Συνέχεια από: Παρασκευή 7 Ιουλίου 2023
Τα ζώα και τα άψυχα δεν μετέχουν αγιότητας Αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά Πηγή αρχαίου κειμένου: ΕΠΕ τ. 3 |
11 Δέν σοΰ φαίνεται άραγε ότι ή τόσον μεγάλη διαφορά μεθέξεως είναι ικανή νά μάς παραστήση άκτιστον τήν μέθεξιν των θείως Ζώντων, άκόμη καί άν δέν έλεγεν ό Παύλος, «δέν ζώ δέ έγώ πλέον, άλλά μέσα μου ζή ό Χριστός»44, άκόμη καί άν δέν έλεγεν έπίσης ό Μάξιμος περί αυτού καί τών συμφώνων μέ αυτόν ότι «δέν φέρουν μέσα των τήν χρονικήν Ζωήν τήν έχουσαν άρχήν καί τέλος, άλλά τήν θείαν καί άίδιον Ζωήν τού ένοικήσαντος Λόγου»45, καί πάλιν, «ή θεία καί άκατάληπτος ζωή, άν καί δίδει άπόλαυσιν έαυτής εις τούς μέλλοντας νά μετάσχουν κατά χάριν, άλλά δέν δίδει κατάληψιν, διότι μένει πάντοτε καί κατά τήν μέθεξιν τών άπολαυόντων αύτής άκατάληπτος, καθ' όσον ώς άκτιστος έχει κατά φύσιν τήν άπειρίαν4*, καί πάλιν, «δωρίζοντος τήν άγένητον θέωσιν ώς μισθόν εις τούς πιστούς του»4’ ; Άγένητον δέ θέωσιν λέγει «τήν κατ' είδος ένυπόστατον έλλαμψιν ή όποια δέν έχει γένεσιν, άλλ' άκατάληπτον φανέρωσιν εις τούς άξίους»48
12 Ό δέ μέγας 'Αθανάσιος λέγει, «άπό τό ότι λεγόμεθα μέτοχοι Χριστού καί μέτοχοι Θεού δεικνύεται ότι τό εις ήμάς χρίσμα καί ή σφραγίς δέν είναι τής φύσεως τών γενητών»4*' καί πάλιν, «αύτή είναι ή φιλανθρωπία τού Θεού, ότι έκείνων τών όποιων είναι ποιητής γίνεται καί πατήρ κατά χάριν, γίνεται δέ όταν οί κτιστοί άνθρωποι λάβουν εις τάς καρδίας των τό πνεύμα τού Υιού κράζον, Αββά ό Πατήρ50, δεν είναι δε δυνατόν νά γίνουν άλλως υιοί τού Πατρός, άφοϋ φύσει είναι κτίσματα, παρά μόνον άν υποδεχθούν τό πνεύμα τού φύσει Υιού τού Θεού. Διά τούτο ό Λόγος έγινε σάρξ51, διά νά καταστήση δεκτικόν θεότητος τό άνθρώπινον»52' καί πάλιν, «όπως πρός τούς ’Αποστόλους έδόθη ή έπαγγελία περί τού Πνεύματος καί τής δυνάμεως τού ύψίστου, οϋτω καί πρός τήν παρθένον». Καί ό μέγας Βασίλειος τονίζει ότι πρέπει κανείς «νά γίνη κοινωνός τής χάριτος τού Χριστού διά τού άγιου Πνεύματος, νά καταστή τέκνον φωτός, νά μετάσχη άιδίου δόξης»53’ καί πάλιν, «τό κινηθέν άπό άγιον Πνεύμα εις άίδιον κίνησιν έγινεν άγιον Ζώον. ’Έλαβε δέ ό άνθρωπος, άφοΰ είσεικούσθη εις αυτόν τό πνεύμα, άξίαν προφήτου, άποστόλου, άγγέλου, Θεού, ένώ προηγουμένως ήτο γή καί σκόνη». Καί πάλιν, «ό λαβών τό δουλικόν στοιχείον δέν καθίσταται άπό δούλου υιός, ούτε λαμβάνει τό δικαίωμα νά καλή τόν Θεόν πατέρα διά τόν λόγον ότι μετέσχε τού δούλου»54. Καί πάλιν, «μετέχουν τού Θεού τό κατ’ εικόνα, καθιστάμενα ικανά πρός τούτο διά τού πνεύματος»” . Διότι είναι μέν άθλια όλα τό ποιήματα τού Θεού καί υπολείπονται τής δόξης τού δημιουργού κατά τήν κτιστήν φύσιν, έάν δέν μετέχουν τής θεότητος, άλλ’ ό λόγος περί Θεού είναι άνάξιος, άν οΰτος έγκαταλείπη τήν κτίσιν γυμνήν τρόπον τινά καί έρημον εαυτού. Άλλ’ ούτε ή κτίσις είναι τόσον άθλια ούτε ό Θεός τόσον άδύνατος, ώστε νά μή άποστέλλη πρός τά ποιήματα τήν άγίαν χάριν»” . Καί έπίσης, «καινή γίνεται πάλιν ή κτίσις λαμβάνουσα έκ τού πνεύματος' μέ τού όποιου τήν στέρησιν είχε παλαιωθή»57, διότι ή τωρινή άνακαίνισις καί άνασυγκρότησις άνταποκρίνεται εις τήν άρχικήν κοινότητα. Ένεφύσησε λοιπόν καί άπετύπωσεν όχι κάποιος άλλος, διάφορος άπό τόν εις τήν άρχήν έμφυσήσαντα, άλλ’ αύτός, διά τού όποιου ό Θεός έδωσε τήν έμφύσησιν, τότε μέν μετά ψυχής, τώρα δέ είς ψυχήν»58 Ό δέ Χρυσόστομος πατήρ, έξυμνών τήν χάριν του θείου βαπτίσματος, λέγει, «τότε μεν ό άνθρωπος εγινεν είς ψυχήν Ζώσαν59, τώρα δέ είς πνεΰμα ζωοποιόν69. Είναι δέ μεγάλη ή μεταξύ των δύο διαφορά* διότι ή μέν ψυχή δέν παρέχει Ζωήν είς άλλο ον, τό δέ Πνεΰμα δέν Ζη μόνον αύτό, αλλά και είς άλλα παρέχει ταύτην. Οΰτω λοιπόν καί νεκρούς άνέστησαν οί ’Απόστολοι»91
13 Ταΰτα έκθέτει λεπτομερέστερον καί ό θείος Κύριλλος, άνατρέπων καί εκείνους οί όποιοι λέγουν ότι τό θείον εμφύσημα κατέστη ψυχή τοΰ άνθρώπου. Συνοψίζων οΰτος τά έπίχειρήματα λέγει, «τό δέ έμφϋσηθέν άπό αύτόν οπωσδήποτε νοείται ότι είναι καί ίδιον αύτοΰ, δηλαδή άπό την ούσίαν του. Τότε πώς είναι δυνατόν τό έκ τοΰ Θεοΰ πνεΰμα νά μεταθληθή είς φύσιν ψυχής; «Επομένως», συνεχίζει, «τό μέν ζώον έψυχώθη κατά άρρητον δύναμιν Θεοΰ, καί μέ τήν προς αύτόν όμοίωσιν εγινεν ό,τι έκ φύσεώς προωρίζετο νά είναι, άγαθόν καί δίκαιον καί δεκτικόν πόσης άρετής. Ήγιάσθη δέ άφοΰ άπεδείχθη μέτοχον τοΰ θείου πνεύματος, τό οποίον καί άπέβαλε λόγω τής άμαρτίας»62; Ποΰ είναι οί λέγοντες κτιστήν καί φυσικήν μίμησιν τήν θεοποιόν δωρεάν τοΰ πνεύματος, άλλ’ όχι θείαν καί άπόρρητον καί άπορρήτως πραγματοποιουμένην ενέργειαν; Καί μάλιστα, ένώ ό άγιος Μάξιμος λέγει, «ύφιστάμεθα τήν θέωσιν ώς ύπερφυσικόν γεγονός, άλλά, δέν πράττομεν αύτήν»93 Καί πάλιν, «δέν. υπάρχει τίποτε το φυσικόν τό οποίον πράττει τήν θέωσιν»94
14 Άλλ’ έπανελθόντες έκεϊ άπό όπου, έκάμαμεν τήν παρέκβασιν, θά συνεχίσωμεν τήν διαπραγμάτευσιν τοΰ θέματος. Δέν ύπάρχει λοιπόν τίποτε τό οποίον νά μάς έμποδίζη νά λέγωμεν άκόμη ότι, όπως «κανείς δέν είναι άγαθός παρά μόνον είς, ό Θεός»95, οΰτω τίποτε δέν μετέχει τοΰ Θεοΰ παρά μόνον οί άγαθοί έκ των άγγέλων καί οί έκ των άνθρώπων δεχθέντες μυστικώς πάλιν το θείον εμφύσημα, τό οποίον είς τήν άρχήν άπέμακρύνθη άπό τον Άδάμ λόγω της άθετήσεως τοΰ θείου προστάγματος. Εύχαρίστως δέ θά ήρώτων τον άρνούμενον τήν άποψιν' άραγε δεν είναι άναγκαϊον τό μέλλον νά μετάσχη κάποιου άλλου, νά προϋπάρχη τής μεθέξεως αύτοϋ καί καθ’ έαυτό νά είναι κάτι προηγούμενον; Τά ζώντα επομένως διά μετοχής τού Θεού αίσθητικώς ή λογικώς ή νοερώς, ποιαν αϊσθησιν ή λόγον ή νοϋν θά κατεϊχον, άν δέν εϊχον άκόμη μετάσχει τοϋ Θεοϋ; Θά ήδύνατο νά εϊπη κανείς ότι έκεϊνα έχουν τό είναι, εις τό όποιον αί δυνάμεις αύταί προσετέθησαν. ’Αλλ’ όμως καί τοϋτο, τό είναι, έχουν διά μεθέξεως τοϋ Θεοϋ. ’Άρα είναι φανερόν ότι ταϋτα δέν μετέχουν τοϋ Θεοϋ κατ’ άκρίβειαν, άλλά λέγεται ότι μετέχουν ώς άποτελέσματα τής δημιουργικής έκείνου ένεργείας καί δυνάμεως, όπως θά ήτο δυνατόν νά λεχθή ότι καί όλα τά τεχνητά κατ’ όμυδράν άπήχησ'ν μετέχουν τής διανοίας τοϋ τεχνίτου, ένώ είναι τελείως άμοιρα ένεργοϋ διανοίας.
15 Oί δέ άγιοι, έχοντες προϋποκειμένην τήν κτιστήν φύσιν προσαποκτοϋν έπάνω εις αύτήν τήν ύπερφυά καί θείαν μετοχήν, όχι όπως προσαποκτοϋν τήν τέχνην τά παράγωγά της, άλλ’ όπως όσοι άναλαμβάνουν καί δέχονται τήν έπιστήμην, «πάντοτε μέν συμπαροϋσαν, ένεργεία δέ έκδηλουμένην όταν χρειάζεται»ββ, σύμφωνα μέ τάς διαφόρους ιδέας των χαρισμάτων τοϋ πνεύματος. «Καί όπως είναι ό μέσα μας λόγος», λέγει, «ούτως είναι καί τό πνεύμα μέσα μας' άλλοτε μέν είναι ό ίδιος ό έγκάρδιος, όταν τό πνεϋμα συμμαρτυρή μέ τό πνεύμα μας67, καί όταν κράζη είς τάς καρδίας μας, άββα, ό πατήρ8, άλλοτε δέ είναι ώς ό προφερόμενος μέ τήν γλώσσαν. 'Διότι δέν εΐσθε σείς οί όμιλοΰντες’, λέγει αύτός ό όποιος δίδει τήν άναντίρρητον σοφίαν, 'άλλά τό πνεϋμα τού Πατρός τό λαλούν μέσα σας». Άλλά θά ήδύνατο έπίσης νά νοηθή ώς εν όλον είς μέρη, συνεχίζει, κατά τήν διανομήν των χαρισμάτων. Διά τούτο καί 'όλοι εϊμεθα μέλη άλλήλων’70»71. Προσέτι δέ «καί όπως είναι ή δύναμις τής όράσεως είς τόν ύγιή οφθαλμόν, οϋτω καί ή ένέργεια τού πνεύματος είς τήν απόρροιαν τόΰ πνεύματος τόν έξ αύτοΰ φωτισμόν. «"Οπως δηλαδή», λέγει, «τά παρακείμενα εις τά ανθηρά χρώματα χρωματίζονται καί αυτά άπό τήν περιρρέουσαν αύγήν, οΰτω ό έντόνως ένατενίσας είς τό πνεύμα μεταμορφώνεται κάπως άπό τήν δόξαν έκείνου προς τά φωτεινότερον, καταλαμπόμενος διά τής έκ τού πνεύματος άληθείας ώσάν άπό κάποιον φως»73. Ό δέ Γρηγόριος, ό επώνυμος τής θεολογίας, άφοΰ άπηρίθμησε τά συμβάντα είς τήν άδελφήν του Γοργονίαν, όταν άπεδήμησε, καί είπε, «γνωρίζω καλώς ότι τά τώρα παρόντα σοΰ είναι άνώτερα καί πολυτιμότερα άπό τά βλεπόμενα, ήχος εορταστών, χορός άγγέλων, παράταξις ουρανία, θεωρία δόξης, καί τής άλλης καί τής ύψίστης Τριάδος, έλλαμψις καθαρωτέρα καί τελειότερα, καθώς αστράπτει είς τάς ψυχάς μας με όλον τό φώς τής θεότητος»74, άφοΰ λοιπόν είπε ταΰτα άπευθυνόμενος πρός αύτήν, έπειτα συνεχίζων τόν λόγον καί συνοψίζων λέγει, «άπολαύεις όλων έκείνων, των όποιων είχες τάς άπορροίας άκόμη καί όταν ήσο έπί τής γής λόγω τής γνήσιας ροπής πρός αύτά»74. Τοιαύτη είναι πράγματι ή φύσις τής άπορροίας, καί όταν μεταδίδεται, νά μένη άχώριστος άπό τόν μεταδίδοντα, ό όποιος δέν ύφίσταται ούτε τήν παραμικράν μείωσιν διά τής μεταδόσεως*πώς θά ήδύνατο νά πάθη κάτι παρόμοιον τό φώς λόγω τής άκτϊνος ή πάλιν ή άκτίς λόγω τής αύγής;
16 Καί μή μοΰ φέρης είς τήν μέσην τάς ύλικάς άπορροίας' άλλα άφοΰ καθαρίσης πρός αύτήν πασαν έπισκοτίζουσαν σημασίαν, τότε έξέτασε κατά δύναμιν τόν τρόπον τής πρός τούς άξίους χορηγίας τού πνεύματος. Πώς έλλάμπει κατ’ άπόρρητον τρόπον έμφανώς είς όλους τούς άξίους; «‘Όπως άκτινοβολίαι», λέγει, «φωτίζουσαι νέφος τό κάμνουν νά λάμπη καθιστώσαι χρυσοειδή τήν όψιν του»75. Σκέψου δέ καί τάς νεφέλας ταύτας, τά σκεύη τού φωτός, οι όποιοι έχουν θείαν αϊσθησιν τού φωτός έκείνου καί ώς οφθαλμοί κατάλληλοι έχουν έκ φύσεως τήν ιδιότητα διά τής μεταλήψεως τού φωτός νά καθίστανται παραπλήσιον φώς καί νά χρησιμοποιούν τοιοΰτο φώς. Οΰτω λοιπόν κυρίως μόνον οί άγιοι μετέχουν του Θεού, γινόμενοι ένθεοι και θεοειδείς' μή μετέχοντες μόνον, αλλά και μεταδίδοντες, καί μή λαμβάνοντες γνώσιν μόνον των γεγονότων, αλλά γνωρίζοντες και μερικά έκ των μή παραχθέντων εκ μή όντος, καί μή ζώντες μόνον, άλλά καί ζωοποιοΰντες, ιδιότητες αί όποίαι δεν άνήκουν εις κτιστήν δύναμιν. Πρέπει όμως μετά τήν άπόδειξιν τής άληθείας νά άκούωμεν καί τούς κήρυκας τής άληθείας, οί οποίοι λέγουν ότι μόνον οί άγιοι μετέχουν τοΰ Θεού* διότι τούτους προβάλλομεν ήμεϊς πάντοτε ώς μάρτυρας τής άληθείας
17 Λέγει πράγματι ό μέγας Βασίλειος. «Μόνον λοιπόν, άφοΰ ό άνθρωπος καθαρθή άπό τό αίσχος τό οποίον τοΰ έχει άποτυπωθή διά τής κακίας καί έπανέλθη είς τό φυσικόν κάλλος καί άποδώση πάλιν τήν άρχαίαν μορφήν ώς είς βασιλικόν άγαλμα, τότε μόνον είναι δυνατόν νά προσεγγίση τον παράκλητον»78' καί πάλιν, «τό άγιον Πνεΰμα είναι άπρόσιτον μέν κατά τήν φύσιν, χωρητόν δέ λόγω άγαθότητος,, γεμίζει μέν τά πάντα διά τής δυνάμεως, είναι δέ μεθεκτόν μόνον άπό τούς άξιους, μή μετεχόμενον μέ ένιαϊον μέτρον, άλλά κατανέμον τήν ένέργειαν κατά τήν άναλογίαν τής πίστεως»77· καί πάλιν, «τό άχώρητον λοιπόν είς τον κόσμον, θεωρητόν δέ μόνον άπό τούς άγιους λόγω καθαρότητος καρδίας, τί πρέπει νά νομίζεται ή ποίαι τιμαί είναι δυνατόν νά είναι σύμμετροι προς αύτό»78; καί πάλιν, «ό Κύριος, άφοΰ διά των διδαγμάτων του προέβαλεν είς τούς μαθητάς του καθαρότητα Ζωής, τώρα πλέον τούς καθιστά καί εποπτικούς καί θεωρητικούς τοΰ πνεύματος»79’ καί πάλιν, «οί καταπατοΰντες τά γήινα καί γενόμενοι ύπεράνω αύτών έχουν άποδειχθή μάρτυρες τής δωρεάς τοΰ αγίου Πνεύματος»80.
18 Διά νά σοΰ παραστήσωμεν δέ καί παραδειγματικώς δι' άμυδράς είκόνος τήν διαφοράν τών μεθέξεων τούτων, μετέχει βέβαια τοΰ πυρός ή πηλίνη χύτρα διασώζουσα ίχνη τοΰ πυρός καί όταν έξαχθή άπό τήν κάμινον προς χρήσιν. Πράγματι τό έρυθροειδές τοΰ χρώματος, καθώς καί τό έξαιρετικώς ξηρόν και στερεόν τής ϋλης προέρχονται κατ’ εύθεϊαν άπό τό πΰρ καθ όσον άφοϋ έξαντληθη άπό εκεί τό ύγρόν καί φαγωθή άπό τό πΰρ καί διά τής καύσεως άμαυρωθή, τότε συμπλέκεται τό ξανθόν τοΰ πυρός με τήν φυσικήν λευκότητα τοΰ γεώδους, οϋτω δέ άπό τήν άνάμιξιν τοΰ ξανθοΰ καί λευκοΰ καί μέλανος, καθώς πυρώνεται καί φυραται, άποκτά τήν βαφήν, τό χαλαρόν τής γεώδους ύλης σφίγγεται καθώς κλείονται οί εις τό βάθος πόροι άπό τήν βίαν τοΰ πυράς, ώστε νά μή έπιτρέπη πλέον διείσδυσιν εις τό παχυμερές ύδωρ. Κατ’ αύτόν τον τρόπον καί περιρρεόμενσν εις τό εξής μέ ύδωρ είναι άδιάλυτον λόγω τής σκληρότητας. ’Αλλά είναι έπίσης έλαφρότερον καί θερμότερον άπό ίσόμετρον λίθον καί χώμα, ιδιότητες τάς όποιας προσέλαβεν οπωσδήποτε άπό τό πΰρ. Μετέχει λοιπόν τό πήλινον τοΰ πυρός καί ευρισκόμενον εις χρήσιν πλέον* άλλά μετέχει καί όταν εύρίσκεται εις τήν καιομένην κάμινον καί είναι πυρακτωμένον, καθώς είναι συνημμένον μέ τό πΰρ. ’Αλλά τότε μεν δεν μετέχει μόνον των άποτελεσμάτων, άλλά καί όλων σχεδόν των ένεργειών τοΰ πυρός καί δεν στερείται τής θερμότητος καί καυστικής δυνάμεως. Δύναται δέ νά μεταδώση καί τήν ενέργειαν, τής όποιας μεταλαμβάνει αύτό, εις παν πλησιάζον, αν αύτό είναι έπιτήδειον προς μετάληψιν, μολονότι έχει άμετάβλητον τήν φύσιν καί κατ’ αύτήν είναι χώμα. Τό μεταφερθέν όμως έξω άπό τήν κάμινον δοχεϊον προς χρήσιν, των μέν άποτελεσμάτων τής ένεργείας τοΰ πυρός μετέχει, των δέ ένεργειών όχι πλέον τώρα.
19 Συνάγων λοιπόν άπό τά σκεύη τά χρήσιμα δι έξέτασιν τοΰ προκειμένου, κατανόησε ότι ή μέν φυσική ζωή καί ϋπαρξις, ή γνώσις καί τά παρόμοια είναι άποτελέσματα των θείων ένεργειών, όχι δέ κυρίως ένέργειαι. Των δέ πραγματικά ζώντων κατά τρόπον θεϊον. καί ύπερφυα ή ένθεος ζωή καί χάρις είναι ένέργεια αληθώς θεία καί ύπερφυής, κατά τήν όποιαν πραγματοποιείται ένωσις του Θεοϋ καί των άξίων τοϋ Θεοϋ. Υπάρχουν βεβαίως καί αποτελέσματα των θείων ενεργειών κτιστά, άλλά δέν είναι κυριολογικώς ένέργειαι όσα παρήχθησαν έκ μή όντων διά δημιουργικού προστάγματος. Αφού όμως εις τούς άξιους κατά τήν έπαγγελίαν έκαμε μονήν ό Κύριος μετά τοϋ Πατρός, τά έγγινόμενα εις τούς θεοφόρους δέν τελούνται διά δημιουργικού προστάγματος, άλλά διά θείας ένώσεως καί ένοικήσεως Θεοϋ, διά θεουργικής δυνάμεως καί χάριτος μεταδίδοντος εις τούς συνημμένους με αύτόν άπό τά έκ φύσεως προσόντα του. ”Αρα οί άγιοι μετέχουν άγγελομιμήτως καί άγγελοπρεπώς όχι μόνον των άποτελεσμάτων, άλλά καί αύτών των ένεργειών τοϋ Θεοϋ. Ό μέγας Βασίλειος λέγει ότι ή διαφορά μεταξύ άγγέλων καί άγιου Πνεύματος είναι αύτή, «ότι εις αύτό μέν υπάρχει φύσει ή άγιωσύνή, έίς αύτούς δε ύπάρχει έκ μετουσίας τό άγιάζεσθαι»81
20 Οϋτω θά λάμψουν οι δίκαιοι, όπως έλαμψεν ό Κύριος εις τό όρος,' καί θά λάβουν βασιλείαν όχι κτιστήν ούτε γενικώς άλλην, παρά τήν ιδίαν με έκείνον. Οΰτω και έδώ εις τόν Παύλον ζή καί όμιλεΐ ό Χριστός82, άν καί αύτός ό οποίος έζη καί ώμίλει ήτο ό Παύλος. Οϋτω θανατώνει καί ζωογονεϊ ό Πέτρος88, μολονότι ό Θεός είναι ό μόνος θανατώνών καί ζωογονών. Οΰτω μαζί μέ αύτόν ό Ιάκωβος καί ό Ιωάννης βλέπουν τό άνέσπερον καί άδιάπτωτον φώς μέ σωματικούς οφθαλμούς εις τό όρος84. Τούτο περιέλαμψεν άργότερα καί τόν Παύλον καί ήμαύρωσε τήν οπτικήν αϊσθησιν αύτοΰ, ή οποία δέν άνθεξε εις τήν ύπερβολικήν λαμπρότητα85’ διότι ή φύσις τής σαρκός δέν χωρεί τήν δύναμιν τού φωτός εκείνου. Οΰτως ό Στέφανος άπό τήν γην βλέπει εις τόν ούρανόν, ζών ακόμη σωματικώς8β. Χορηγία τού άγιου Πνεύματος γίνεται καί δι’ άφής σωματικών χειρών87, μεταδίδουσα εις τόν γνησίως και αληθώς προσεγγίζοντα θείαν ένέργειαν καί χάριν, ή όποια γίνεται μεταδόσιμος πάλιν εις άλλον διά τούτου, καί δι’ αύτοΰ πάλιν είς άλλον, καί προχωρεί διαδοχικώς έπεκτεινομένη είς όλον τόν κόσμον.Μονογενές Λόγε τοΰ Θεοΰ, ποίος θά ύμνήση άξίως την δύναμιν της επί γής παρουσίας σου; Πράγματι τό θεϊον θυσιαστήριον δεν άνάπτεται ποτέ μέ ξένον καί γήϊνον πΰρ, άλλα μέ κατ’ άλλον τρόπον ξένον καί ούράνιον, κατά τον όποιον μέ την διάδοσιν διατηρείται άσβεστον τό πΰρ, τό όποιον ήλθες νά βάλης έπί τής γής88 άπό τό άφάνταστον πέλαγος φιλανθρωπίας, τοΰ όποιου μετέχουν καί τά λειτουργικά σου πνεύματα89 καί διά τοΰ όποιου φυγαδεύονται δαίμονες, τό όποιον ό Μωυσής εΐδεν έπι τής βάτου" καί διά τοΰ όποιου ό Ήλίας άνηρπάγη άπό τήν γήν91, τό οποίον είδε προχεόμενον άπό τό σώμα σου καί ό χορός των άποστόλων καί διά του όποιου ό Παύλος περιελάμφθη καί ό διώκτης μετεβλήθη εις μαθητήν92, τό όποιον είναι δύναμις άναστάσεως καί ένέργεια άθανασίας, φωτισμός ψυχών άγιων καί έναρμόνισις όλων τών λογικών δυνάμεων.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου