Παρασκευή 4 Μαΐου 2018

Μποροῦμε νὰ γίνουμε ἅγιοι σήμερα;


Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου
Πολλὲς φορὲς ἀκοῦμε τοὺς χριστιανοὺς νὰ λένε: «Ἂν ζούσαμε κι ἐμεῖς στὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ ἀξιωνόμασταν νὰ δοῦμε τὸ Χριστό, ὅπως Τὸν εἶδαν ἐκεῖνοι, θὰ γινόμασταν ἅγιοι, ὅπως ἔγιναν κι’ αὐτοί». Ὅσοι σκέφτονται ἔτσι, ξεχνοῦν ὅτι Ἐκεῖνος ποὺ μιλοῦσε στὸν καιρὸ τῶν ἀποστόλων, μιλάει καὶ τώρα. Ἴσως ὅμως καὶ πάλι νὰ πεῖ κάποιος: «Μὰ δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα νὰ δεῖ κανεὶς τὸ Χριστὸ μὲ τὰ μάτια του, ὅπως Τὸν εἶδαν οἱ ἀπόστολοι, καὶ ν’ ἀκούει μόνο τὰ λόγια Του ἀπὸ ἄλλους ἢ νὰ τὰ διαβάζει στὴ Γραφή, ὅπως ἐμεῖς σήμερα».
Κι ἐγὼ ἀπαντῶ, ὅτι δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε τὸ ἴδιο τὸ τότε καὶ τὸ τώρα. Ἀλλὰ τὸ τωρινὸ εἶναι πολὺ μεγαλύτερο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἔζησαν οἱ Ἀπόστολοι, κι εὐκολότερα μάς φέρνει στὴν πίστη!
Μὴν παραξενεύεστε. Μόνο ἀκοῦστε μέ. Τότε ὁ Κύριός μας φαινόταν στοὺς ἀχάριστους Ἰουδαίους ὡς ἕνας πλάνος καὶ τιποτένιος ἄνθρωπος, ἐνῶ τώρα κηρύσσεται σὲ μᾶς ὡς Θεὸς ἀληθινός. Τότε ἔτρωγε μὲ τελῶνες καὶ ἄλλους ἁμαρτωλούς, τώρα ὅμως κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ Πατέρα καὶ τρέφει ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Τότε καταφρονιόταν κι ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀσήμαντους ἀνθρώπους. Τώρα προσκυνεῖται ἀπὸ βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ δοξάζει αὐτοὺς ποὺ...
Τὸν προσκυνοῦν «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία».

Τότε Τὸν θεωροῦσαν σὰν ἕναν ἄνθρωπο φθαρτὸ καὶ θνητό, ποὺ ἔτρωγε καὶ ἔπινε καὶ κοιμόταν καὶ κοπίαζε καὶ ἵδρωνε καὶ γενικά, ἔκανε ὅλα τ’ ἀνθρώπινα. Τότε λοιπόν, καὶ ὄχι τώρα, ἦταν παράξενο καὶ δύσκολο ν’ ἀναγνωρίσει κανεὶς ὡς Θεὸ Ἐκεῖνον, ποὺ εἶχε αὐτὰ τὰ ταπεινὰ καὶ ἀνθρώπινα στοιχεῖα. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν Πέτρο, ποὺ εἶπε «σὺ εἰ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος», τὸν μακάρισε ὁ Χριστός, λέγοντας: «Μακάριος εἰ, Σίμων Βαριωνά, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψε σοί, ἀλλ’ ὁ Πατήρ Μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Ὅποιος λοιπὸν δὲν ὑπακούει μὲ πίστη καὶ ταπείνωση στὸ Χριστό, ποὺ μιλάει καὶ τώρα μέσα ἀπὸ τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιό Του, ὅποιος ἀμφισβητεῖ ἢ ἀπορρίπτει ὅσα εἶπε καὶ ἔκανε τότε ὁ Χριστός, ἐκεῖνος, ἔστω κι ἂν ἔβλεπε τὸν ἴδιο τὸν Κύριο νὰ θαυματουργεῖ καὶ Τὸν ἄκουγε νὰ διδάσκει, θὰ ὀλιγοπιστοῦσε. Τί λέω; Ὄχι μόνο θὰ ὀλιγοπιστοῦσε, ἀλλὰ φοβᾶμαι πὼς θὰ γινόταν τελείως ἄπιστος καὶ θὰ βλασφημοῦσε τὸ Χριστό, νομίζοντας Τὸν σὰν ἀντίθετο ἢ μάγο ἢ τσαρλατάνο, καὶ ὄχι ἀληθινὸ Θεό…

Άλλοι πάλι λένε: «Ἂν ζούσαμε στὴν ἐποχὴ τῶν ἁγίων Πατέρων, θ’ ἀγωνιζόμασταν περισσότερο, γιατί, βλέποντας τὴν καλὴ πολιτεία καὶ τοὺς ἀγῶνες τους, θὰ τοὺς μιμούμασταν. Ἐνῶ τώρα, ποὺ ζοῦμε μαζὶ μὲ ὀκνηροὺς καὶ χλιαροὺς καὶ ἁμαρτωλούς, χωρὶς νὰ τὸ θέλουμε παρασυρόμαστε μαζί τους στὴν ἀπώλεια». Ὅσοι ὅμως τὰ λένε αὐτά, ξεχνοῦν ὅτι ἐμεῖς βρισκόμαστε σὲ λιμάνι ἀσφαλέστερο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἦταν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Γιατί στὴν ἐποχὴ τοὺς ὑπῆρχαν πολλὲς καὶ φοβερὲς αἱρέσεις – φοβερότερες ἀπὸ τὶς σημερινὲς – καὶ πολλοὶ «ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται», ποὺ πέτυχαν νὰ πλανέψουν πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ καταστρέψουν τὶς ψυχές τους. Αὐτὸ ποὺ σᾶς λέω, μπορεῖτε νὰ τὸ διαπιστώσετε λ.χ. ἀπὸ τοὺς βίους τῶν μεγάλων ὁσίων Ἀντωνίου, Εὐθυμίου καὶ Σάββα, ποὺ ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους ἁγίους. Καὶ ποὺ νὰ διηγηθῶ τί ἔγινε στὴν ἐποχὴ τῶν ἁγίων πατέρων Βασιλείου καὶ Χρυσοστόμου, ποῦ ἦταν γεμάτη ἀπὸ ζιζάνια τοῦ πονηροῦ;

Βέβαια, ὄχι μόνο τότε , ἀλλὰ καὶ τώρα ἔχουμε ν’ ἀντιμετωπίσουμε φοβερὰ δεινὰ μὲ τοὺς αἱρετικούς. Πολλοὶ λύκοι καὶ πολλὰ φίδια ζοῦν ἀνάμεσά μας. Ὅμως δὲν ἔχουν καμμιὰ ἐξουσία πάνω μας, γιατί βρίσκονται κρυμμένοι στὸ σκοτάδι τῆς πονηρίας καὶ δὲν βλάπτουν παρὰ μόνο ὅσους θεληματικά τους ἀκολουθοῦν καὶ αὐτοπροαίρετα βαδίζουν στὸ δρόμο τῆς καταστροφῆς τους. Ἐκείνους ποὺ βαδίζουν στὸ φῶς τῶν θείων Γραφῶν καὶ πορεύονται στὴ στράτα τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, δὲν τολμοῦν νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσουν, ἀλλά, βλέποντάς τους νὰ περνᾶνε, ἀπομακρύνονται σὰν ἀπὸ φωτιά.

Ἴσως ὅμως ἀναρωτηθεῖτε: ποιοὺς αἱρετικοὺς ἐννοῶ; Μήπως τοὺς Ἀρειανούς, τοὺς Εὐνομιανούς, τοὺς Σαβελλιανούς, τοὺς Ἀπολλιναριστὲς ἢ τοὺς Διοσκουρίτες; Ὄχι, δὲν ἐννοῶ αὐτούς, τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἄθεους, πού, ζώντας στὸ σκοτάδι, ἀφανίστηκαν ἀπὸ τὴν πνευματικὴ λάμψη τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν θεόπνευστων συγγραμμάτων τους. Αἱρετικοὺς ὀνομάζω ἐδῶ ἐκείνους ποὺ λένε, πὼς ἂν ἤμασταν στὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων, θὰ μπορούσαμε νὰ φυλάξουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ γίνουμε ἅγιοι, ἐνῶ σήμερα ὄχι. Αὐτοὶ ποὺ κάνουν τέτοιες σκέψεις, τολμώντας μάλιστα καὶ νὰ τὶς διαδίδουν, δὲν ἔχουν πέσει μόνο σὲ μία αἵρεση , ἀλλὰ σ’ ὅλες τὶς αἱρέσεις μαζί. Γιατί ὅποιος ἰσχυρίζεται αὐτὸ τὸ πράγμα – ὅτι δηλαδὴ θὰ ἁγίαζε ἂν ζοῦσε στὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων – ἀνατρέπει ὅλες τὶς ἱερὲς Γραφὲς καὶ τὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων. Ἂν δηλαδὴ πιστεύουμε, ὅτι σήμερα εἶναι ἀδύνατο νῖ πραγματοποιηθοῦν ὅσα ὁρίζει ὁ Θεός, τότε ὅλοι οἱ ἅγιοι , τόσο τοῦ παλαιοῦ καιροῦ ὅσο καὶ τῶν ἡμερῶν μας, πῶς τὰ κατόρθωσαν; Καὶ πῶς ἔγραψαν τόσα πολλὰ ἀπὸ τὴν πείρα τῆς χριστομίμητης ζωῆς τους, γιὰ νὰ νουθετοῦν κι ἐμᾶς; Πιστεύοντας λοιπὸν καὶ διακηρύσσοντας τέτοιες πλανεμένες ἀπόψεις, ποὺ διαψεύδονται ἀπὸ τοὺς βίους τῶν ἁγίων καὶ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο τοὺς ἑαυτοὺς μας ὁδηγοῦμε στὴν ἀπώλεια, μὰ καὶ στῶν ἄλλων ἀνθρώπων τὶς ψυχὲς σπέρνουμε τὰ ζιζάνια τῆς ἀμφιβολίας καὶ τῆς λιποψυχίας. Ἔτσι μοιάζουμε στοὺς Φαρισαίους, στοὺς ὁποίους εἶπε φοβερὰ λόγια: «Οὐαὶ ὑμίν, ὁδηγοὶ τυφλοί…ὅτι κλείετε τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐράνων ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν».

Ἂς μὴ γελιόμαστε. Κι ἂς μὴν παίρνουμε στὸ λαιμό μας καὶ ἄλλες ψυχές, «πλανῶντες καὶ πλανώμενοι». Μποροῦμε καὶ σήμερα καὶ πάντα νὰ μιμηθοῦμε τοὺς ἁγίους στὴν προαίρεση, τὴν προθυμία, τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη. Γιατί καὶ οἱ ἅγιοι σὰν κι ἐμᾶς ἦταν, ἀλλὰ ἄφηναν τὴ ζωή τους νὰ ὁδηγηθεῖ ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἂς συντριβοῦμε κι ἂς χύσουμε καυτὰ δάκρυα μετάνοιας, γιὰ νὰ μαλακώσει ἡ σκληρή, ἡ πέτρινη καρδιά μας. Ἔτσι θὰ καθαρθοῦμε, ἔτσι θὰ μοιάσουμε στοὺς ἁγίους. Τὰ δάκρυα αὐτά, ποὺ θὰ χύσουμε μὲ κόπο καὶ πόνο καὶ βία, δὲν εἶναι πικρά, ἀλλὰ γλυκὰ σὰν τὸ μέλι. Ἔτσι τὰ κάνει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὴ μοῦ πεῖτε πὼς ὁρισμένοι ἄνθρωποι ἔχουν φυσικὴ ἰδιοσυγκρασία τόσο ψυχρὴ καὶ σκληρή, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ βγάλουν δάκρυα. Τὰ δάκρυα εἶναι δῶρο τῆς Χάριτος, ἐμεῖς βάζουμε τὴν προαίρεση καὶ τὴ βία.

Ἑπομένως, μ’ αὐτὴ τὴν προϋπόθεση, ὅλοι μποροῦν νὰ συντριβοῦν καὶ νὰ κλάψουν. «Πάντες δάκρυα πάντες κάθαρσιν, πάντες ἀνάβασιν καὶ τὸ τοῖς ἔμπροσθεν ἐπεκτείνεσθαι», λέει τὸ θεόπνευστο στόμα τοῦ Θεολόγου Γρηγορίου. Πῶς λέτε τότε ἐσεῖς, ὅτι μερικοὶ εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τοὺς σκληροί, καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἔρθουν σὲ κατάνυξη, νὰ πενθήσουν καὶ νὰ κλάψουν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους;

Γιὰ νὰ καταλάβετε ὅτι εἶναι φυσικὸ νὰ κλαίει κάθε ἄνθρωπος, θυμηθεῖτε τὰ βρέφη, ποὺ μόλις βγοῦν ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας τους, ἀρχίζουν νὰ κλαῖνε. Κι ἂν δὲν κλάψουν, σημαίνει πὼς δὲν εἶναι ζωντανά. Εἶναι λοιπὸν τὰ δάκρυα φυσικὰ στὸν ἄνθρωπο. Φυσικὰ καὶ ἀπαραίτητα.
Ὁ ὅσιος Συμεὼν ὁ Στουδίτης ἔλεγε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἂν θέλει νὰ σωθεῖ, πρέπει νὰ περάσει τὴ ζωή του μὲ πένθος καὶ κλάμα, κι αὐτὰ νὰ τὸν συνοδεύουν μέχρι νὰ πεθάνει. Καὶ ὅπως τὸ φαγητὸ εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ νὰ ζήσει τὸ σῶμα μας, ἔτσι καὶ τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ψυχή μας. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν κλαίει κάθε μέρα – δὲν λέω κάθε ὥρα, γιὰ νὰ μὴν κουραστεῖτε ὑπερβολικὰ -, ἀφήνει τὴν ψυχή του νὰ πεθάνει ἀπὸ πείνα καὶ νὰ χαθεῖ ἀπὸ ἀγωνία.
Ἀφοῦ λοιπὸν εἶναι φυσικὰ στὸν ἄνθρωπο τὰ δάκρυα καὶ τὸ πένθος, ἂς μὴν ἀρνηθοῦμε αὐτὸ τὸ καλό τῆς φύσεως. Ἂς ἀποβάλουμε κάθε κακία καὶ πονηρία καὶ σκληρότητα, καὶ ἂς καλλιεργήσουμε μὲ προθυμία τὸ μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἂς φυλάξουμε τὸ πένθος μὲ προσοχή, σὰν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ταπείνωση, μὲ τὴν ἁπλότητα, μὲ τὴν ἀκακία τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ὑπομονὴ στοὺς πειρασμούς, μὲ τὴ συνεχῆ μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν, προπαντὸς ὅμως μὲ τὴ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ τὴ βίωση βαρειᾶς ἐνοχῆς ἀπέναντι στὸν Κύριο.
Ὅποιος λοιπὸν εἶναι ὀκνηρὸς καὶ ἀμελὴς καὶ δὲν νοιάζεται γιὰ τὴ σωτηρία του, ἂς μὴ λέει πὼς εἶναι ἀδύνατο νὰ σωθεῖ κανεὶς σήμερα, γιατί ἔτσι κλείνει τὴν πόρτα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καὶ σὲ ἄλλους ἀνθρώπους. Καὶ ἡ εὐθύνη τοῦ γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνυπολόγιστη. Φυσικὰ αὐτός, ἀφοῦ θεώρει ἀδύνατη τὴ σωτηρία, θεώρει ἀδύνατο – ἢ μᾶλλον – περιττὸ – καὶ τὸ πένθος. Ὑπάρχουν ὅμως, δυστυχῶς καὶ χριστιανοί, ποὺ πιστεύουν στὴ σωτηρία ἀλλὰ ἀπορρίπτουν τὸ πένθος. Σ’ αὐτοὺς τονίζω τοῦτο: Ὅποιος λέει πὼς εἶναι ἀδύνατο ἢ περιττὸ νὰ πενθεῖ καὶ νὰ κλαίει κανείς, αὐτὸς δὲν πρόκειται νὰ καθαρθεῖ. Καὶ χωρὶς κάθαρση, κανένας δὲν θὰ σωθεῖ καὶ δὲν θὰ δεῖ τὸν Κύριο.
Ὅσοι πενθοῦν, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, αὐτοὶ καὶ θὰ παρακληθοῦν: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται». Ὅσοι δὲν πενθοῦν, ἔχουν πέσει στὴ χειρότερη ἀπ’ ὅλες τὶς αἱρέσεις: Νομίζουν ὅτι ἡ σωτηρία μπορεῖ ν’ ἀποκτηθεῖ μόνο μὲ τὰ ἐξωτερικὰ σχήματα τῆς εὐσέβειας. Ξεχνοῦν ὅμως ὅτι θὰ παρασταθοῦμε ὅλοι στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ «Γυμνοὶ καὶ τετραχηλισμένοι (ὁλοφάνεροι)», γιὰ νὰ πάρει ὁ καθένας μας τὸ μισθὸ του σύμφωνα μὲ τὰ ἀλάθητα κριτήρια Ἐκείνου, ὄχι τὰ δικά μας.

Ἀφοῦ λοιπὸν θὰ βρεθοῦμε γυμνοὶ μπροστὰ στὸν Θεό,
Γιατί σκεπάζουμε τὸ σῶμα μας μὲ πολυτελεῖς στολές, μὲ λαμπρὰ ἐνδύματα καὶ μὲ ὡραία ὑποδήματα;
Γιατί τρέχουμε νὰ προϋπαντήσουμε τοὺς ἄρχοντες;
Γιατί μᾶς ἀρέσει νὰ μᾶς χαιρετοῦν;
Γιατί ἐπιδιώκουμε τὶς πρωτοκαθεδρίες στὰ ἐπίσημα γεύματα;
Γιατί ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ κενοδοξία καὶ ὁ ἀκόρεστος πόθος νὰ ἐξουσιάζουν;
Γιατί τὰ ὡραία σπίτια καὶ οἱ ὑπηρέτες, ποῦ μᾶς ξεχωρίζουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους;
Γιατί τὰ ἄκαιρα γέλια καὶ οἱ ἄπρεπες συζητήσεις;…
Γυμνοί, μπροστὰ στὸ μεγάλο Κριτήριο!

Ποῦ τότε τὸ καλὸ ὄνομα καὶ ἡ ἁγιοσύνη ποῦ νομίζουμε πῶς ἔχουμε;
Ποῦ οἱ κόλακες καὶ οἱ ἀνήξεροι ποῦ μᾶς ὀνομάζουν ἁγίους;
Ποῦ οἱ ὑψηλὲς θέσεις καὶ οἱ μεγάλες ἰδέες γιὰ τὸν ἑαυτό μας;
Ποῦ οἱ συγγενικοὶ δεσμοί;
Ποῦ ἡ δόξα τῶν ἀρχόντων;
Ποῦ ἡ σοφία τῶν σοφῶν τοῦ κόσμου;
Ποῦ ἡ πεποίθηση πῶς εἴμαστε καλύτεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ΕΝΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΙΠΟΤΑ;
Ποῦ ἡ γλώσσα καὶ οἱ ρητορεῖες ποῦ τρέχουν σὰν πηγή; «Ποῦ σοφός, ποῦ γραμματεύς, ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου;».

Τί φόβος καὶ τρόμος τὴν ὥρα ἐκείνη!

Γι’ αὐτὸ μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ταπεινωμένος καὶ συντριμμένος, πενθεῖ καὶ κλαίει νύχτα καὶ μέρα μπροστὰ στὸν Θεό. Αὐτὸς θὰ καθήσει ὁλόλαμπρος στὰ δεξιά Του. Καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἀκούει τὰ λόγια τοῦ Κυρίου καὶ δὲν περνάει ἀνώφελα τὴ ζωή του, ἀλλὰ βρίσκεται συνεχῶς σὲ κατάσταση μετανοίας. Αὐτὸς θὰ ἐλεηθεῖ καὶ θὰ ἀπολαύσει στὴ μέλλουσα ζωὴ τὰ ἀνεκλάλητα ἀγαθὰ τῆς Οὐράνιας Βασιλείας. Αὐτὸς θὰ γίνει ἅγιος!

Δεν υπάρχουν σχόλια: