ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΠΑΠΑ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗ
Προηγουμένου Ιεράς Μονής Διονυσίου Αγ. Όρους
Κάναμε πολλές ώρες προσευχή, τότε όταν ήμασταν κοντά εις τον Γέροντα Ιωσήφ, και τα πρώτα χρόνια κατόπιν, μετά την κοίμηση του Γέροντος, και πολύ χάριν μας έδιδε ο Κύριος, δι' ευχών του Γέροντος. Έκανα 6-8 ή και 10 ώρες ενίοτε προσευχή όρθιος. Μερικές φορές μου έρχονταν πολύ κούρασης, και αισθανόμουνα άσχημα. Άλλοτε έρχονταν αμέλεια κ.λ.π. Τότε έλεγα εις τον εαυτόν μου: «Άρρωστος δεν είσαι έφαγες και ήπιες νερό. Λοιπόν εδώ θα αγωνιστείς. Θα πεθάνεις εδώ προσευχόμενος. Δεν υποχωρούσα. Και μετ' λίγη ώραν, έρχονταν τέτοια ειρήνη και μακαριστής, που επί 4 ώρες, νόμιζα ότι δεν πατούσα στην γη νόμιζα, ότι 4-5 ώρες ήσαν 10 λεπτά. Την εποχή εκείνη, είχα πολλές καταστάσεις ο Θεός μου είχε δώσει πολύ χάριν».
Ειρήνη με ειρήνη έχει διαφορά. Υπάρχει τεράστια διαφορά, από την ειρήνη που δίδει ό Θεός. Έτσι κάποτε προσευχόμενος, πλησίον του παραθύρου του κελιού μου, αισθάνθηκα ένα πράγμα, που δεν μπορεί να το έκφραση κανείς. Εκεί που προσευχόμουν, ακούω ξαφνικά μία βοή. Οι αισθήσεις μου οι εξωτερικές κόπηκαν και άνοιξε μέσα στην καρδιά μου μία ειρήνη, σε ανέκφραστο βαθμό. Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Μία ανέκφραστος γλυκύτης, γαλήνη, ειρήνη. Δεν περιγράφεται αισθανόμουνα παράδεισο μέσα μου. Αυτό ίσως κράτησε μια ώρα κατόπιν υποχώρησε. Κάτι όμως έμεινε μέσα μου. Βεβαίως ελάχιστο πράγμα παρέμεινε. Και έκτοτε, ότι και αν συνέβαινε οιανδήποτε φροντίδα, ταραχή, πειρασμός κλπ η ειρήνη μέσα μου δεν έφευγε.
Όταν έφυγε εκείνη ή μεγάλη και ανέκφραστος ειρήνη έκλαιγα φώναζα: «τι ήτανε αυτό - τι ήτανε αυτό; Θεέ μου έλεγα αυτή ήτανε ή ειρήνη που έδωσες στους άγιους Αποστόλους: Την Ειρήνη την Έμήν δίδωμι υμίν. Δεν μπορούσα να βαστάξω έκλαιγα - έκλαιγα. τι ήτανε αυτό, Θεέ μου!»
Σχετικά με την αγάπη του Θεού λέμε, ότι μας αγαπά ό Θεός ή ότι αγαπάμε τον Θεόν, ότι αισθανόμεθα αγάπη μέσα μας για τον Θεόν. Αυτό δεν είναι τίποτε είναι ελάχιστον, από την αίσθησιν εκείνη της αγάπης του Θεού, όταν σε επισκεφθεί ό Θεός, όταν σου δώσει την αγάπη Του. Τότε λιώνεις. Αν κράτηση αυτή η αγάπη, αυτή ή αισθήσεις της αγάπης του Θεού, λίγα λεπτά, δεν αντέχεις τότε πεθαίνεις.
Ούτω κάποτε προσευχόμενος επί πολύ ώρα, ξαφνικά αισθάνθηκα την Παρουσία του Θεού μπροστά μου! (όχι να τον βλέπω). Εκείνη την ώρα, το τι αισθάνθηκα, δεν περιγράφεται. Ένας Θείος έρως ανέκφραστος, μία αγάπη που δεν περιγράφεται. Δεν μπορείς να κρατηθείς' πέφτεις κάτω. Αν κρατούσε πάνω από 2-3 λεπτά θα πέθαινα δεν αντέχεις.
Ερωτά. Από τι θα πεθαίνατε Γέροντα;
Από την πολλή αγάπη καίεσαι μέσα σου, από την πολλή γλυκύτητα και μακαριότητα, από, τον πολύ θείο έρωτα για τον Χριστό. Πέφτεις κάτω και άλλο τίποτα δεν λες μόνο, σώσε με-σώσε με, φωνάζεις διότι θα πεθάνεις αν κρατήσει, λίγο ακόμη. Τρία λεπτά εάν κρατήσει θα ξεψυχήσει ο άνθρωπος από, τον πολύ ερωτά στον Χριστό, από την πολλή αγάπη.
Μετά όταν υποχώρησε, επί τρεις ώρες περίπου έλεγα την ευχή και άφθονα γλυκύτατα δάκρυα έτρεχαν. Και πολλές φορές ενθυμούμενος την κατάσταση εκείνη της χάριτος, όπου αισθανόμουν δίπλα μου, μπροστά μου την παρουσία, του θεού, έρχονται γλυκύτατα δάκρυα και προσευχή συνεχής.
Κάποτε προσευχόμενος πάλι, βλέπω τον εαυτόν μου ξαπλωμένο νεκρό απέναντι μου, φορώντας το πετραχήλι. Αυτό ήταν έκστασης, δράμα. Τώρα; τίποτε δεν έκανα σκεπτόμουνα τι λόγο θα δώσω στον Θεόν για τι πράξεις μου, για την ζωήν μου και με έπιασε δέος, μ' έπιασε τρόμος. Τι απολογία θα δώσω τώρα. Περίπου 10 λεπτά κράτησε αυτή η δράσης. Πάγωσα τώρα πηγαίνω στην κρίσιν. Έβλεπα μόνον τον εαυτόν μου κανέναν άλλον, τίποτε άλλο δεν έκρινα. Όταν συνήλθα, όταν ήλθα εις τον εαυτόν μου, είχα την αίσθηση της μνήμης θανάτου μου ήλθε πένθος και δάκρυα. Αυτή η μνήμη θανάτου, αυτό το πένθος, βάστηξαν πολύ καιρό.
Άλλο λοιπόν η μνήμη θανάτου που κάνομε ημείς με διάφορες σκέψεις και θεωρίες (κι' αυτή πολύ καλή και χρησιμότατη είναι), και άλλη αυτή, που δίδει ό Θεός εν αισθήσει.
Άλλη φορά πάλι, αφού προσευχήθηκα όρθιος πολλή ώρα, κάθισα ολίγον εις το κρεβάτι να ξεκουραστώ. Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου (εν οράματι ήμουν ξυπνητός) τον Χριστόν, να περπατάει ξυπόλυτος εις σ τον κόσμο. Αμέσως μόλις συνήλθα πατάχθηκα, κάτω από το κρεβάτι κλαίγοντας και έλεγα: «τι έκανες εσύ Κύριε πόσον εκοπίασες! Και τι κάνομε ημείς! Εσύ Κύριε ξυπόλυτος περπατούσες, κι εγώ στα μαλακά, στο κρεβάτι να κάθομαι! τι πρέπει Κύριε να κάνομε ημείς για τα όσα πολλά που έκανες για μας; τι πρέπει να κάνομε για να σε ευχαριστήσομε;»
Όλες αυτές αί καταστάσεις, τα οράματα, σεις έρχονται μόνα τους, χωρίς εσύ να τα σκεφτείς.
Μία φορά ό Γέροντας σας μου είχε πει ότι αισθάνθηκε ένα ανέκφραστον αίσθημα αγάπης προς το Ευαγγέλιο κατά την Θ. Λειτουργία. Του έρχονταν να αγκαλιάσει το Ευαγγέλιον, ει δυνατόν να το βάλει μέσα του. Κι εγώ κάποτε αισθάνθηκα, ένα παρόμοιο αίσθημα ανέκφραστου αγάπης για το Ευαγγέλιον. Ήθελα να πάρω το Ευαγγέλιον, να το βάλω μέσα στην ψυχή μου δεν το χόρταινα.
Άλλοτε πάλι, εκεί που προσευχόμουνα, είχα επίσκεψη χάριτος. Όλη η γραφή μπήκε τρόπον τινά μέσα μου. Περί Αγάπης, περί ειρήνης κ.λ.π. Ούτω άρχισαν να λέγονται όλα μέσα μου από την γραφή. Εκείνα που δεν διάβαζα, υστέρα τα διάβαζα και τα έβλεπα. Ύστερα περί ειρήνης. Μία - δύο ώρες συνέχεια. Ύστερα σταμάτησε αυτό, και άρχισε άλλο πράγμα. Θεέ μου, τι είναι αυτό; δεν μπορούσα να κρατήσω τον εαυτό μου. Τι φωτισμός είναι αυτός που δίδεις Θεέ μου, ώστε να γνωρίσομε και να κατανοήσομε όλη την Γραφή!
Άλλοτε προσευχόμενος επί πολύ ώρα, ήρθα σε έκσταση. Δεν ξέρω πώς μου συνέβη, και είδα (ψυχικώς), τον εαυτόν μου, υψηλό μέχρι το ταβάνι τόσος μεγάλος ήτανε. Μετά άρχισε να μικραίνει - να μικραίνει, και έγινε ο εαυτός μου, σαν ένα μυρμήγκι. Δεν ξέρω πως έγινε την ώρα εκείνη κι έβλεπα όλη την γη. Κατόπιν τις εκτάσεις τά βουνά, τα ποτάμια, τα θηρία, την θάλασσα αυτά που έχει μέσα, θαύμασα, και απορούσα, το πόσο μεγάλη είναι ή γη. Εκεί λοιπόν που θαύμαζα, πόση μεγάλη έκτασης είναι η γη, ποσά θηρία έχει κ.λ.π. άρχισα να σκέπτομαι ποσά δισεκατομμύρια μυρμήγκια (δηλαδή άνθρωποι) σαν κι εμένα υπάρχουν στον κόσμο. Τι κάνω τώρα εγώ; και τι είναι ο άνθρωπος τίποτε. Αν φωνάξω, ποίος θα με ακούσει; Και αν κλάψω, ποιος σημασία μου δίδει; Τι είναι ο άνθρωπος, το μυρμήγκι, στα δισεκατομμύρια μυρμήγκια; Τι μπορώ να κάνω;
Λέγοντας τι μπορώ να κάνω, αμέσως έφυγε ό νους μου και πήγε στη θάλασσα. Είδα την θάλασσα πολλαπλάσια πολύ μεγάλη. σαν να έβλεπα με τά μάτια μου, τα τεράστια κήτη που είναι μέσα. Θαύμαζα το μεγαλείο του Θεού, και την μικρότητα του ανθρώπου. Εκεί, λοιπόν, που θαύμαζα, το πόσο μεγάλη είναι ή θάλασσα, και τα κήτη που περιέχει μέσα, ξαφνικά ό νους έφυγε έξω από την γη. Έμεινα κατάπληκτος. Είδα μία απέραντη, αχανή, έκταση, επάνω - κάτω - δεξιά και αριστερά της γης. Ακατανόητη έκταση δεν βρίσκεις άκρη. Και μέσα στο αχανές αυτό Σύμπαν, την γη σαν μια σφαίρα, και πέριξ εκατομμύρια πολλά σφαίρες σαν την γη. Έμεινα κατάπληκτος για το άπειρο χάος, για την απεραντοσύνη του Σύμπαντος.
Εκεί, λοιπόν, που θαύμαζα, ακούω φωνή: «Ο Θεός δεν χωράει, μέσα στο αχανές αυτό Σύμπαν τόσον μεγάλος, τόσον άπειρος είναι ό Θεός».
Άρχισα να θαυμάζω και να εκπλήττομαι. Πόσον μεγάλος είναι αλήθεια ό Θεός; Πω, πω! δεν χωράει στο αχανές αυτό Σύμπαν! Θυμήθηκα εκείνη την ώρα, αυτό που λέγει ή Γραφή: «Ή γη είναι το υποπόδιον των ποδών του Θεού». Πόσον άπειρος είναι ο Θεός; και αν τώρα σπρώξει με το πόδι του την γη; Με έπιασε τρέμουλα κι' εγώ θα φύγω, θα πέσω με την γη στο χάος..., κι' εκεί επάνω συνήλθα από την θεωρία αυτή, και ήλθα εις τον εαυτόν μου.
Ερωτά. Θα καταλάβατε τότε, πως και ο Μέγας Βασίλειος, έγραψε την εξαήμερο;
Απαντά. Ναι βεβαίως, με θεωρίες οί άγιοι βλέπανε αυτά.
Ερωτά. Σας έφερε ταπεινοφροσύνη αυτή ή θεωρία;
Απαντά. Ναι μετά από αυτήν την θεωρία, είχα την αίσθηση, ότι τίποτε δεν είμαστε εμείς. Γνώρισα, ότι απολύτως τίποτε δεν είμαστε. Τότε μένει πραγματική ταπεινοφροσύνη. Αυτή είναι ή ταπεινοφροσύνη, που λέγει ό αββάς Ισαάκ: «Είναι καλύτερα να κλάψεις μία ώρα για τις αμαρτίες σου, παρά με την γραφή, όλο τον κόσμο να κερδίσεις. Καλύτερα να γνωρίσεις την ασθένεια σου, παρά νεκρούς ν' ανασταίνεις». Ότι και να πεις, μπορεί να ταπεινώνεσαι εξωτερικά. Την πραγματική ταπείνωση, δεν την γεύεσαι, δεν την έχεις.
Μετά από αυτήν την θεωρία, χρυσά να φορούσα, δεν μου έκανε εντύπωση. Νόμιζα, ότι όλα τα ίδια είναι. Δεν αισθάνεσαι από μέσα τίποτε να σε βλέπουν π.χ. με λαμπερά, και να αισθάνεσαι ικανοποιήσει που σε βλέπουν.
Αυτή ή θεωρία, μου έφερε τέτοια ταπείνωση. Και δεν έφυγε από μέσα μου μέχρι και τώρα. Δόξες, τιμές, δεν με εντυπωσιάζουν. Καλύτερα να φορώ παρτάλια παρά λαμπρά. Δεν μου κάνει εντύπωση να επιδείξω... (κλαίει ο παπα Χαράλαμπος).
«Από τώρα και στο έξης, μου λέγει μία ήμερα ο Γέροντας, θα κάνης νοερά προσευχή, με εισπνοή και εκπνοή. αφού λοιπόν έχεις προχωρήσει ελεύθερα στην προσευχή, θα σου ειπώ πώς θα κάνης. Θα λέγεις: «Κύριε Ιησού Χριστέ» στην εισπνοή, «ελέησον με» στην εκπνοή. Αν αισθανθείς ένα δυνατόν πόνο στην καρδιά σου, μη φοβηθείς. Αυτό θα κράτηση δύο λεπτά, το πολύ ένα τέταρτον.
Να είναι ευλογημένο, είπα. Το βράδυ άρχισα έτσι να κάνω προσευχή, όπως είπε ό Γ. Ιωσήφ. έκανα δηλαδή αρχικώς αυτοσχέδια προσευχή, και μετά αντί για κομβοσχοίνια, κάθισα και άρχισα νοερά προσευχή, καρδιακή προσευχή, με εισπνοή και εκπνοή. Δεν πρόλαβα να κάνω πολύ ώρα, και όπως είχε ειπεί ό Γέροντας, ένας δυνατός πόνος στην καρδιά. Κράτησε περίπου ένα τέταρτον και κατόπιν έφυγε. "Άνοιξαν τα πνευμόνια μου" όλον τον αέρα ήθελα να ρουφήξω και να μη χορτάσω. Αυτή ή κατάστασης κράτησε δύο ώρες περίπου. Ό Γέροντας κατόπιν μου είπε, όταν θα σταματά αυτή η κατάστασης, μετά αμέσως να συγκεντρώνεις τον νουν σου μέσα στην καρδιά.
Όταν έφυγε ο πόνος ο δυνατός από την καρδιά μου, αισθάνθηκα αμέσως ειρήνη, γαλήνη και πολύ γλυκύτητα. Τότε δίψα ή ψυχή σου τρόπον τινά, να λέγεις την ευχή. Αυτή η κατάστασης όπως είπα πάρα πάνω, κράτησε περί τις δύο ώρες και όταν σταματήσει, μου έλεγε ό Γέροντας, να συγκεντρώνω τον νουν μου εις την καρδιά, και να λέγω: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με». Και τότε θα δεις τι θα γίνει.
Πράγματι, ουδέποτε άλλοτε είχα αισθανθεί τόσον καθαρή προσευχή, αφού συγκέντρωσα τον νουν μου εις την καρδιά. Λέγοντας έτσι την ευχή δηλαδή κάνοντας καρδιακή προσευχή με εισπνοή και εκπνοή, άρχισα να έχω πολλές αλλοιώσεις χάριτος.
Αισθανόμουνα, πώς ο Θεός όλα τα κτίσματα, δια τον άνθρωπον τα έκανε. Και όταν θυμήθηκα, ότι και τον Εαυτόν του έδωσε, και ότι εμείς δεν έχομε τίποτε, δεν μπόρεσα να βαστάξω. Έπεσα κάτω και έκλαιγα... Εμείς δεν έχομεν τίποτε καλό επάνω μας.
Κάνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο καρδιακή προσευχή, με εισπνοή και εκπνοή, κάποτε μου συνέβη κάτι καταπληκτικό. Μου ήρθε δηλαδή μία κατάστασης ευχής, προσευχής, που δεν μπορώ να βρω λόγια να την περιγράψω. Ξαφνικά ο νους μου μπήκε μέσα στην καρδιά μου, και νους - καρδία και ευχή έγιναν ένα! Εγώ δεν αισθανόμουν που βρίσκομαι. Μόνον ή ευχή ελέγετο εις την καρδιά, και πολύ γλυκύτητα, ανέκφραστων μακαριότητα αισθανόμουν. Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτό. Όταν συνήλθα, αισθανόμουνα ανέκφραστων ειρήνη και γλυκύτητα και είχα πολλά δάκρυα. Πηγαίνω στον Γέροντα. «Κάτι έπαθα Γέροντα» λέγω. «τι έπαθες;». «Εκεί που προσευχόμουν, ξαφνικά ο νους μου κλείσθηκε μέσα στην καρδιά μου. Δεν ήξερα αν υπάρχει άλλος κόσμος, αν υπάρχει άλλο τίποτε», και του περιέγραψα την κατάσταση αυτήν της χάριτος.
Τότε μου λέγει ο Γέροντας: «Αυτό είναι απ' εδώ γίνεται και η αρπαγή του νοός. Μετά την κατάστασιν αυτήν, κατά την διάρκεια της καταστάσεως αυτής, φεύγει ο νους. Αυτό κι εγώ, όταν το αισθάνθηκα, πήγα και έμεινα σ' ένα κελλάκι τόσον στενό, που μόλις χωρούσα έμεινα ένα χρόνο μέσα. Ήταν τόσο στενό, που κινδύνευσα να πάθω ασφυξία. Αυτό που αισθάνθηκες, αυτό που έζησες, προσπάθησε να το κράτησης, να μη το χάσης».
Ερωτά. Το είχατε αυτό συνέχεια ή κατά καιρούς;
Απαντά. Να πώς ήτανε, να πώς γινότανε. Κλεινότανε 2-3 ώρες μέσα ό νους. Κατόπιν συνερχόμουν, έφευγε αλλά την επομένη ημέρα, κατά την διάρκεια της ημέρας, είχα πολύ δυνατή προσευχή δεν αργολογούσα, δεν ομιλούσα σε κανένα σε απόλυτο ανάγκη ομιλούσα τόσο προσεκτικός ήμουν.
Μόλις ξυπνούσα, η σκέψης μου ήτανε, πότε να βραδιάσει, για να βρω πάλι αυτήν την κατάσταση, αγωνιζόμενος εις την προσευχή. Την πρώτη νύχτα αν δεν το εύρισκα, αγωνιζόμουν και το εύρισκα την δεύτερη, ή την τρίτη νύχτα.
Τόση γλυκύτητα είχα την ήμερα, όταν εύρισκα την προσευχή αυτή, που δεν με ενδιέφερε, αν εργαζόμουν βαρεία όλη την ήμερα δεν μ' ενδιέφερε τι κάνει ό ένας, ή ό άλλος στην τράπεζα πήγαινα να καθίσω, και δεν έβλεπα τι τρώνε, και τι λένε. Εγώ το φαγί να φάγω, και ό νους μου την προσευχή. Τόση γλυκύτητα αισθανόμουνα μέσα μου, που δεν μπορείς να την περιγράψεις.
Ερωτά. Κατά την κατάστασιν αυτήν, ό νους είχε ενωθεί με την καρδιά, και ή ευχή ελέγετο μόνη της μέσα στη καρδιά;
Απαντά. Ναι έτσι γίνεται. Ούτε να φάγω ήθελα, ούτε να πιω, ούτε και νύσταζα. Μόνον αυτό να έχω ήθελα. Διότι μου έφερνε ανέκφραστον ειρήνη, γλυκύτητα και μακαριότητα.
Ερωτηθείς ο παπα - Χαράλαμπος, πώς πληροφορείται για μια υπόθεση, για ένα πρόβλημα, για ένα άτομο κ.λ.π., απήντησε: «π.χ. με απασχολεί ένα πρόβλημα. Κατά την προσευχή μου, ή κατά την Θ. Λειτουργία, παρακαλώ τον Θεόν λέγοντας: Θεέ μου, εάν το κάνω καλά αυτό που πράττω, δός μου χάριν πληροφόρησε με, δίνοντας την χάριν σου. Διαφορετικά, πάρε την χάριν σου, μη μου δίδεις χάριν, δια να αντιληφθώ ότι σφάλω. Τότε αν είναι θέλημα του Θεού να γίνει έτσι, έρχεται πολύ χάρις. Δάκρυα, ανέκφραστος χαρά! Θεέ μου δός μου κι' άλλη. Και ό καλός Θεός δίδει κι άλλη, και πλημμυρίζεις χάριτος».
Οι δαίμονες επιτίθενται με κακούς λογισμούς. Ενίοτε αισθάνεσαι φόβον, εν ώρα προσευχής. Πρέπει να μη φοβάσαι να τους περιφρονείς, και να λέγεις την ευχή να μην αφήνεις την ευχή. Ό Θεός θα σου δώσει πολύ χάριν, όταν αγωνίζεσαι και δεν τους υπολογίζεις.
Κάποτε προσευχόμενος, έπεσε από το ταβάνι κάτι οπίσω μου (ήμουν γονατιστός), και φοβήθηκα από τον ξαφνικό κρότο που έκανε. Λεν σταμάτησα όμως την προσευχή μου. Συνέχισα και μετ' ολίγον με επεσκέφθη πλουσίως η χάρις του Θεού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ. Ο ΌΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ.
ΤΕΥΧΟΣ 9. ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ- ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου