«Θεμέλιον ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστι Ἰησοῦς Χριστὸς» (Α΄ Κορ. γ΄11). «ἐποικοδομηθέντες τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν». «Τῷ θεμελίῳ», λέγει, “τῶν Ἀποστόλων” καὶ οὐχὶ τοῦ Πέτρου, καθὼς παραφρονεῖ ἡ Παπικὴ Ἐκκλησία.
Ἐὰν ὁ Κλήμης Ρώμης εἶναι διάδοχος τοῦ Πέτρου, διότι ἐχειροτονήθη ἀπὸ τὸν Πέτρο, τότε ὅσοι ἐπίσκοποι χειροτονήθησαν ἀπὸ τὸν Πέτρο εἶναι διάδοχοί του, καὶ ὄχι μόνο ὁ Κλήμης. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἐχειροτόνησε τὸν Πάπα Κλήμεντα ἐπίσκοπο Ρώμης μόνο, καὶ ὄχι τῆς οἰκουμένης ὅλης.
Ἐὰν ὁ θάνατος τοῦ Πέτρου ἔδωσε τέτοιο προνόμιο στὸν Πάπα νὰ εἶναι κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μονάρχης ἐπάνω σὲ ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἰς τὰς Συνόδους, πολὺ περισσότερον πρέπει νὰ ἔχει αὐτὰ τὰ προνόμια ὁ Ἱεροσολύμων διὰ τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ.Λέγοντας ὁ Πάπας πὼς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐξώρισε ἀπὸ τὴν δυτικὴ Ἐκκλησία τὸν Δεσπότη πάντων Χριστόν, καὶ ἔτσι ἔμεινε ἡ δυτικὴ Ἐκκλησία χήρα ἀπὸ τὸν Χριστό.
Ὅταν οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου ζήτησαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ πρωτοκαθεδρία, νὰ καθήσουν ὁ ἕνας δεξιά του καὶ ὁ ἄλλος ἀριστερά του (Μάρκ.ι´35-38), ὁ Κύριος δὲν τοὺς εἶπε ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον, διότι τὴν πρωτοκαθεδρία τὴν ἔχω δώσει στὸν Πέτρο, ἀλλά, ὅτι «ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται διάκονος ὑμῶν, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι πρῶτος, ἔστω πάντων δοῦλος». Ὅταν οἱ ἀπόστολοι κατὰ τὸν μυστικὸν Δεῖπνον ἔπεσαν σὲ φιλονικία, διὰ τὰ πρωτεῖα, ὁ Κύριος δὲν τοὺς εἶπε πὼς ὁ Πέτρος εἶναι ὁ μεγαλύτερος, ἐπειδὴ αὐτὸν ἀφήνω ἐπίτροπον εἰς τὸ ποίμνιον, αὐτὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ ὅλων σας. (Λουκ. κβ’ 24-26). Ἀλλὰ τοὺς εἶπε ὅτι “οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται, ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ᾽ ὁ μείζων ἐν ὑμῖν γενέσθω ὡς ὁ νεώτερος καὶ ὁ ἀνακείμενος ὡς ὁ διακονῶν”. Ἔφερε καὶ παράδειγμα ὁ Κύριος τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ λέγονται Ραββί, ὅμως ἐσεῖς, οἱ δικοί μου μαθηταὶ μὴν πέσετε στὸ πάθος αὐτό, μὴ ζητεῖτε τὸ πρωτεῖον αὐτό, ὑμεῖς μὴ κληθῆτε καθηγηταί, «εἷς γάρ ἐστιν ὁ καθηγητὴς Χριστός, καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ἐπὶ τῆς γῆς. Εἷς ἐστιν ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὑμεῖς δὲ πάντες ἀδελφοὶ ἐστέ». Οἱ Ἀπόστολοι ἔπεμψαν τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰωάννην στὴν Σαμάρεια, ὅταν ἄκουσαν πὼς ἐδέχθη τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἐὰν ὁ Πέτρος ἦταν κεφαλὴ καὶ ἄρχων πάντων, πῶς πέμπεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους; πράγμα ποὺ δὲν τὸ δέχεται οὔτε ἡ συνήθεια οὔτε τὸ δίκαιον; Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι τοῦτοι οἱ καπνοὶ τῆς φιλοδοξίας, καὶ πρωτοκαθεδρίας δὲν ἐχώρησαν μέσα εἰς τὰς θεοφόρους κεφαλὰς τῶν Ἀποστόλων, ἀλλ᾽ ὅλοι ἦταν ὁμοταγεῖς, ἀδελφοὶ κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ἐπίσης διδάσκαλοι πάσης τῆς οἰκουμένης. Ὄχι διῃρημένως ὁ ἕνας στὴ Ρώμη, ὁ ἄλλος ἀλλαχοῦ, ἀλλὰ πανταχοῦ καθ᾽ ἕνας τὴν αὐτὴ ἐξουσία εἶχε καὶ τὸ αὐτὸ Ἀποστολικὸ προνόμιο. Ἔτσι ὁ Πάπας διὰ νὰ στήση τὴν κεφαλήν του, ὄχι μόνον συκοφαντεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ καταφρονεῖ καὶ τὸν μακάριο Πέτρο σμικρύνοντάς του τὸ Ἀποστολικόν του προνόμιο, ἐπειδὴ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἦταν χειροτονημένος διδάσκαλος πάσης της οἰκουμένης καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ Ἀπόστολοι, αὐτὸς τὸν περικλείει εἰς τὴν Ρώμην. Ἐὰν ὁ Πέτρος ἦταν κεφαλὴ καὶ ἀρχή, πῶς ὁ Παῦλος ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἀντεστάθη κατὰ πρόσωπον εἰς τὸν Πέτρον; Πῶς τὸν ἐλέγχει καθὼς ὁ ἴδιος γράφει στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολήν του; «ὅτε ἦλθε Πέτρος εἰς Ἀντιόχειαν κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ ἀντέστην» (Γαλατ. β΄11). Ἐὰν ὁ Πέτρος ἦταν πρῶτος πῶς εἰς τὴν Ἀποστολικὴν Σύνοδον δὲν ἀποφασίζει ὁ Πέτρος ὡς κεφαλὴ πάντων, ἀλλὰ ὁ Ἰάκωβος; (Πράξ. ιε΄10-28). Οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν οἰκουμενικοὶ διδάσκαλοι, καὶ ἰσότιμοι πάντες, καὶ οὐδένας εἶχε διωρισμένον θρόνον. Οἱ Ἀπόστολοι χειροτονοῦσαν παντοῦ Ἀρχιερεῖς, καὶ ἔδιδαν εἰς αὐτοὺς τέσσαρα χαρίσματα: πρῶτον τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, δεύτερον τὴν Ἱερωσύνην, τρίτον τὴν χειροτονίαν, τέταρτον τὴν ἐξουσίαν τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν. Καὶ αὐτὰ μερικῶς, καὶ ὄχι οἰκουμενικῶς, ἀλλὰ καθένας εἰς τὴν ἐπαρχίαν του ἐκήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο, ἐνεργοῦσε τὰ τῆς Ἱερωσύνης, ἔπραττε τὰ τῆς χειροτονίας, ἐτέλει τὰ τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν. Ἔξω ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν του οὐδείς. Ἐπειδὴ αὐτὸ ἦταν ἀποστολικὸ χάρισμα. Οἱ Ἀπόστολοι Ἀρχιερεῖς χειροτονοῦσαν, καὶ ὄχι Ἀποστόλους. Οὐδεὶς τῶν χειροτονηθέντων ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ἔγινε διάδοχος καὶ τοῦ ἀποστολικοῦ ἀξιώματος. Δόγμα τῶν Παπικῶν εἶναι «τὸ μὴ πιστεύειν εἰς τὸν Πάπαν, ταυτὸν ἐστὶ τὸ μὴ πιστεύειν εἰς τὸν Χριστόν», ὡσὰν νὰ ἦταν ὁ Πάπας καὶ ὁ Χριστὸς ἓν κατὰ τὴν οὐσίαν, δηλαδὴ θεοποιεῖ τὸν ἑαυτόν του. Ὁ Πάπας εἶναι κτίσμα, καὶ ἐπειδὴ ζητεῖ προνόμιον ὁπού τὸ ἔχει μόνος ὁ Θεός, τὸ νὰ πιστεύουν εἰς αὐτὸν τὰ κτίσματα, εἶναι ἱερόσυλος, καὶ παντάπασι τυφλός, ὅταν θέλει νὰ εἶναι ἀνώτερος τῶν Συνόδων; ὅταν φαντάζεται πὼς εἶναι ἀναμάρτητος; τί ἄλλο ὅταν διδάσκει πὼς εἶναι μονάρχης τῶν Ἐκκλησιῶν; παρὰ τὸ ὅτι εἶναι Θεός; καὶ διὰ τοῦτο μὲ ἀναίσχυντον καὶ ἄθεον ἀπόφασιν θέλει νὰ προσκυνῆται καὶ νὰ πιστεύεται ὡς Θεός; Τοῦτο τί ἄλλο εἶναι παρὰ φαντασία ἀθεΐας, τύφλωσις νοὸς εἰδωλολάτρου; Ὁ 35ος Ἀποστολικὸς κανὼν βοᾶ: «Εἴ τις Ἐπίσκοπος τολμήσειε χειροτονίαν ποιῆσαι ἐν ταῖς μὴ ὑποκειμέναις αὐτῷ χώραις καὶ πόλεσι, παρὰ γνώμην τῶν κατεχόντων αὐτάς, καθαιρείσθω, ὅ τε χειροτονήσας καὶ χειροτονηθείς».
Ἐὰν ἦταν ὁ Ρώμης πρῶτος, πὼς αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Κλήμης ἔγραφε τὸν Ἀποστολικὸ κανόνα ποὺ λέει: «Τοὺς Ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους, εἰδέναι χρὴ τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἡγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν, καὶ μηδέν τι πράττειν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης. Ἐκεῖνα δὲ πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει καὶ ταῖς ὑπ᾽ αὐτὴν χώραις. Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποείτω τι. Οὕτω γὰρ ὁμόνοια ἔσται, καὶ δοξασθήσεται ὁ Θεός». Ἀλλ᾽ ἡ φιλαρχία τοῦ Πάπα καὶ τοῦτον τὸν κανόνα καθὼς καὶ ἄλλους πολλοὺς καταπάτησε (9ον τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου). Ὁ Πάπας ἀπὸ κενὴ φιλοδοξία, διὰ νὰ στήσῃ τὴν μοναρχικὴ ἐξουσία, ἰδιοποιῆται τὰ Ἀποστολικὰ χαρίσματα. Ἡ φιλοδοξία τοῦ Πάπα τὸν ἔφερε σὲ τέτοιο σημεῖο νὰ λέῃ ὅτι «τὸ μὴ πιστεύειν εἰς τὸν Πάπα, ταυτὸν ἔστι τὸ μὴ πιστεύειν εἰς τὸν Χριστόν, ὡσὰν νὰ ἦταν ὁ Πάπας καὶ ὁ Χριστὸς ἓν κατὰ τὴν οὐσίαν”. Θεοποιεῖ τὸν ἑαυτό του. Αὐτὸς ὁ ὑπερβολικὸς τύφος τοῦ Πάπα, αὐτὴ ἡ μοναρχομανία του ἐγέννησε τόσας αἱρέσεις. Ποῦ ἡ χρυσὴ παραγγελία ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ Κύριος, «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν»; Ποῦ ὁ μακαρισμὸς «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι», δηλαδὴ οἱ ταπεινοὶ; Ποῦ τόσα καὶ τόσα παραδείγματα χρυσὰ καὶ λαμπρά τῆς ταπεινοφροσύνης ;
Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἄρνησις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, μίμησις τοῦ διαβόλου, διότι οἱ ἀποστατικὲς δυνάμεις, καθὼς ἔλεγε ἡ μακαρία Συγκλητική, τὶς ἄλλες ἀρετὲς δύνανται κατά τινα τρόπον, νὰ μιμηθοῦν, τὴν δὲ ταπεινοφροσύνη οὐδέποτε. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι γεννήτρια τροφὸς πασῶν των ἀρετῶν, μίμησις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ παπικὴ ἐκκλησία εἶναι νόθος ὀργανισμός. Σὲ ἕναν θνητὸν καὶ ἁμαρτωλὸν ἄνθρωπον συγκεντρώθηκε ἡ ἀπόλυτη ἐξουσία καὶ τὸ ἀλάθητο. Ἡ παπικὴ ἐκκλησία δὲν εἶναι Χριστοκεντρικὴ ἀλλὰ Παποκεντρική. Ὁ Πάπας ὑπέκυψε στὸν τρίτο καὶ τελευταῖο πειρασμὸ τοῦ Κυρίου στὴν ἔρημο.
Ἁγ. Νεκταρίου: «Μελέτη ἱστορικὴ περὶ τῶν αἰτιῶν τοῦ σχίσματος», ἐκδ. Ν. Παναγοπούλου, τόμ. Α’., Ἀθῆναι. Χριστιανική Βιβλιογραφία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου