρότι διαλεκτικά όμως, συνέχιζε να απειλείται από τις δυνάμεις τού κακού που την σπρώχνουν προς την απώλεια και την αποτυχία;
Μ’ αυτές τις τελευταίες λέξεις ο Lübbe αναφέρεται στην διάκριση του Gogarten ανάμεσα στην εκκοσμίκευση και την κοσμικότητα. Και πράγματι η στροφή στην αξιολόγηση του φαινομένου της εκκοσμικεύσεως εξέλαβε, στο έργο του Gogarten και ιδιαιτέρως στο «Μοίρα και ελπίδα της μοντέρνας εποχής», μια μορφή εξόχως θεολογική, η οποία μάλιστα απέκτησε μεγάλη αυθεντία. Και το βιβλίο αυτό δεν είναι κάτι μεμονωμένο στο έργο του. Αποτελεί μέρος ενός έργου του οποίου η σχέση ανάμεσα στην πίστη και στην ιστορία, υπήρξε το κεντρικό του θέμα «πίστη και ιστορία, αυτό το θέμα το οποίο σε όλες τις εναλλαγές, ακόμη και στο στυλ και στις έννοιες, ερευνάται, συλλαμβάνεται και ξαναχάνεται, είναι η κινητήριος δύναμις της σκέψης του Gogarten» Και πραγματικά ο Γκογκάρτεν, σε όλα του τα γραπτά, ασχολήθηκε κατά κάποιο τρόπο με το θέμα της εκκοσμικεύσεως. Φανερά, αναπτύσσεται στο βιβλίο του «ο άνθρωπος ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο». Στο μικρότερο βιβλίο που ακολουθεί «Τί είναι ο Χριστιανισμός» διαπραγματεύεται εκ νέου την ίδια ύλη, χωρίς να αναφερθεί στην εκκοσμίκευση. Αλλά στο βιβλίο «Μοίρα και ελπίδα της μοντέρνας εποχής», επανέρχεται άμεσα στο θέμα της εκκοσμικεύσεως. Και το διαπραγματεύεται σαν θεολογικό πρόβλημα.
Σ’ αυτό το βιβλίο δεν βρίσκονται γενικοί στοχασμοί, ιστορικο-πολιτισμικοί ή ιστορικο-φιλοσοφικοί γύρω από την εκκοσμίκευση, καμμία κοινωνιολογική παρατήρηση, μόλις και μετά βίας υπάρχουν ιστορικά γεγονότα ή χαρακτηριστικά του συγχρόνου μας κόσμου. Η εκκοσμίκευση σύμφωνα με την αντίληψή του, είναι ένας καρπός της χριστιανικής πίστης που σε τελική ανάλυση δεν μπορεί να γίνει κατανοητή παρά μόνον στην βάση αυτής της πίστεως, δηλαδή θεολογικά.
Αλλά από το βιβλίο «Ο άνθρωπος ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο», μαθαίνουμε κάτι παραπάνω πάνω στην σχέση του μοντέρνου ανθρώπου με τον κόσμο του. Διαβάζουμε: « Ο καλύτερος τρόπος για να εκφράσουμε το χαρακτηριστικό στοιχείο της σχέσεως του μοντέρνου ανθρώπου με τον κόσμο του, είναι ίσως να πούμε πως ο κόσμος του είναι ο ιστορικός. Που σημαίνει τί και πώς, με ποιόν τρόπο αυτός αντιλαμβάνεται τον κόσμο στον οποίο ζει, σαν δικό του. Σαν δικό του δηλαδή με την έννοια πως είναι έργο δικό του, όχι σαν να τον δημιούργησε, αλλά πάντως με έναν τέτοιο τρόπο που να λαμβάνει την ιστορική του μορφή, την συγκεκριμένη, πάντοτε από αυτόν».
Αυτή η «ιστορικοποίηση» του κόσμου υπονοεί την παρακμή της γεωκεντρικής θεωρήσεως και της συναφούς ιδέας ενός υπερβατικού κόσμου: «Με την εννοιολόγηση του κόσμου σαν κόσμου ιστορικού, καταστρέφεται εκείνη η ενότης του σύμπαντος με τον υπερβατικό κόσμο». Αυτό σημαίνει επίσης πως «γίνεται όλο και πιο αστήρικτη η ιδέα , η οποία έχει συλληφθεί πάνω σε αυτή την βάση, του γεγονότος του έργου της θείας σωτηρίας, το οποίο υπερβαίνει την ιστορία» [Γι’ αυτό και εγκατελείφθη ο Χριστός σαν αδύναμος, για να πάρει την θέση του το άγιο Πνεύμα που οδηγεί μόνο του πλέον την ιστορία του κόσμου, την σωτηρία του κόσμου, στα έσχατα]. Από εδώ και στο εξής ο ίδιος ο άνθρωπος φέρει την ευθύνη για την ποιότητα του κόσμου του και αυτός έχει την συνείδηση του πράγματος. Και μ’ αυτό εισήχθη στην σκηνή μια καινούργια εικόνα του ανθρώπου: «μπορούμε να την περιγράψουμε με μια μόνο λέξη! Το ιδεώδες την προσωπικότητος ή του αυτόνομου ανθρώπου».
Σ’ αυτές τις λίγες σειρές αναγνωρίζονται χωρίς δυσκολία οι λόγοι του Γερμανικού Ιδεαλισμού. Αυτόν, ιδιαιτέρως σκέπτεται ο Γκογκάρτεν όταν μιλά για την εκκοσμίκευση. Και ιδιαιτέρως στην φιλοσοφία του Φίχτε, πιστεύει πως μπορεί να διακρίνει την «αυτοκατανόηση» του ανθρώπου της νεωτερικότητος στην πιο καθαρή της μορφή. Στον Γερμανικό Ιδεαλισμό ολοκληρώνεται, σύμφωνα με τον Γκογκάρτεν, μια ιστορική πρόοδος στην οποία ένας τρόπος υπάρξεως του ανθρώπου, που είναι στην ουσία ένας καρπός της χριστιανικής πίστεως, αποσχίζεται βαθμιαία από τον κορμό από τον οποίο αντλεί την καταγωγή του. Ο Παύλος και ο Λούθηρος είναι στιγμές αυτής της οδού. Από τον Παύλο αυτός ο νέος τρόπος να είμαστε άνθρωποι είναι ακόμη ολοκληρωτικώς φυτεμένος στην χριστιανική πίστη. Ακόμη και από τον Λούθηρο ισχύει μέχρις ενός σημείου, αλλά παρ’ όλα αυτά, από αυτόν βρισκόμαστε ένα βήμα μακρυά από το γεγονός της εκκοσμικεύσεως. Για τον Λούθηρο, η διαλεκτική του Νόμου και του Ευαγγελίου μετακινείται ολοκληρωτικώς στην προσωπικότητα του ανθρώπου. Γι’ αυτό στον Λούθηρο η προσωπικότητα είναι πιο ανεπτυγμένη από ότι στον Παύλο. Ο κόσμος του Λούθηρου δεν είναι, ο ιερός κόσμος, όπως του Παύλου, ο κόσμος του ιερού, αλλά γίνεται κοσμικός. Στο γερμανικό ιδεαλισμό και ιδιαιτέρως από τον Φίχτε αυτή η πρόοδος ολοκληρώνεται, η εκκοσμίκευση τελειούται.
Στο βιβλίου του, «Μοίρα και ελπίδα της μοντέρνας εποχής», επιβεβαιώνει, σαν κάτι τετελεσμένο το γεγονός: «Σήμερα συναντούμε όλο και πιο συχνά στην ιστορία του πνεύματος, ένα τυπικό φαινόμενο που ονομάζεται εκκοσμίκευση». Ορίζει αυτό το φαινόμενο σαν μια βαθειά αλλαγή στον άνθρωπο και στον κόσμο. Και το καθορίζει σαν μια μετάλλαξη των εμπειριών και των χριστιανικών γνώσεων, από αποκαλυμμένες και στην συνέχεια πιστευτές από τους πιστούς, σε γνώσεις και εμπειρίες της ανθρωπινής καθολικής νοήσεως, σε σκέψεις του ανθρώπου και μ’ αυτή την μετάλλαξη συγχρόνως, σαν την αλλαγή της πραγματικότητος του Θεού, που γινόταν αντιληπτή σ’ αυτές και φανερωνόταν στην εμπειρία, στην πραγματικότητα του ανθρώπου. Αυτό το γεγονός το ονομάζει ένα ιστορικό συμβάν συμπαντικής εμβέλειας, το οποίο δεν μπορεί να μεταστραφεί [έχει μεταστραφεί ήδη μια φορά γιατί να μην μπορεί και δεύτερη,] και αναγνωρίζει πως είναι ένα αποτέλεσμα της χριστιανικής πίστης. [ενώ είναι ολοφάνερα ένα αποτέλεσμα της απώλειας της χριστιανικής πίστης, λόγω της μειώσεως που υπέστη από τον παπισμό].
Στην συνέχεια αναλύει θεολογικά το φαινόμενο.
Συνεχίζεται
Aμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου