ΔΗΜΗΤΡΙΑ 2025 - " Ο φεμινισμός του Χριστού " - π. Νικόλαος Λουδοβίκος
https://www.youtube.com/watch?v=mY_PKzSHHKU&list=RDmY_PKzSHHKU&start_radio=1&t=3695s
Με συνεχώς αυξανόμενο πνευματικό ενδιαφέρον, πολλοί είναι οι πιστοί που συμμετέχουν στις ενοριακές εορταστικές εκδηλώσεις «ΔΗΜΗΤΡΙΑ 2025», οι οποίες πραγματοποιούνται στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου, Δήμου Αγίου Δημητρίου Αττικής. Το απόγευμα, μετά τον Αναστάσιμο Εσπερινό, ώρα 7.00 πραγματοποιήθηκε ομιλία του Αιδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου π. Νικολάου του Λουδοβίκου, Καθηγητή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με θέμα: «Ο Φεμινισμός του Χριστού». Ο π. Νικόλαος στην εμπνευσμένη ομιλία του θέλοντας να περιγράψει την κατάσταση της σημερινής εποχής ανέφερε: «Πολλές φορές ακούμε τον ευαγγελικό λόγο και τα λόγια των Πατέρων της Εκκλησίας αλλά και σύγχρονων Αγίων, όμως δεν καταλαβαίνουμε τίποτα. Γιατί δεν είναι στο επίπεδο μας να τα κατανοήσουμε και πόσο μάλλον να τα βιώσουμε» και πρόσθεσε: «γι’ αυτό και το σημερινό θέμα που είναι πολύ ιδιαίτερο θα το προσεγγίσουμε με τρόπο απλό». Έπειτα παρέθεσε μέσα από το ευαγγέλιο χωρία που ο Χριστός έρχεται σε επαφή με την γυναίκα, χωρίς φόβο και κάποια δυσκολία ή διαφοροποίηση. Στη συνέχεια παρουσίασε απόψεις των παλαιοτέρων αλλά και σύγχρονων Πατέρων της ορθοδόξου Εκκλησίας μας, με σκοπό να αναδείξει το πόσο η Εκκλησία εξυψώνει το γυναικείο φύλο, λέγοντας παραδειγματικά: «Έχει σημασία αυτά που διαθέτει η γυναίκα να τα θεωρήσουμε ως χαρίσματα; Η απάντηση του Χριστού είναι ναι!» και συμπλήρωσε: «Ο Χριστός την γυναίκα την εξυψώνει και την ακούει, πρώτη φορά το βλέπουμε στον γάμο της Κανά που ακούει τη μητέρα του, και κάνει το πρώτο του θαύμα». Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο π. Νικόλαος απεφάνθει: «Ο δρόμος του Χριστού είναι η απίστευτη θετικότητα. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος προτρέπει να φέρεται ο άνδρας στη γυναίκα όπως ο Χριστός στην Εκκλησία».
Όσο πάμε και χειροτερεύουμε στην επιλογή των θεμάτων — τουλάχιστον εγώ. Δηλαδή, το σημαντικό είναι, νομίζω, να βρούμε θέματα που όντως μας νοιάζουν, έτσι; Να δούμε πράγματα και να πούμε πράγματα τα οποία είναι συναρπαστικά, ακριβώς γιατί μας αφορούν με έναν αφόρητα άμεσο τρόπο.
Μπορεί αυτό το «αφόρητα άμεσο» να είναι και επικίνδυνο. Δηλαδή, θα σας δείξω τι εννοώ με βάση αυτά που θα μας απασχολήσουν σήμερα. Καμιά φορά στεκόμαστε μπροστά σε αυτόν τον ποταμό της σοφίας, που είναι πράγματι η ορθόδοξη, η χριστιανική αντίληψη για την εν Χριστώ ζωή.
Και ακούμε πράγματα που είναι, πράγματι, υπέροχα — αλλά, για κάποιο λόγο, δεν μπαίνουν στη ζωή μας. Κάποτε ρώτησαν τον Σωκράτη για τα έργα του Ηράκλειτου:
«Πώς σου φαίνονται, δάσκαλε;»
Κι εκείνος απάντησε: «Αυτά που κατάλαβα είναι σπουδαία. Νομίζω, όμως, ότι αυτά που δεν κατάλαβα είναι ακόμη πιο σπουδαία. Αλλά δεν έχω ελπίδες να τα καταλάβω ποτέ. Δηλοίωγέ την ὡς δεῖτε κολυμβητοῦ» — χρειάζεται να είναι κανείς δήλιος κολυμβητής για να τα καταλάβει.
Οι δήλιοι κολυμβητές στην αρχαιότητα ήταν φοβεροί, γιατί κολυμπούσαν από τη Δήλο ως την Αθήνα.
Λοιπόν, πολλά πράγματα είναι σημαντικά, και από αυτό το βήμα λέγονται σημαντικά πράγματα· αλλά πρέπει να τα δούμε στο ύψος των δικών μας απαιτήσεων, για άμεση πρόσληψη, θεραπεία και προσωπική μας επέκταση. Αυτό δεν είναι καθόλου αυτονόητο.
Αυτή η μεγάλη «μετάφραση» που πρέπει να γίνει σημαίνει, πρώτα απ’ όλα, την αναγνώριση των πραγματικών μας προβλημάτων.
Γιατί καμιά φορά μπαίνουμε στην Εκκλησία με τα καλά μας, κι από μέσα το σώμα είναι γεμάτο έλκη· αλλά τα καλά μας το κρύβουν αυτό — ακόμα κι από τον ίδιο μας τον εαυτό. Έτσι.
Και, βεβαίως, αυτό το πράγμα κινδυνεύει να μας αποξενώσει από ό,τι θεωρούμε σημαντικό και πλούσιο, ακριβώς γιατί δεν έρχεται στο δικό μας επίπεδο, στα δικά μας προβλήματα, στη δική μας καθημερινή αγωνία, στα δικά μας αδιέξοδα. Μεγάλη υπόθεση αυτό. Δεν είναι εύκολο.[ΓΙ'ΑΥΤΟ ΤΟ ΛΟΓΟ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΣ ΖΗΤΑ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΟΧΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΛΥΣΟΥΜΕ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΤΡΙΚΟ ΜΑΣ ΣΥΝΔΡΟΜΟ. ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΑΜΕ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΑΝ ΔΕΝ ΤΟΝ ΦΤΑΣΑΜΕ ΗΔΗ. ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΖΗΤΑΜΕ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΑ ΑΛΛΑ ΣΤΙΣ ΝΤΟΠΕΣ ΤΗΣ ΛΕΞΙΛΑΓΝΕΙΑΣ]
Και το θέμα που διάλεξα εγώ επίσης δεν είναι καθόλου, μα καθόλου εύκολο. Είναι πρωτότυπο. Ναι, πρώτη φορά — δεν θα το δείτε πουθενά αλλού να το πραγματεύεται κάποιος.
Λοιπόν, αυτές τις μέρες ήμουν στην Αθήνα, σε ένα τελείως διαφορετικού είδους συνέδριο, μαζί με θεολόγους πανεπιστημιακούς απ’ όλο τον κόσμο. Και χθες το βράδυ τους είπα: «Εγώ θα σας αφήσω τώρα, δεν μπορώ να μείνω· έχω μια διάλεξη».
Ήταν εκεί δύο ορθόδοξες γυναίκες, και οι δύο καθηγήτριες πανεπιστημίου από την Ευρώπη. Μου λέει η μία: «Τι θέμα θα κάνετε εκεί;»
Κι εγώ απάντησα: «Ο φεμινισμός του Χριστού».
Χλώμιασαν και οι δύο. Με κοίταξαν έντρομες. Όσο κι αν προσπάθησα να χαμογελάσω και να τις καθησυχάσω — «μην ανησυχείτε, δεν είναι τα πράγματα τόσο άσχημα» — ο τρόμος παρέμεινε στα μάτια τους.
Σου λέει, αυτός: άντρας, παπάς, καθηγητής… δηλαδή, όλα τα προβληματικά ενός τύπου που ζητά εξουσία. Από πού να τον πιάσεις; Από πού να του ξεφύγεις; Στο τέλος θα σε κοπανήσει! Λευκός, αρσενικός, παπάς και καθηγητής· πώς να μη χλωμιάσουν οι καημένες;[ΚΑΙ ΓΟΗΣ!!!]
Τις λέω: «Είναι φεμινιστής ο Χριστός».
Πού να το δεχτούν, τόσο τρομαγμένες που ήταν!
Κι όμως, πραγματικά — ακόμη κι αν είναι φεμινιστής ο Χριστός, σύμφωνα με τη γνώμη τη δική μου, το είδος του φεμινισμού που θα παρουσιάσω είναι σίγουρα εναντίον μας· στο τέλος, θα βγείτε χαμένες εσείς οι γυναίκες. Και όντως, τις περισσότερες φορές, είστε χαμένες. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι οι άντρες κερδίζουν[ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΤΟΥ ΛΑΚΑΝ ΟΛΕΣ].
Πράγματι, υπάρχει ένας συγκλονιστικός φεμινισμός του Χριστού. Εμένα με κόβει τα γόνατα — σας λέω αλήθεια. Και με κόβει τα γόνατα, όντας αυτός που είμαι, έχοντας τις σπουδές και τις επιδόσεις που έχω, και ξέροντας πόσο απίστευτα δύσκολο είναι να είναι κανείς φεμινιστής με τον τρόπο του Χριστού.[ΕΙΝΑΙ ΣΠΕΣΙΑΛ. ΣΠΟΥΔΑΓΜΕΝΟΣ ΑΡΣΕΝΙΚΟΣ ΕΧΕΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΙ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΤΟΥ ΘΕΛΗΜΑ]
Θα αρχίσω αμέσως να σας εξηγώ τι εννοώ, και θα καταλάβετε· και θα συμμεριστείτε κι εσείς τη δυσκολία αυτή. Δεν ξέρω — εγώ είμαι λίγο συγκλονισμένος, μόνο αυτό.
Ανοίγει ένας άλλος κόσμος, έτσι· μια προοπτική που δεν μοιάζει να είναι δική μας, αλλά ταυτόχρονα είναι. Είναι ο κόσμος που πράγματι θέλουμε· είναι αυτό που πραγματικά μας λείπει.[ΓΙΑ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΔΕΝ ΞΕΚΙΝΗΣΑΜΕ ΣΕ ΙΔΑΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ;]
Λοιπόν, αρχίζοντας να διαβάζουμε τα Ευαγγέλια με αυτήν την οπτική, ανακαλύπτουμε πράγματα συγκλονιστικά στον Χριστό.
Τα πρώτα είναι πως ο Χριστός δεν φοβάται τη γυναίκα. Υπάρχει κανείς που να μη φοβάται τις γυναίκες; Μην απαντήσετε τώρα — την απάντηση την ξέρω εγώ.
Θα πω και γιατί δεν φοβάται τη γυναίκα.
Οι αρχαίοι φιλόσοφοι, καταρχήν, όλοι τρέμουν τις γυναίκες. Από πού να αρχίσει κανείς; Από τον Πλάτωνα — που είναι αγαπημένος μου για άλλους λόγους — ο οποίος, όπως λένε, νηστεύοντας και βοτανοφαγώντας, δεν ήθελε ούτε να αγγίξει ούτε να δει γυναίκα, ούτε από μακριά· γιατί του θύμιζε την «αλογία».
Ο λόγος είναι μέσα στα πράγματα, έλεγε· η γυναίκα όμως έχει αλογία. Γιατί έχει; Θα το πούμε.
Ο Πλάτων, δόξα τω Θεώ, έλεγε: «Ευχαριστώ τους θεούς που γεννήθηκα Έλληνας και όχι βάρβαρος, άνδρας και όχι γυναίκα, ελεύθερος και όχι δούλος».
Γιατί να μην ήθελε να είναι γυναίκα; Οι Πυθαγόρειοι είναι οι μόνοι που δέχονταν γυναίκες στις κοινότητές τους — ακριβώς επειδή απαγορεύονταν οι σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Είναι όντα τα οποία έχουν δραπετεύσει από την καθημερινότητα και την πραγματικότητα των σχέσεων.
Οι Νεοπλατωνικοί — εκεί πια είναι η μεγάλη συμφορά. Ο Πλωτίνος, που στα νιάτα μου κι εγώ τον αγάπησα πάρα πολύ, και έχω γράψει πολλά για τον Πλωτίνο, έλεγε: η ανθρώπινη ψυχή έχει δύο μέρη.
Το πρώτο μέρος είναι ο νους, το άλλο είναι το μιαρό μέρος, το βρωμερό μέρος. Γιατί εφάπτεται στο σώμα, ακουμπάει στο σώμα, έχει ρίγη, επιθυμίες και συναισθήματα. Και ποιος τα έχει αυτά; Οι γυναίκες.
Συνεπώς: αγαμία και «Άγιος ο Θεός». Όλοι οι φιλόσοφοι πρέπει οπωσδήποτε, οπωσδήποτε, να απέχουν. Το λέει και ο Πλάτων αυτό στην Έβδομη Επιστολή.
Αποχή, απόλυτη. Για να μη μολυνθεί κανείς. Είναι φιλοσοφικός φόβος αυτός.
Οι φιλόσοφοι, κυρίως, θεωρούν τιμή τους να είναι άγαμοι. Μόνο στα νεότερα χρόνια παντρεύονται. Πάρτε τον Καρτέσιο, πάρτε τον Βέμπερ — φτάνουμε πολύ αργά στην ιστορία ώσπου να δούμε έγγαμους φιλοσόφους.
Λοιπόν, τι είναι αυτό το θέμα που δημιουργεί αυτόν τον φόβο; Είναι το χάος — το συναίσθημα, δηλαδή, που έχει η γυναίκα. Με άλλα λόγια, η ανάγκη της για βαθιά κοινωνία.
Το κοριτσάκι, μέσα στους τρεις πρώτους μήνες της ζωής του, αυξάνει κατά 400% την ικανότητά του να ανοιχνεύει μηνύματα και να επικοινωνεί. Το αγόρι μόνο κατά 20%.
Αν πάρετε ένα κοριτσάκι και το βάλετε σ’ ένα βρεφοκομείο, σε λίγο θα αντιληφθεί ότι τα παιδάκια γύρω του κλαίνε και θα αρχίσει να ενδιαφέρεται. Το αγόρι ποτέ.
Όσοι έχετε αγόρια και κορίτσια, το ξέρετε αυτό πολύ καλά. Όλοι το καταλαβαίνουν αμέσως στα χρόνια που περνούν.
Λοιπόν — αλλά, σας είπα, δεν είναι μόνο αυτό. Αυτό έχει περάσει και στη θεολογία.
Βέβαια. Αν διαβάσετε κείμενα Πατέρων, αγίων κατά τα άλλα, θα δείτε ότι, όταν φτάνουν να μιλήσουν για τις γυναίκες, αμύνονται.
Παπαπαπα! Πόσο αμύνονται... Είναι, λένε, επιπόλαιες, ασταθείς, άλογες.
Φοβούνται το χάος αυτό, την αναρχία αυτή — το ότι από εκεί μέσα δεν ξέρουμε τι μπορεί να γεννηθεί. Μια ολόκληρη σειρά μεγάλων Πατέρων... Από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω; Δεν θέλω να πω ονόματα.
Ελάχιστοι είναι σαν τον Χρυσόστομο. Ο Χρυσόστομος είναι μια μοναδική περίπτωση· πλησιάζει τον άνθρωπο και του λέει να λέει στη γυναίκα του λόγια αγάπης, να της λέει ότι την αγαπά.[Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ; Ο ΝΥΣΣΗΣ;]
Ή ο Γέροντας Ιωσήφ — όχι ο Άγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο παππούς, αλλά ο δεύτερος Ιωσήφ, ο Βατοπαιδινός, ο Καυσοκαλυβίτης, εκεί επάνω που ζούσε με τον Άγιο.
Λέει, ας πούμε, μόλις παντρευτείτε, καταργήστε το «εγώ» και το «εσύ»· από εκεί και πέρα υπάρχει μόνο το «εμείς». Αυτή είναι μια συμβουλή που λέγεται μόνο από ανθρώπους που έχουν ξεπεράσει κάποια όρια και δεν φοβούνται να το πουν.
Θα σας πω τώρα και άλλα. Θα δείτε πολύ προχωρημένα πράγματα, τα οποία έχω συγκεντρώσει εδώ και είναι σημαντικό να τα δούμε. Είναι προχωρημένες θεολογικές θέσεις, αλλά, αν δεν προσέξουμε, μπορεί να μας δημιουργήσουν πρόβλημα.
Ποιο πρόβλημα; Το πρόβλημα που έλυσε ο Χριστός: πώς έρχεται κανείς σε επαφή με μια γυναίκα.
Λέει ο Άγιος Μάξιμος — ξέρετε πόσο αγαπητός μου είναι ο Άγιος Μάξιμος. Κοιτάξτε όμως τι λέει:
«Ἄκρον μὲν ἐστὶ τὸ ποιῆσαι τὸν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν· μέσον δὲ τὸ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς· ἄκρον πάλιν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅπου οὔτε ἄρσεν οὔτε θῆλυ».
Και συνεχίζει:
«Τῶν ἄκρων καὶ τοῦ μέσου ἀνίσων ὄντων, τὸ μὲν πρὸς ἄρρενας ἐρχόμενον, τὸ δὲ πρὸς θήλειαν ἐκνεύον».
Τι λέει εδώ;
Στην αρχή: «Ὁ Θεὸς ἐποίησεν τὸν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν». Δηλαδή, άνδρα και γυναίκα.[ΤΟ ΑΡΣΕΝ ΚΑΙ ΘΗΛΥ ΔΕΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΚΑΤΈΙΚΟΝΑ, ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΚΑΤΈΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΕΠΙΛΕΓΕΙ. ΩΣΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΙΩΝΙΣΗ ΝΑ ΜΗΝ ΝΙΚΗΣΕΙ ΟΛΟΣΧΕΡΩΣ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ.]
Οι θεολόγοι γνωρίζουν πως, σε δεύτερη φάση, λέμε: «Ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς». Σε τρίτη, όμως, φάση — την τελική, την εσχατολογική — λέει: «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε ἄρσεν οὔτε θῆλυ».
Στα έσχατα, λοιπόν, δεν υπάρχει ούτε άρσεν ούτε θήλυ. Σας αρέσει αυτό; Εμένα, ομολογώ, δεν μ’ αρέσει· αλλά ακούστε πώς το εξηγεί — έχει μια αλήθεια μέσα του.
Ο άνθρωπος, λέει, πώς θα αρχίσει να προχωρεί πνευματικά; Σε πρώτη φάση, «την κατά το θῆλυ καὶ ἄρσεν ἰδιότητα, σχέσει παντὶ τῆς φύσεως ἐκτιναξάμενος, ὥστε διχθῆναι καὶ γενέσθαι κατὰ τὴν θείαν πρόθεσιν ἄνθρωπον μόνον, τὴν κατὰ τὸ ἄρσεν καὶ θῆλυ προσηγορίαν μὴ διαιρούμενον».
Δηλαδή, να αποτινάξει τον διχασμό ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό. Και πώς θα το κάνει αυτό; Με την ενάρετη και απαθή σχέση με τις γυναίκες — απαθή σχέση, σαν κι αυτή που, ιδανικά, θα έπρεπε να έχουμε όλοι μας.
Ώστε να γίνει ο άνθρωπος, σύμφωνα με τη θεία πρόθεση, άνθρωπος μόνος, χωρίς διάκριση φύλου.
Τα δύο μέρη, λοιπόν, άρσεν και θήλυ, είναι τα δύο τμήματα του λόγου του ανθρώπου· και, κατά τον Άγιο, πρέπει να πάψουν να λειτουργούν ως χωρισμένα. Να γνωρίσουν τη συμφυΐα τους, την ενότητά τους.[ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ]
Αυτό πρέπει να το κρατήσουμε: όσον αφορά τον οντολογικό και εσχατολογικό ορίζοντα, έχει δίκιο.
Ποιο είναι αυτό το δίκιο; Το ότι, στην έσχατη αλήθεια του ανθρώπου εν Θεῷ, αναδεικνύεται η ανθρωπινότητά του· δηλαδή, ότι είμαστε ένα.
Αυτό είναι καλό και αληθές. Το ζήτημα, όμως, είναι ποια είναι η οδός της σχέσης. Καταλάβατε τι λέω;
Τι θα πει «οδός της σχέσης»; Εκεί υπάρχει ένα κενό. Γιατί;
Διότι, ξέρετε κάτι; Ο μοναχός δεν μπορεί να τα πει όλα. Ξέρετε γιατί; Το καταλαβαίνετε γιατί: διότι πρέπει να φυλάξει τον εαυτό του. Όσο πιο πολύ πρέπει να φυλάξει τον εαυτό του, τόσο δυσκολεύεται να διανύσει αυτή την απόσταση, την οποία εμείς διανύουμε καθημερινώς. Δηλαδή, μια πραγματική —είσαι μια πραγματική γυναίκα;, είσαι ένας πραγματικός άντρας;— ύπαρξη, η οποία εξελίσσεται σε πραγματικό χώρο και χρόνο. Δηλαδή, ναι: ψυχικά, σωματικά. Και προχωρεί είτε με ευτυχή τρόπο είτε με ατυχή τρόπο, ή —κυρίως— με συνδυασμό και των δύο, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντοτε.[ΑΡΣΕΝ ΚΑΙ ΘΗΛΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΔΡΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑ]
Και αυτό το οποίο θα βγει ως τελικό εξαγόμενο θα περάσει μέσα από μια διαδικασία όπου συμβαίνουν πράγματα που ένας μοναχός δεν πρέπει ούτε να τα φαντάζεται ούτε να τα σκέφτεται. Γιατί υπάρχει ο κίνδυνος […] να του αρέσουν. Και μετά, τι θα κάνει; Έχει υποσχεθεί παρθενία. Ξέρετε όλοι —όσοι δεν ξέρετε πόσο αγαπώ τον μοναχισμό— καταλαβαίνω γιατί μιλά ο Άγιος Μάξιμος έτσι.
Βέβαια, έχει σημασία πότε τα έγραψε αυτά: τα έγραψε νεότερος, σε εκείνα τα κείμενα. Αν μιλούσατε με τον πατέρα Πορφύριο ή με τον πατέρα Παΐσιο στην ωριμότητά τους —έτσι δεν είναι;— δεν θα φοβόντουσαν να μπουν και σε λεπτομέρειες. Όταν μας περιέγραφε ο πατέρας Πορφύριος τα καλά της σεξουαλικής επαφής, μέναμε έτσι… Δεν είχε φόβο, όπως τότε. Καταλαβαίνετε: είχε διανύσει το διάστημα. Είχε περάσει καταστάσεις όπου ο άνθρωπος δεν έχει πια την άμεση ανάγκη να στραφεί […]. Αυτό όμως ισχύει για πολύ λίγους.[ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΚΛΗΣΗ; ΕΙΧΕ ΦΟΒΟ; Ο ΠΑΛΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ; Ο ΧΡΥΣΟΣ ΜΟΣΧΟΣ ΤΙ ΕΙΝΑΙ;]
Μόνο αυτά θέλω να πω: ότι —και από τον τρόπο του Χριστού— όλη αυτή η […] της γυναικός γίνεται πάρα πολύ σεβαστή, έτσι δεν είναι; και πάρα πολύ χρήσιμη· και αποτελεί μάλιστα, θα έλεγα, κατεξοχήν τον τρόπο με τον οποίο φέρεται στις γυναίκες. Για παράδειγμα: δεν επιτιμά ποτέ γυναίκα. Έχετε δει να επιτιμά ποτέ γυναίκα στο Ευαγγέλιο; Ποτέ. Στους μαθητές Του: «Βρε σεις, γαϊδούρια, γομάρια, δεν καταλαβαίνετε τίποτα!» Οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς; Χαμός. Έρχονται οι πόρνες, έρχονται οι μοιχαλίδες; Τίποτα — αγάπες και φιλιά. Έρχεται η πόρνη· στα πόδια Του πέφτει. «Πού το βρήκες το μύρο; Πού το αγόρασες;» — «Ἀφέωνται αὐτῇ αἱ ἁμαρτίαι, ὅτι ἠγάπησε πολύ». Αν τα άκουγε αυτά ο Πλωτίνος, θα ‘παιρνε το όπλο και θα το ‘στρεφε! Τι θα πει «ἠγάπησε πολύ»; […]
Δηλαδή, έχει σημασία τα χαρίσματα που διαθέτει η γυναίκα να τα θεωρήσουμε ως χαρίσματα. Η απάντηση του Χριστού είναι: «ναι». Καταλαβαίνετε. Η απάντηση των φιλοσόφων συλλήβδην είναι: «όχι». Η απάντηση πολλών —κατά τα άλλα— προχωρημένων πνευματικά, στη διάρκεια της άσκησής τους, είναι επίσης «όχι». «Εγώ μου έδωσε η μάνα του…» — ο άλλος ασκητής δεν πήγαινε να δει· καταλαβαίνετε; Να τον πάρει αγκαλιά η μάνα του και να τον φέρει σε επαφή με έναν κόσμο από τον οποίο προσπαθεί να αποκοπεί. Το ότι προσπαθεί να αποκοπεί είναι μαρτύριο, με μεγαλείο φοβερό. Δεν το περιφρονούμε — καταλάβατε; Αν όμως το πεις αυτό σε έναν έγγαμο, θα την τρελάνεις την καημένη. Θα τρελαθεί κι αυτός μετά. Καταλάβατε; Δεν καταλάβατε; Λοιπόν… Δεν ακούγομαι καθόλου; Ε, δεν έχω αρχίσει να φωνάζω ακόμα — να οργίζομαι, να αγανακτώ δηλαδή.
Λοιπόν. Ο Χριστός, όχι μόνο δεν επιτιμά τη γυναίκα, αλλά και της αποκαλύπτεται τζάμπα — έτσι όπως σας το λέω. Της αφήνεται. Της παραδίδεται. Στους μαθητές; Όχι. «Ένας θα με προδώσει». — «Όχι, θα πεθάνουμε μαζί σου». — «Ναι, σιγά· εσύ θα με προδώσεις επίσης». Δεν κάθεται καλά στην αγκαλιά κανενός. Στη γυναίκα παραδίδεται. Πρώτη παράδοση: στην Παναγία.
Ο γάμος της Κανά. Τι λέει ο γάμος της Κανά; Πάνε στον γάμο μαζί — μάνα και γιος, έτσι. Και, ξαφνικά, ξέρετε την ιστορία: δεν υπάρχει κρασί. Και γίνεται αυτό το φοβερό. Εμένα με συγκλονίζει αυτό. Τα ξέρει όλα αυτή. Του λέει: «Κοίτα, δεν έχουν κρασί». Κανένα θαύμα ακόμη. Δηλαδή, αυτή τα γνωρίζει όλα. Για την Παναγία δεν χρειάζεται Ευαγγέλιο — δεν υπάρχει Ευαγγέλιο· καταλαβαίνετε τι λέω; Τα γνωρίζει όλα· ξέρει με ποιον έχει να κάνει, με ακρίβεια. Γνωρίζει πολύ καλά. Και Αυτός γνωρίζει ότι αυτή γνωρίζει. Γιατί; Γιατί της έχει αποκαλυφθεί — πρωτοαποκαλυφθεί — σε οποιονδήποτε άλλο στον κόσμο. Οι μαθητές είναι «γαϊδούρια» την ίδια στιγμή — δεν καταλαβαίνουν τίποτα, ούτε καν υπάρχουν. Και συνεχίζουν να είναι «γαϊδούρια» και στη συνέχεια — δεν καταλαβαίνουν. Και η Παναγία τα ξέρει όλα. Γι’ αυτό και δεν μιλάει: γιατί θα ήταν ιλιγγιώδες το να μιλήσει.
Και ακούστε τη συνέχεια — είναι ακόμη πιο φοβερή. «Οὐπω ἥκει ἡ ὥρα μου», λέει Εκείνος. Και τι κάνει αυτή; Αυτό με διαλύει: γυρίζει στους δούλους και λέει, «Ὅ, τι ἂν λέγῃ ὑμῖν, ποιήσατε». Δεν το συζητάει καν μαζί Του. Τον έχει στην υπακοή της, τελείως! Ακούστε: ποιον; Και Εκείνος δεν λέει: «Α, δεν είσαι ανυπόφορη; Με βγάζεις στο κλαρί; Ξεκινάς το μυστήριο της Οικονομίας πριν την ώρα του και αποφασίζεις εσύ πότε θα ξεκινήσει; Θα γυρίσεις στο σπίτι και θα τα πούμε;» — που θα ‘λεγε κάθε «φυσιολογικός» γιος. Τι κάνει; Σκύβει το κεφάλι και κάνει το θαύμα. Και αποκαλύπτεται. Και αρχίζει η Οικονομία — το μυστήριο της Οικονομίας.[ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ; ΤΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΗ;]
Άντε τώρα βάλε τον Πλάτωνα να το αναλύσει αυτό… Είναι τελείως «τρελό» — για δέσιμο! «Στη μάνα του», είπαμε, τόσο πολύ πια; «Κάντε ό,τι σας πει». Δεν της γυρίζει απάντηση — δεν την αντικρούει. Φανταστείτε τη σκηνή· τι φοβερή σκηνή είναι, τι μεγαλείο έχει η Παναγία. Σας είπα: το Ευαγγέλιο χρειαζόταν να γραφτεί για όλους εμάς — όχι για την Παναγία. Η Παναγία τα γνωρίζει όλα.
Αλλά κοιτάξτε και τον τρόπο του Χριστού. Θα μπορούσε — προσέξτε· το θαύμα της Κανά είναι ο «φεμινισμός του Χριστού». Γι’ αυτό αρχίζουμε με τη μάνα Του. Γιατί το πρώτο «θύμα» μας, των αγοριών, είναι η μάνα μας, όπως ξέρετε. «Άσε με, ρε μάνα…»· τέρμα η μάνα. Από πίσω η μέλλουσα μάνα: «Αχ, τι θα πάθει; Αχ, τι έπαθε; Αχ, πού είναι; Αχ, πότε γύρισε; Αχ, τι έκανε…» Ο Άλλος; Το αντίθετο εντελώς. Της τα ‘χει πει όλα. Της έχει φανερώσει όλα. Και παίρνει κι ευλογία — πώς θα ξεκινήσει το έργο της Οικονομίας, το μεγαλύτερο πράγμα που έγινε ποτέ στη γη.
Άντε να πάμε τώρα στη Σαμαρείτιδα. Εδώ έχει φοβερή πλάκα η ιστορία, γιατί είναι απίστευτα ρεαλιστική. Η Σαμαρείτιδα: ένα υπέροχο, ανυπότακτο, ερωτικό πλάσμα. Δεν κάνει τίποτε άλλο: όλα έρωτες και περιπέτειες. Είναι πανέξυπνη. Έχει «σοπεδώσει» πέντε άντρες — και οι πέντε έσκασαν από το κακό τους και της είπαν: «Μη σε ξαναδώ μπροστά μου». Εκείνη την εποχή έτσι γινόταν το διαζύγιο: έφτανε ο άντρας ως εκεί και την πέταγε στον δρόμο.
Έτσι γινόταν: «βιβλίον ἀποστασίου». Την είχαν πετάξει στον δρόμο πέντε. Βρήκε έναν έκτο — δεν έχει να πω πού. Και αυτός ο έκτος, βέβαια, φυλαγόταν να μην την παντρευτεί. Και πάει τα ίδια. Προφανώς η φήμη της ήταν χειρίστη.
Και, καθώς έρχεται στον εαυτό της, βλέπει έναν ωραιότατο. Ο Χριστός ήταν — κακά τα ψέματα — πολύ ωραίος, έτσι λένε όλοι. Ταυτόχρονα πολύ επιβλητικός, αλλά και πολύ σοβαρός και χαριείς. Ο τέλειος, μιλάμε. Έτσι εξελίσσεται η ιστορία — μη σας φαίνεται παράξενο.
Και όχι μόνο αυτό: της κάνει και — έτσι νομίζει αυτή — «δώσ’ μου να πιω νερό». Αυτό, εκείνη την εποχή, σήμαινε «για να τα φτιάξουμε». «Δώσ’ μου νερό» σημαίνει… Λοιπόν, πάει να του δώσει νερό, ετοιμαζόμενη κιόλας: «Τι θα γίνει τώρα; Κάτι καλό πάει να γίνει, τέλος πάντων».[Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΨΙΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΑΝ ΤΟΝ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟ ΨΑΓΜΕΝΟΣ]
Σαν να μην έφτανε αυτό, εκεί που… Κοιτάξτε: ο Χριστός είναι πολύ φοβερός ως άνθρωπος. Έχει χιούμορ, έχει ειρωνεία, έχει σπιρτάδα φοβερή. Είναι πανέξυπνος. Τα κάνει όλα αυτά ως άνθρωπος — καταπληκτικό. Εγώ έχω γοητευθεί από αυτό. Και είναι και θεοπρέπεια μαζί — αυτό είναι το φοβερό: είναι πολύ φυσιολογικός ως άνθρωπος και είναι ο Θεός. Αυτό είναι πλέον ιλιγγιώδες — αλλά έτσι είναι.
Τι γίνεται λοιπόν; Λέει εκείνος: «Θα μου δώσεις να πιω νερό;» Λέει αυτή: «Πώς θα πάρεις το νερό εδώ πέρα; Είναι πολύ βαθύ αυτό. Δεν έχεις τίποτα να αντλήσεις». Λέει λοιπόν αυτός — τι απαντά; «Αν ήξερες ποιος είμαι, θα μου ζητούσες να σου δώσω εγώ νερό· κι αν το πάρει κανείς αυτό το νερό, δεν θα διψάσει ποτέ στον αιώνα».
Αυτή πλέον είναι βέβαιη ότι αυτός της κάνει πλάκα και θέλει οπωσδήποτε να «φτιάξει κάτι». Είναι βέβαιη πλέον — γι’ αυτό και αρχίζει από εκεί και πέρα να λέει ό,τι να ’ναι. Τώρα, κάτσε να δω… Γιατί είχα βρει και το κείμενο εδώ μέσα — δεν έχω το πρωτότυπο. Εκεί που ήμουν βρήκα ένα στα νέα ελληνικά, αλλά δεν πειράζει. Είναι στο τέταρτο, στο Κατά Ιωάννη — να πω τη θυμάμαι ή όχι; […]
— «Δώσ’ μου να πιω».
— «Πώς μπορείς εσύ να μου ζητάς να σου δώσω να πιεις;» (ας το πάει εμμέσως «εκεί που ξέρει»: Γιατί μου ζητάς να πιω νερό; Τόσο ωραία με βρίσκεις; — μην σας τρομάζουν αυτά που λέω, ανθρώπινα είναι αυτά. Εγώ είμαι Σαμαρείτιδα, εσύ είσαι Ιουδαίος. Μου ζητάς να πιω νερό; Είσαι σίγουρος;)
Ο Ιησούς απάντησε: «Αν ήξερες τη δωρεά του Θεού και ποιος είναι αυτός που σου λέει ‘δώσ’ μου να πιω’, εσύ πρώτη θα το ζητούσες, κι εκείνος θα σου έδινε ζωντανό νερό».
Αυτή τώρα, βέβαια, τον «δουλεύει» και απαντάει: «Κύριε, εσύ δεν έχεις ούτε καν κουβά και το πηγάδι είναι βαθύ. Άσε τώρα, τι μας τα λες αυτά… Ε, πες μας ποιος είσαι να τελειώνουμε». Αυτό εννοεί δηλαδή. «Κι από πού λοιπόν θα έχεις το τρεχούμενο νερό; Αυτό το πηγάδι μας το χάρισε ο προπάτοράς μας, ο Ιακώβ. Μήπως είσαι ανώτερος από αυτόν;» Τον κοροϊδεύει να δει πού θα το πάει — τον δουλεύει κι αυτή κανονικά. Νομίζει ότι τον δουλεύει — αυτό έχει στο μυαλό της η γυναίκα: αυτή είναι, δεν είναι προφήτης, δεν είναι ακόμη η Σαμαρείτιδα.
— «Όποιος πιει από αυτό το νερό θα διψάσει πάλι. Όποιος όμως πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ δεν θα διψάσει ποτέ· αλλά το νερό που θα του δώσω θα γίνει μέσα του μια πηγή που θα αναβλύζει νερό ζωής αιώνιας».
Αυτή έφτασε στο εκατό και του λέει αμέσως — μπορώ να τη φανταστώ και να χαμογελά λέγοντάς το: «Κύριε, δώσ’ μου αυτό το νερό, να μη διψώ και να μην έρχομαι εδώ για να αντλώ». Ως εδώ είναι αυτό που λένε οι Άγγλοι «he was hitting on her» — έτσι φαινόταν.
Και ξαφνικά γίνεται ο Προφήτης. Σταματάει η ιστορία — δηλαδή, σταματάει αυτό το παιχνίδι. Δεν την απορρίπτει, προσέξτε! Δεν λέει: «Τι πόρνη είσαι εσύ! Θα σου δείξω τώρα εγώ! Πώς τολμάς;» Τίποτε απ’ όλα αυτά. Παιχνίδι το παιχνίδι μέχρι το τέλος. Κι όταν φτάνει στο τέλος, ξαφνικά γυρίζει — όπως έκανε καμιά φορά και σε εμάς ο πατήρ Παΐσιος: ξαφνικά εμφανίζεται ο Προφήτης. Την κοιτάζει στα σοβαρά και της λέει: «Πήγαινε, φώναξε τον άντρα σου και έλα εδώ». — «Δεν έχω άντρα», απάντησε η γυναίκα. — «Σωστά το είπες: δεν έχεις άντρα. Γιατί πέντε άντρες πήρες, κι αυτός με τον οποίο ζεις τώρα δεν είναι άντρας σου. Αλήθεια είναι αυτό που είπες».
Η γυναίκα ζαλίζεται — συγκλονιστικό, έτσι δεν είναι; Ξαφνικά είναι μπροστά της ο Προφήτης. Αυτό είναι το μεγαλείο του Χριστού: ότι «ξεγεννά» από μια τέτοια γυναίκα μια φοβερή θεολόγο στη συνέχεια. Γιατί ξέρει ότι οι θετικές δυνάμεις της ψυχής και οι αρνητικές δυνάμεις της ψυχής είναι οι ίδιες. Αυτές που είναι θετικές — οι ίδιες μπορεί να γίνουν αρνητικές· κι αυτές που είναι αρνητικές και καταστροφικές — οι ίδιες γίνονται θετικές. Με την ίδια δύναμη που σκοτώνει κανείς, με την ίδια δύναμη γίνεται θυσία για τον άλλον που αγαπά.
Καταλάβατε; Εδώ είναι το θέμα: δεν φοβάται να διανύσει αυτή την απόσταση. Καταλάβατε; Αν ήταν ένας ασκητής, εδώ θα ’λεγε: «Γυναίκα, δρόμο! Πάπ, φύγαμε» — το οποίο είναι μαρτύριο, έτσι· μη ζητάτε περισσότερα: είναι τεράστιο αυτό.
Αλλά ο Χριστός διανύει τον δρόμο αυτό μαζί της — καταλαβαίνετε; Μιλά με τη γλώσσα της, με τον τρόπο και στο επίπεδό της. Δεν τη φοβάται, ούτε φοβάται αυτό που επίσης φοβήθηκαν πάρα πολύ οι φιλόσοφοι από τη γυναίκα: την ειρωνία.
Να διαβάσετε τον Χέγκελ — τον διδάσκω στο πανεπιστήμιο. Να δείτε, στο μεγάλο του κεντρικό έργο, στη Φαινομενολογία του Πνεύματος, λέει πως «η γυναίκα είναι η παρουσία της ειρωνίας». Ε, ναι. Μπορώ να φανταστώ ότι «την πάθαινε» με τις γυναίκες, διότι ήταν τύπος υπερβολικά διανοητικός, κλεισμένος στον εαυτό του πάρα πολύ και στη σκέψη του. Και η γυναίκα είναι «η παρουσία του χάους», όπως είπαμε — οπότε «είναι η παρουσία της ειρωνίας». Γι’ αυτό σας είπα: οι φιλόσοφοι έχουν πρόβλημα.
Έχουν πρόβλημα. Γιατί δεν ξέρουν πώς να μπουν σε αυτό το χάος και να το δουν όπως ο Χριστός· ότι μπορεί, δηλαδή, να γεννήσει —κατά τα λόγια του Νίτσε— «ένα ἀστέρι».
Άσι… δεν είναι εύκολο. Καθόλου εύκολο. Όχι μόνο για τους φιλοσόφους.
Για τους ψυχολόγους; Μια ζωή ο Φρόιντ έλεγε: «Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω τι θέλει η γυναίκα». Η αιτία είναι ότι η γυναίκα τα πάει πιο καλά με το συγγενές της από ό,τι τα πάει ο άντρας· είναι λιγότερο συγκρουσιακό ον — να το πούμε έτσι. Να το πω απλά: είναι λίγο πιο «φυσιολογική». Έχει πιο πολύ ἄνιμα — κατά τα λόγια του Γιουνγκ.
Το ἄνιμους είναι εκτίναξη, είναι έκρηξη, είναι προς τα πάνω, είναι αυτό κτλ., και αφήνει πολύ χώρο άμεσα στον εαυτό και στα επιδιωκόμενα σχέδια — στην προβολή του εαυτού. Καταλάβατε; Στη φαντασιακή διάσταση αυτή, την οποία αποκαλούμε «εγώ, εμένα». Ενώ στην πραγματικότητα υποφέρουμε κλεισμένοι μέσα σε έναν χώρο συγκρούσεων, τις οποίες δεν θέλουμε καν να αποδεχθούμε. Έτσι δεν είναι;
Και όσο πιο πολύ προβληματικός είναι κανείς, τόσο πιο πολύ δεν θέλει να τις αποδεχθεί — κι αυτό, στο τέλος, τον αρρωσταίνει. Και βέβαια, από εκεί και πέρα, έχουμε τη θαυμάσια μεταβολή, όπως σας είπα. Έτσι:
«Κύριε, βλέπω ότι είσαι προφήτης. Οι προπάτορές μας λάτρεψαν τον Θεό σ’ αυτό το βουνό…» — αρχίζει ένα παραλήρημα. Κοιτάξτε: ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι αυτή η γυναίκα είχε αυτό το υπόβουθρο και έκρυβε αυτά τα πράγματα μέσα της; Καταλάβατε; Ποιος μπορούσε να το φανταστεί αυτό από εμάς; Κανένας.
«Κι εσείς λατρεύετε τον Πατέρα στα Ιεροσόλυμα — εμείς στο βουνό». Πού είναι, λοιπόν, η αλήθεια; Άλλη έκπληξη: ο Ιησούς, ο Χριστός, της απαντά σ’ αυτό το ερώτημα. Και πάλι θα μπορούσε να της πει: «Κοίτα να δεις, φτιάξε τη ζωή σου πρώτα, και μετά να κουβεντιάσουμε θεολογικά».
Κοιτάξτε: η παιδαγωγική του Χριστού είναι το άνοιγμα. Θα το κάνει και στους άντρες — και στους άντρες το κάνει αυτό. Στον Πέτρο, έτσι; Τι του λέει; «Ἀγαπᾷς με; Βόσκε τὰ πρόβατά μου». Άνοιγμα προς τα μπρος, καταλαβαίνετε; Δεν του λέει: «Για να δούμε τώρα, μ’ αγαπάς; Θα σου κάνω ένα τεστ προσωπικότητας… Πήγαινε τώρα στους Φαρισαίους και πες: είδα ότι αναστήθηκα· πες ότι έκανες λάθος, ότι είσαι κι εσύ μαθητής — για να δω ότι μ’ αγαπάς στ’ αλήθεια».
Φοβερό; Δεν το κάνει. Λέει: «Βόσκε τὰ πρόβατά μου». Του ανοίγει μπροστά. «Είσαι ανάξιος — το ξέρεις. Κι εγώ σου δίνω χωράφι για δουλειά. Σου εμπιστεύομαι τον εαυτό μου».
Ο άσωτος; Όλοι είμαστε άσωτοι. Όλοι μας ασωτεύουμε — έτσι δεν είναι; Είμαστε φιλότιμοι, δηλαδή; Λοιπόν. Γυρίζει ο άσωτος στο σπίτι. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρέπει να τον δοκιμάσει πρώτα — ναι ή όχι; Έτσι δεν είναι; «Θα κάτσεις έξι μήνες, έναν χρόνο να μου δουλεύεις σαν εργάτης· και μετά θα δούμε τι θα κάνουμε». Αντί γι’ αυτό: «φέρετε τὴν στολὴν τὴν πρώτη» και το δαχτυλίδι, και τον μόσχο κτλ. Αυτά είναι αντιδράσεις Θεού.
Είμαστε υπερβολικά ανασφαλείς για να φανταστούμε τέτοιες αντιδράσεις για λογαριασμό μας. Έχω τώρα κάποιον που τον άφησε η γυναίκα του. Αγωνίζεται χρόνια να βρει τι να τη βάλει να κάνει, για να τον πείσει ότι, παρά ταύτα, τον αγαπάει. «Βρε…», του λέω, «με τον τρόπο σου την ξανασπρώχνεις να σε πατήσει». Καταλάβατε;
Κανένας δεν σεβάστηκε την ανθρώπινη ατέλεια, την ανθρώπινη αντίφαση, το ανθρώπινο συναίσθημα — και την ανθρώπινη επιθυμία — τόσο όσο ο Χριστός. Ιλιγγιωδώς πολύ. Καταλαβαίνετε τι λέω; Αυτά, αν τα δει κανείς από στενή ψυχολογική οπτική —και τα βλέπω κι εγώ έτσι— είναι συγκλονιστικά προχωρημένα. Πάρα πολύ προχωρημένες καταστάσεις. Δεν μπορούμε να τα κάνουμε εμείς αυτά. Έτσι δεν είναι;
Το παιδί σου, η γυναίκα σου… σκεφτείτε λίγο. Βάλτε τον εαυτό σας λίγο σ’ αυτό.
Αυτή είναι, λοιπόν, η τεράστια, ἀπαθής αγάπη που έχει ο Θεός για τον άνθρωπο. Ἀπαθής σημαίνει: δεν επενδύει ναρκισσιστικά στον άνθρωπο ο Θεός — καταλάβατε; Εμείς επενδύουμε ναρκισσιστικά· ακούγομαι έτσι; Εμείς επενδύουμε ναρκισσιστικά στον άλλον — έτσι δεν είναι; Και σας έχω πει: η χειρότερη κουβέντα που μπορεί να ακούσει κανείς είναι το «σ’ αγαπώ». Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ… Αλίμονο, κρυμμένε! Τι σημαίνει; Ότι έχω επενδύσει τα πάντα μου πάνω σου. Αλίμονο! Κοίταξε πώς θα σταθείς, πώς θα αναπνέεις, πώς θα κουνιέσαι — γιατί αλλιώς εγώ θα αποτύχω, θα πεθάνω.
Αγάπη είναι αυτό; «Σαν αρένα μου θυμίζει το άγγιγμά σου…» λέει το τραγούδι. Εντάξει — αυτό είναι. Αλλά αγάπη σαν κι αυτή που μιλάμε εδώ δεν είναι.
Και είναι πολύ σημαντικό να το καταλάβουμε — περνάει και η ώρα — να καταλάβουμε με ποιον έχουμε να κάνουμε όταν μιλάμε για τον Χριστό. Ο Χριστός είναι ένα «αφύσικο» — τόσο πολυφυσικό που γίνεται αφύσικο. Από όπου κι αν τον πιάσεις, θα σε «ρεαλώσει»· δεν υπάρχει περίπτωση. Θα κάνει κάτι που θα σε πετάξει κάτω — δεν γίνεται αλλιώς. Κι αυτό ακριβώς κάνει τους Αγίους να τον αγαπήσουν.
Γι’ αυτό ένας μεγάλος, σαν τον Καβάσιλα, φτάνει να πει — ακούστε κουβέντα: «Ακατανόητος ἄλλως ὁ κατάλυσις τῶν ἀνθρωπίνων ἐρώτων». Εκεί —στον Χριστό— όλοι οι ανθρώπινοι έρωτες καταλύονται. Είναι ο πιο μεγάλος ἔρως από όλους. Δεν προλαβαίνεις να κάνεις κάτι στραβό — και είναι εκεί. Κουτρουβαλάει μαζί σου στην κατηφόρα. «Βγαίνει από την οὐσία του». Κάνει πράγματα έτσι.
Κάποτε είχα ρωτήσει τον πατέρα Παΐσιο — το έχω ξαναπεί δημόσια αυτό.
«Τι είναι προσευχή, Γέροντα;»
Και μου λέει: «Δεν θα σου πω. Δεν θα καταλάβεις».
Εγώ όμως ήμουν πολύ επίμονος.
«Και τι είναι, Γέροντα, προσευχή;»
Περίμενα να μου δώσει μια σούπερ απάντηση, μεγαλοφυή, να έχει μέσα της υπερβατικά στοιχεία και διάφορα μεγαλειώδη πράγματα. Λέω: «Κάτι θα μου πει, δεν γίνεται!»
Αφού, λοιπόν, τον κούρασα πάρα πολύ, μου λέει:
«Ωραία, θα σου πω, αλλά θα δούμε αν θα καταλάβεις. Έχεις δει ποτέ κανένα μωρό να παίζει με τον μπαμπά του;»
Λέω: «Τι εννοείτε;»
«Κανένα μωρό, λέει, να παίζει με τον μπαμπά του — το έχεις δει ποτέ; Να τον τραβάει από το παλτό, να τον τραβάει από τα γένια, να παίζουν μαζί, να κυλούν στο χορτάρι;»
Λέω: «Ναι».
Και μου λέει: «Αυτό είναι, κάτι τέτοιο είναι η προσευχή».
Γιατί, αν πλησιάζεις τον Θεό, τα χάνεις με αυτό που είναι. Δεν είναι αυτό που νομίζεις.
Και όλη η δουλειά του διαβόλου — θα μιλήσω γι’ αυτό σε μια άλλη ομιλία, τον Δεκέμβρη, με τίτλο Ο Θεός του διαβόλου — είναι φοβερή υπόθεση. Ο Θεός του διαβόλου… (θα το πω αλλού αυτό).
Δεν υπάρχει τρόπος να δούμε αυτό το πράγμα με ανθρώπινα μέτρα. Καταλάβατε;
Ο Χριστός είναι ένα τεράστιο, τεράστιο «ναι» — αλλά πολύ μεγάλο «ναι».
Θυμάμαι πάλι — και θα αναφέρω το τίμιο όνομα του πατρός Παϊσίου. Ήταν ουσιαστικά ο πνευματικός μου πατέρας. Από την πρώτη μας συνάντηση, μου είπε:
«Κοίτα να δεις, οι άνθρωποι έχουν κρύψει την αγάπη του Θεού. Οι πατέρες την έχουν κρύψει».
Εγώ κάτι είχα διαβάσει, είχα ρίξει μια ματιά, και του λέω:
«Μα, γι’ αυτήν μιλάνε, Γέροντα!»
Και μου λέει: «Όχι! Μόλις τη δει κανείς, αισθάνεται την ανάγκη να την κρύψει. Γιατί; Γιατί θα φτάσουμε στην αυθάδεια».
Γι’ αυτό σήμερα, πρέπει να μιλήσουμε περισσότερο γι’ αυτή την αγάπη. Γιατί οι άνθρωποι δεν έχουν πια δυνάμεις. Τα έχουμε κάνει όλα και τα έχουμε πάθει όλα. Δεν αντέχουμε.
Αλλά κρύβουμε αυτή την αλήθεια, και πρέπει να προσέχουν όλοι όσοι ασκούν ποιμαντικό έργο. Είναι σημαντικό αυτό.
Θα μου πείτε: «Μα δεν υπάρχουν προϋποθέσεις;»
Και σε μια σχέση, λοιπόν, βέβαια υπάρχουν. Αλλά είναι μια σχέση στην οποία η αντίδοση που πραγματοποιούμε εμείς είναι πάρα πολύ ασθενής και μικρότερη από αυτό που μας δίνεται.
Λέει ο Άγιος Μάξιμος, για παράδειγμα:
«Δῶμεν ἑαυτοὺς ὁλοκλήρους τῷ Θεῷ, καὶ ὁλόκληρον αὐτὸν ἀντιλάβωμεν».
Δίνεις δηλαδή τον εαυτό σου ολόκληρο στον Θεό και παίρνεις ολόκληρον Αυτόν.
Τι είναι αυτό που δίνεις εσύ — και τι παίρνεις; Το Όλον, το Πάν, το Σύμπαν!
Καταλάβατε; Δηλαδή, το μέτρο με το οποίο μετριέται αυτή η αντίδοση και αυτή η συνεργία είναι τρομακτικό.
Παρά ταύτα, βέβαια, είναι πραγματική συνεργία, γιατί κι εσύ δίνεις — δίνεις όμως την ελευθερία σου.
Είπα τη μαγική λέξη: ελευθερία.
Γιατί τα κάνει όλα αυτά ο Θεός;
Γιατί είναι ένας «μανιακός» της ελευθερίας!
Επειδή ο ίδιος είναι πανελεύθερος, μας θέλει κι εμάς τελείως ελεύθερους.
Έναν ελεύθερο άνθρωπο, αν θέλεις να τον βοηθήσεις, δεν μπορείς μόνο να τον αγαπήσεις· μπορείς να τον απειλήσεις; Όχι!
Έλεγε ο πατήρ Πορφύριος:
«Μην τους απειλείτε, μωρέ! Θα τους τρελάνετε!»
Έλεγε: «Βρε, να σας πω, δεν είναι έτσι ο Χριστός· δεν κρατάει την κόλαση στα χέρια! Δεν είναι έτσι, μωρέ!»
Κι εγώ, παιδάκι τότε, τον άκουγα και έλεγα: «Τι λέει τώρα εδώ;»
Καταλάβατε; Δεν είναι λοιπόν έτσι το πράγμα.
Η μαγική λέξη είναι ελευθερία.
Και, αν τυχόν αναρωτιέστε «Γιατί ο Θεός δεν ακούει τις προσευχές μου; Γιατί δεν μου δίνει φωτισμό και χάρη και κατανόηση και δωρεές;» — η απάντηση είναι απλή: επειδή δεν είσαι εσωτερικά ελεύθερος ακόμα.
Είσαι δεμένος — με τι; Με αυτά που θέλεις να κάνεις.
Κι ό,τι και να σου δώσει, θα το χρησιμοποιήσεις μέσα σ’ αυτόν τον ζυγό.
Στον ζυγό αυτό, ο Θεός δεν μπαίνει.
Μόνο αν είσαι τελείως ελεύθερος, και πεις:
«Κοίταξε να δεις, εγώ δεν θέλω τίποτα από σένα. Τίποτα, τίποτα απολύτως» — τότε αρχίζει να δίνει.
Περίεργο πράγμα, ε; Όχι να το πεις, να το εννοείς. Καταλάβατε;
Γιατί διαφορετικά παύει πλέον να λειτουργεί αυτή η σχέση. Γίνεται εξάρτηση.
Ο Θεός δεν μας θέλει εξαρτημένους. Δεν μας θέλει!
Και, δυστυχώς, πολλοί πιστοί είναι εξαρτημένοι· κι αν όχι απευθείας, είναι μέσω του πνευματικού.
Τι τραβάνε οι πνευματικοί…! Κάποτε με ρώτησε κάποιος:
«Γιατί δεν δέχεστε πολύ κόσμο;»
Είμαι κι εγώ πνευματικός, αλλά για να γίνει κανείς πνευματικό τέκνο μου έχει μεγάλο πρόβλημα.
Γιατί έχω ένα μαχαίρι — και κόβω δάχτυλα.
Τραβάνε οι άνθρωποι τα δάχτυλα… Οι πιο πολλοί θέλουν να αγκαλιάσουν και τον πνευματικό και τον Χριστό και την Εκκλησία και όλα μαζί — και να βουλιάξουν όλοι μαζί!
Είναι ένα είδος καθόδου στην πρωταρχική μήτρα· ένα είδος φοβερού αλλά κρυμμένου ναρκισσισμού.
Και πολλοί που ασχολούνται μαζί μου, καλώς ή κακώς, τα χάνουν με τη συμπεριφορά μου.
Αλλά το θέμα δεν είναι να προσδέσουμε κάποιον στον εαυτό μας.
Φανταστείτε λίγο:
Ο Χριστός δεν θέλει να προσδέσει κανέναν!
Κι όμως, ένας πνευματικός προσδεδεμένος όλος στον εαυτό του, που κουβαλάει μόνος του το δυστύχημα και πηγαίνει πέρα-δώθε και καταρρέει, τελικά, κάτω από το βάρος…
Η δουλειά είναι να δούμε ακριβώς αυτό:
Το ελεύθερο — και μεγαλειωδώς ελεύθερο — πρόσωπο, το οποίο τελείως ελεύθερα αγαπάει και αγαπάει απεριόριστα, ακριβώς γιατί είναι τελείως ελεύθερο.
Αλλά — να γυρίσουμε στις γυναίκες, γιατί γι’ αυτό ξεκινήσαμε.
Δεν έχω πολλά ακόμη να πω, με την έννοια ότι δεν έχουμε χρόνο.
Μου έχει κάνει, όμως, μεγάλη εντύπωση ότι ο Χριστός δέχεται το συναίσθημα και την επιθυμία του ανθρώπου, όσο και τη λογική του.
Καταλάβατε;
Γι’ αυτό δέχεται τη γυναίκα απόλυτα.
Και στους άντρες — και στους άντρες που είναι εδώ μέσα, και σ’ αυτούς που είναι έξω — λέει το εξής:
Με τη γυναίκα ξεκινάς να μιλάς με τον τρόπο που είναι αυτή φτιαγμένη.
Καταλάβατε;
Είναι μια κατάρα αυτό. Σκεφτείτε λίγο τα λόγια του Χριστού μετά την πτώση: της λέει «ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα», «πρὸς τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου καὶ αὐτός σου κατακυριεύσει». Φοβερή κουβέντα, που επαληθεύεται εδώ και χιλιάδες χρόνια. Προς τον άντρα η αποστροφή σου — και αυτός θα σε κυριεύσει. Θα τον κοιτάς έτσι, κι εκείνος θα σε κυριεύει.
Όπως λέει και το Κοράνι — τέλειο «εγχειρίδιο» κυριαρχίας: παύει η γυναίκα να αποτελεί πρόβλημα, διότι κυριαρχεί πλήρως. Καταλάβατε όμως; Έτσι χάνουμε τον πλούτο της γυναίκας, τον τεράστιο.
Εγώ χαίρομαι πολύ αυτή την άνοδο της γυναίκας στην επιφάνεια. Και ξέρω ότι έχει βοηθήσει πολύ ο Χριστιανισμός σ’ αυτό — άσχετο τι λένε όσοι λένε· δεν τα ξέρουν. Πραγματικά έχει βοηθήσει, διότι ο Χριστός τη γυναίκα την είδε εντελώς θετικά. Αυτό θέλω να σας πω: την είδε ως ένα χαρισματούχο πλάσμα, πολύ χαρισματούχο. Τόσο πολύ, ώστε να της αποκαλύπτεται πλήρως.
Έτσι δεν είναι; Στην Παναγία — και σε ποια άλλη; Στη Μαγδαληνή. Της έβγαλε εφτά δαιμόνια — εφτά δαιμόνια! Και σ’ εκείνη αποκαλύπτεται πρώτη: πρώτη βλέπει τον Ἀναστάντα. Πρώτη!
Πού είναι, λοιπόν, η «κοινωνική ηθική» του Χριστού; Δηλαδή, έχουν κάπου δίκιο οι Φαρισαίοι που σκανδαλίζονται: «Μας έχει τρελάνει αυτός ο άνθρωπος! Τι είναι αυτά εδώ; Πόρνες και τελώνες…» Αν εκεί είναι η μοιχαλίδα — άλλο πράγμα. Τι καταλαβαίνει; Φοβερό να το πούμε: είναι μοιχαλίδα — και καταλαβαίνει γιατί είναι μοιχαλίδα. Καταλαβαίνει τι τράβηξε από αυτόν που τα τράβηξε και έγινε μοιχαλίδα.
Και στέκεται Εκείνος, γράφει στη γη. Και λένε τα απόκρυφα Ευαγγέλια — ξέρετε τι έγραφε; Τα ονόματα από τις… (εκείνες) που είχαν εκείνοι που στέκονταν δίπλα του. Όλοι είχαν παλλακίδες, είχαν τέτοιες — κι Αυτός έγραφε τα ονόματα. Κι ένας-ένας έφευγε: έβλεπε το όνομα της δικής του — και έφευγε. Φοβερό.
Κι όταν φεύγουν όλοι, θα περίμενε κανείς να πει: «Για να τα πούμε τώρα οι δυο μας· ξέρεις ότι αυτό που έκανες δεν το θέλει ο Θεός… δεν θα κοινωνήσεις τόσα χρόνια… θα κάνεις εκείνο, θα φτιάξεις τ’ άλλο… και μετά…». Καταδίκασες κανένας; Όχι. «Οὐδὲ ἐγώ σε κατακρίνω». Παναγία μου, τι είναι αυτό; Μας τρελαίνει αυτό — καταλάβατε τι λέω; «Πορεύου καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν μηκέτι ἁμάρτανε». Υπάρχουν και άλλοι τρόποι να βρεις ανάπαυση — πνευματικοί τρόποι. Τα κατάλαβε όλα.
Αυτός είναι ο Χριστός. Κι αν δεν ήταν έτσι, δεν θα υπήρχε σήμερα ούτε η ανάμνησή Του. Αλλά — τέτοιος που είναι — πώς να τον ξεχάσουμε; Πώς;
Αυτό λέω στους συναδέλφους μου. Έχω γράψει δύσκολα βιβλία — συνεχώς έχω το πρόβλημά μου, τι να κάνω… Δεν είναι δύσκολα για να είναι δύσκολα· είναι δύσκολα γιατί είναι δύσκολα τα θέματα. Και όταν μιλάς με διανοούμενους, δεν είναι σίγουρο ότι αυτά που λέμε εδώ αρκούν — καταλάβατε.
Όμως, για τον Χριστό — μην τον χάσουμε. Έλεγα σήμερα σε κάτι θεολόγους, ξένους εκεί — καθολικούς: «Ρε παιδιά, τον καημένο τον Χριστό… Έτσι; Να σώσουμε τον πάπα — και να χάνουμε τον Χριστό; Στον Θεό;» Καταλάβατε; Δεν ξέρω τι άλλο να «σώσουμε». Την «παράδοση»; Τι είναι η παράδοση, αν δεν με οδηγεί εκεί; Τι τη θέλω;
Υπάρχει παράδοση — αλλά παράδοση φλεγομένων ανθρώπων, που παραδίδονται στη φλόγα αυτή, που «δροσερῶς δροσίζει καὶ φλογίζει μαζί». «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν» — πρώτα από τον Χριστό. Μάχαιρα επίσης. Γιατί μάχαιρα; Γιατί σε πάει πολύ πέρα από την ανθρώπινη εμπειρία, από την ανθρώπινη φιλοσοφία, από τον ανθρώπινο «αναρχισμό», από την ανθρώπινη κυριαρχικότητα — έτσι δεν είναι; — και από όλα τα πάθη της γης που τα κουβαλάμε ευχαρίστως και δεν θέλουμε να τα αποθέσουμε. Δεν θέλουμε να τα αποθέσουμε — έτσι δεν είναι; Γι’ αυτό δεν τα παίρνει από εμάς ο Θεός.
Και, βέβαια, για να τελειώσω — γιατί μάλλον πρέπει να τελειώσουμε, πέρασε μια ώρα. Μετά απ’ όλα αυτά, μπορούμε να ξαναγυρίσουμε στον Μάξιμο, με τον τρόπο τον δικό μας. Κι αφού τα έχουμε κάνει όλα αυτά, κι έχουμε μπει στη διαδικασία αυτής της τεράστιας αποδοχής του άλλου — της γυναίκας για τους άντρες, και του άντρα για τις γυναίκες — αποδέχεσαι αυτό που είναι· και με αυτό που είναι εργάζεσαι. Έτσι επικοινωνείς: με αυτό που είναι — όχι με κάτι που δεν είναι.
Δεν μπορεί ο άντρας να θεωρεί ότι είναι ο Παΐσιος — δεν είναι ο Παΐσιος. Ούτε η σύζυγος είναι η οσία Συγκλητική — τι να κάνουμε. Το σημαντικό — έλεγε και ο πατήρ Πορφύριος — είναι να τους βλέπεις σαν να θέλουν πάρα πολύ να γίνουν τέτοιοι και να το βοηθάς αυτό. Φοβερή κουβέντα. Είναι εκ του Αγίου Πνεύματος.
Φτάνουμε, λοιπόν, τότε στον Άγιο Μάξιμο και καταλαβαίνουμε ότι όντως είμαστε ένα. Έλεγε κάποτε ο Ντοστογιέφσκι για το πρόβλημα με τον δυτικό φεμινισμό — ο οποίος έχει φτάσει σε καταστροφικά πράγματα. Ξέρετε, ο σημερινός φεμινισμός είναι τρομακτικά επιθετικός — μια τρέλα εντελώς. Αυτά έχουν μερίδιο ευθύνης και οι άντρες — αλλά και οι γυναίκες.
Φτάνουμε τότε σε αυτό: στη συναίσθηση — όπως έλεγε ο Ντοστογιέφσκι — ότι είμαστε ένα. Ο άντρας και η γυναίκα είναι ένα. Είμαστε ένα — ο άνθρωπος. Είμαστε ένα ον. Και το ζευγάρι που το καταλαβαίνει αυτό, αρχίζει να ζει τη Βασιλεία του Θεού από τώρα. Πάλι λόγια του πατρός Πορφυρίου — αλλά αληθινά.
Έρχονταν καταταλαιπωρημένοι σύζυγοι, γεμάτοι από προκαταλήψεις — κάτι οργανωσιακοί, κάτι παράξενοι… «Δεν μπορεί η σύζυγός μου να ακολουθήσει τον δρόμο του Χριστού», έλεγαν. Κι ο πατήρ Πορφύριος τους κοίταζε καλά-καλά και έλεγε: «Εσύ ξέρεις τι είναι ο δρόμος αυτός; Εσύ τον ξέρεις; Τον έχεις περπατήσει;» Κι αν τύχαινε να πει «ναι», του έλεγε: «Θυμάσαι εκείνο που έκανες; Θυμάσαι τ’ άλλο; Μετά εκείνο;…» — και κατέρρεε ο άλλος.
Γιατί ο δρόμος του Χριστού, αν τον ακολουθεί κανείς, δεν έχει αντίπαλους. Άλλο ένα μυστικό: κανένας αντίπαλος. Οι αντίπαλοι εμφανίζονται από τη στιγμή που παρανούμε τον δρόμο αυτόν. Φοβερή κουβέντα. «Τα παλάσια σε με μοιάζουν» — δεν υπάρχουν εχθροί, ένα απίστευτο πράγμα. Κι αν κάποιος επιμένει να είναι εχθρός; Πες: «Ορίστε — δώσ’ μου μία… δώσ’ μου και μία άλλη». Τι θα κάνει; Καταρρέει κι αυτός στο τέλος. Είναι η απίστευτη θετικότητα.
Και βλέπετε και τον Απόστολο Παύλο: όταν φτάνει στα μυστήρια, για τον γάμο, τα ίδια λέει. «Ἡ γυνὴ ἀνδρά, ὡς ἡ Ἐκκλησία τὸν Χριστόν…» — δηλαδή, πες ένα τεράστιο ΝΑΙ. Και μέσα σ’ αυτό το τεράστιο «ναι», θα βρει εκείνη τον τρόπο της, τον ρυθμό της κτλ. Θα σου πει κι εκείνη «ναι» — πρέπει να σου πει κι εκείνη «ναι». Θα στο πει κάποια στιγμή. (Είναι αυτό το «λογικό το πρωτεύον» του άντρα…).
Και τότε — για να τελειώσω — φτάνουμε στον Άγιο Μάξιμο και καταλαβαίνουμε ότι είμαστε ένα φύλο· γιατί στη Βασιλεία του Θεού δεν θα υπάρχει πια φύλο. Σεξουαλικότητα δεν θα υπάρχει — δεν υπάρχει λόγος να υπάρχει, αφού έχει εκπληρωθεί ο σκοπός της, αφού έχουμε γίνει ένα. Τι να κάνει πια η σεξουαλικότητα;
Και από τη ζωή αυτή γίνεται — έτσι δεν είναι; Το πετυχαίνουν άνθρωποι κι από τη ζωή αυτή. Άνω τελεία!
ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ. ΟΤΑΝ Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΑΝΑΒΑΘΜΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ. ΑΦΟΥ ΤΟΝ ΑΚΟΥΝΕ ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΜΗΝ ΚΡΑΥΓΑΖΕΙ; ΕΓΩ ΞΕΡΩ. ΠΑΩ ΓΙΑ ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου