Πρόλογος
Πάλιν ο δεινός και αρχέκακος όφις σηκώνει την κεφαλή του εναντίον μας και σιγοψιθυρίζει τα αντίθετα προς την αλήθεια. Ή μάλλον, αφού η δική του κεφαλή συνετρίβει με τον σταυρό του Χρίστου, κεφαλή του κάμει τον καθένα από εκείνους που με το πέρασμα των γενεών πείθονται στις ολέθριες υποθήκες (συστάσεις) του· και έτσι, εμφανίζοντας αντί μιας πολλές αναδυόμενες κεφαλές σαν την λερναία ύδρα, δεν σταματά με αυτές να διαλαλεί στα ύψη την αδικία. Έτσι προσάρμοσε στο έρπον σώμα τους Αρείους, Απολιναρίους, έτσι Ευνομίους, Μακεδονίους, και πολλούς άλλους[ΣΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ] που προσκολλήθηκαν σε αυτόν, και δια της γλώσσης αυτών άφησε το δηλητήριό του εναντίον της ιεράς Εκκλησίας. Εχρησιμοποίησε αντί των δικών του οδόντων τους λόγους εκείνων και έμπηξε αυτούς στην ευσεβή πίστιν κατά τα πρώτα της βήματα, σαν σε ρίζα νεαρού φυτού το όποιο θάλλει λαμπρώς και είναι γεμάτο ωραιοτάτους καρπούς, αλλά δεν μπόρεσε και να το καταστρέψει. Διότι συνετρίβη εις τους οδόντας του πάλι υπ’ αυτών των δηχθέντων, από αυτούς δηλ. που έκαμαν αληθώς κεφαλή εαυτών τον Χριστόν.
Αυτός λοιπόν ο νοητός και δια τούτο μάλλον επάρατος όφις, το πρώτο και μέσο και τελευταίο κακό, ο πονηρός και εκτρέφων παντοτινά την χαμερπή και γήινη πονηριά, ο ακάματος επιτηρητής της πτέρνης, δηλαδή της απάτης, ο εφευρετικότατος και αμηχάνως ευμήχανος προς κάθε ασεβή δοξασία σοφιστής, δεν έχει καθόλου λησμονήσει την οικεία κακοτεχνία του. Τώρα λοιπόν εισάγει διά των Λατίνων, που είναι πειθήνια όργανά του, νέους περί Θεού όρους, οι οποίοι φαίνεται μεν να έχουν μικρά παραλλαγή, αλλά γίνονται αφορμές μεγάλων κακών, φέρουν πολλά δεινά, εκφυλιστικά της ευσεβείας και άτοπα, και δεικνύουν σε όλους φανερά ότι και το παραμικρό στα σχετικά με τον Θεό δεν είναι μικρό. Διότι εάν στα εγκόσμια όντα, αφού δοθεί αρχικώς ένα άτοπον, τα άτοπα γίνονται πολλά, πώς δεν θα γίνουν μάλλον πολλά τα ατοπήματα, αφού δοθεί ασεβώς ένα άηθες επί της κοινής των όλων αρχής και των σχετικών με αυτήν αναπόδεικτων αρχών;
Προς τα ατοπήματα αυτά θα εξέπιπτε και φανερώς το γένος των Λατίνων, αν το μεγαλύτερο μέρος της κακοδοξίας δεν αναιρείτο από εμάς αντιλέγοντας στην καινοφωνία του δόγματος. Πράγματι τόσο πολύ ενίοτε υποχωρούν, ώστε να λέγουν ότι έχουν την ίδια με εμάς γνώμη, διαφωνούντες μόνο στους λόγους, ψευδολογούντες προς τον εαυτόν τους λόγω της στεναχώρου θέσεώς τους. Αφού όμως εμείς δεν δεχόμεθα την ύπαρξιν του άγιου Πνεύματος ως προερχομένη και από την υπόστασιν του Υιού, εκείνοι δε την δέχονται και από την του Υιού, είναι εντελώς αδύνατο να καταλήγουμε και οι δύο σε μία έννοια· διότι είς είναι ο μονογενής και μία η ύπαρξις του Πνεύματος. Η απόφασις λοιπόν αντίκειται προς την κατάφασιν και πάντοτε είναι ψευδής η μία, εάν είναι αληθής η άλλη· και δεν είναι δυνατό να είμαστε στη αλήθεια, όταν περί του ιδίου πράγματος αποδώσουμε και αρνηθούμε το αυτό.[ΕΔΩ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Η ΑΡΧΗ ΚΑΙ Η ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΜΗ-ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΨΕΥΔΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΑΠΟΔΙΔΟΝΤΑΣ ΕΝ ΤΕΛΕΙ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΣΤΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ, ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΠΟΠΠΕΡ, ΤΟΥ ΣΟΡΟΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΣΑΝ ΤΟΝ ΑΝΑΠΟΔΟ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΔΑΙΜΟΝΟΠΟΙΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΔΙΑΒΑΛΛΟΝΤΑΣ ΤΗΝ]
Αλλά ότι πάντως όχι μόνον λέγουν αλλά και φρονούν τα αντίθετα προς εμάς, νομίζω ότι δεν θα αντιλέγει κανείς από τους ευ φρονούντων και μη ομοφρονούντων με εκείνους. Ότι δε αντιδογματίζουν όχι μόνον προς εμάς, αλλά και προς τον ίδιον τον λόγον της αληθείας, ο οποίος σε εμάς έχει διαφυλαχθεί αμείωτος και αναύξητος και εντελώς αμεταποίητος, όλοι εσείς τα γνωρίζετε ακριβώς και χωρίς απόδειξιν, εννοώ εσάς, το πλήρωμα των ευσεβών. Με τη βοήθεια του Θεού όμως τούτο θα δειχθεί και δι΄ αυτού του λόγου, ούτως ώστε «παν στόμα» που αντιλέγει να «φραχθεί» και οι αμφιρρέποντες να στηριχθούν προς μίαν ομολογίαν.
Αλλά, ω Θεέ του παντός, ο μόνος δότης και φύλακας της αληθινής θεολογίας και των σχετικών με αυτήν δογμάτων και όρων, η μόνη μοναρχικωτάτη Τριάς, όχι μόνον διότι μόνη άρχεις του παντός, αλλά και διότι έχεις μέσα σου (εν σεαυτή) μίαν μόνον υπεράρχιον αρχήν, την μόνην αναίτιον μονάδα, από την οποίαν προάγονται και εις την οποίαν ανάγονται αχρόνως και αναιτίως ο Υιός και το Πνεύμα, Πνεύμα το άγιον, το κύριον, που έχει την ύπαρξιν εκπορευτώς εκ Θεού Πατρός, και δι’ Υιού δίδεται και πέμπεται και φαίνεται στους ορθώς πιστεύοντας εις σέ· Υιέ μονογενές, ο οποίος έχεις την ύπαρξιν γεννητώς εκ Θεού Πατρός και δια του αγίου Πνεύματος διαμορφώνεσαι και κατοικείς και βλέπεσαι αοράτως μέσα στις καρδίες των πιστευόντων εις σέ· Πάτερ αγέννητε μόνε και ανεκπόρευτε, και με λίγα λόγια, αναίτιε, ο μόνος πατήρ των ανεκφοιτήτων και ομοτίμων σου φώτων, έν κράτος, μία δύναμις, η δημιουργός των κτιστών (ποιητών) και από την χείρα σου προερχομένων φώτων, η πάσης γνώσεως δοτείρα, η πολυειδείς ιδέες παραγάγουσα γνωστικών και γνωστών (γνωρίμων) πραγμάτων και που καταλλήλως και φυσικώς στους γινώσκοντες έθεσες τις γνώσεις. Στους μεν νοερούς απλές και απαθείς νοήσεις, στους δε αισθητούς πολυμερείς και παθητές αισθήσεις, και σε εμάς τους μικτούς αμφότερα [Οι πολυειδείς ιδέες των γνωστικών και γνωρίμων πραγμάτων, τίθενται από το Δημιουργό μέσα σ’ εκείνα που έχουν την ικανότητα να γνωρίζουν, με τρόπο φυσικό και κατάλληλο προς την ιδιαίτερη φύση τους. Γι’ αυτό στα νοερά όντα δίνονται απλές και «απαθείς» νοήσεις, στα αισθητά δίνονται πολυμερείς και «παθητές» αισθήσεις, ενώ στα μικτά από νου και αίσθηση δίνονται τόσο τα απλά και «απαθή», όσο τα πολυμερή και τα «παθητά»]· η (δύναμις) που με άφατο χρηστότητα χαρίζεις σε μόνα τα λογικά σου κτίσματα την περί σέ κατά το δυνατόν (εγχωρούν) γνώσιν, δώσε και σε εμάς τώρα πλέον την ικανότητα να θεολογήσουμε αρτίως ως προς εσέ ευαρέστως και συμφώνως προς εκείνους που σε ευαρέστησαν καθ’ όλους τους αιώνες με έργα και λόγους· ούτως ώστε και εκείνους που δεν θεολογούν ως προς εσέ θεαρέστως να ελέγξουμε, και εκείνους που σε ζητούν αληθινώς (εν αληθεία) να στηρίξουμε προς την αλήθειαν, για να σε αναγνωρίσουμε όλοι ως μίαν μόνην πηγαίαν θεότητα, τον μόνον Πατέρα και προβολέα, και τον Υιόν σου, ένα και μόνον Υιόν αλλ’ όχι και προβολέα, και το ένα άγιον Πνεύμα σου, και πρόβλημα (εκπόρευμα) μόνον, αλλ’ όχι και ποίημα· και να δοξάσουμε ένα Θεόν, εν μία μεν και απλή, πλουσία δε, ούτως ειπείν και άνετον θεότητα και να αντιδοξαζόμαστε από σε με πλουσία θέωσιν καί τρισσόφωτο φωτοχυσία, νυν και αεί και εις τους ακατάληπτους αιώνες. Αμήν.
Κοινή είναι βεβαίως η ευχή αυτή σε όλους όσοι σέβονται μίαν αρχήν. Σεις όμως, οι οποίοι δέχεσθε δύο αρχές επί της θεότητος, τί λέγετε; Τί σημασία έχει, αν δεν ισχυρίζεστε τούτο φανερά, αλλά συνάγεται αυτό από όσα λέγετε; Τοιαύτα είναι τα απόκρυφα (βαθέα) του Σατανά, τα του πονηρού μυστήρια, τα οποία ψιθυρίζει σε όσους τείνουν προς αυτόν τα ώτα, χωρίς να χαλαρώνει και παραλύει τον τόνο της φωνής, αλλά υποκρύπτων το βλαβερόν του νοήματος. Έτσι και στην Εύα, όπως νομίζω εγώ, ψιθύρισε.
Αλλ’ εμείς, διδαχθέντες από την θεοσοφία των Πατέρων να μην αγνοούμε τα νοήματα (εφευρήματα) αυτού, τα οποία είναι τελείως αφανή στους πολλούς κατά την αρχή, ποτέ δεν πρόκειται να σας δεχθούμε ως κοινωνούς, όσον χρόνο λέγετε ότι το Πνεύμα (είναι) και εκ του Υιού.
Άραγε διδάσκοντες έτσι, δεν προσθέτετε (διατελείτε προστίθεντες) φανερώς κατά πρώτον στην περί το άγιον και προσκυνητόν Πνεύμα αποκαλυπτική (εκφαντορική) θεολογία του Χριστού η οποία είναι η αυτοαλήθεια; Αυτού ο οποίος ενώ είναι προαιώνιος Θεός έγινε για εμάς και θεολόγος, ο οποίος ενώ είναι η ίδια η αλήθεια κατέστη από φιλανθρωπία προς χάριν μας κήρυξ της αλήθειας, ο οποίος ήλθε στον κόσμο διά τούτο ακριβώς, για να μαρτυρήσει χάριν της αληθείας, του οποίου την αληθινή φωνή αντιλαμβάνεται όποιος είναι από την μερίδα της αληθείας και ζητεί αυτήν πραγματικά;
Άραγε λοιπόν δεν έρχεσθε κατά πρώτον σε σύγκρουση με αυτόν που πρώτος εθεολόγησε κατ’ αυτόν τον τρόπον; «Το Πνεύμα της αληθείας, λέγει, το οποίον εκπορεύεται από τον Πατέρα» (Ιω. 15,26). Έπειτα (έρχεσθε σε αντίθεσιν) με τους μαθητές και αποστόλους του οι οποίοι υπήρξαν αυτόπτες και αυτήκοοι του, μάλλον δε πριν από αυτούς και με το ίδιο το άγιον Πνεύμα, το οποίον και ήλθε σύμφωνα με την επαγγελία που τους εδόθη από τον Σωτήρα, το οποίον και τους εδίδαξε τα πάντα, το οποίον όμως δεν τους εδίδαξε τούτο (που εσείς λέγετε): ότι (το Αγ. Πνεύμα) δεν εκπορεύεται από μόνον τον Πατέρα των φώτων, αλλά και από τον Υιόν. Διότι αν αυτό τους είχε διδάξει έτσι, αυτοί θα δίδασκαν και εμάς παρομοίως.
Πραγματικά, αφού εδιδάχθησαν και εφωτίσθησαν, απεστάλησαν και δια τούτο, για να διδάξουν όπως εδιδάχθησαν, για να φωτίσουν όπως εφωτίσθησαν, για να κηρύξουν με παρρησία (δημόσια) όσα συνέβη ν’ ακούσουν εις το ους, δηλαδή όχι εις επήκοον όλων, για να ειπούν στο φώς, δηλαδή φανερά σε όλους, όσα τους έχουν λεχθεί στο σκότος (εν τη σκοτία), όπως θα μπορούσα να πω εγώ, δι’ αποκαλύψεως εις υπέρφωτον γνόφον, έστω και παραβολικώς και ως σκοτεινός λόγος του Σολομώντος που καθίσταται σαφής σε όποιον μετέχει της σοφίας. Εάν θέλεις μάλιστα, η σκοτία (το σκότος) ας σημαίνει την ανακοίνωσιν της αληθείας ιδιαιτέρως (κατά μόνας) και αποκρύφως, χωρίς να γνωσθή στους πολλούς.
Για να επιστρέψουμε τώρα στο θέμα μας, πώς τολμάτε σεις να δέχεσθε τούτο, το οποίον δεν έχει λεχθεί από αυτούς που διεκήρυξαν με παρρησία και δημόσια την αλήθεια, το όποιον δεν ανήγγειλε το Πνεύμα που απάγγειλε πάσαν την αλήθειαν, το όποιον δεν εμαρτύρησε ούτε γνωστοποίησε αυτός ο γνωστοποιήσας όλα όσα άκουσε παρά του Πατρός στους αγαπητούς και ήλθε διά τούτο, για να μαρτυρήσει υπέρ της αληθείας;
Πώς τολμάτε να εισαγάγετε τόσον εκφυλιστική προσθήκη εις τον όρον της πίστεως, τον οποίον οι πρόκριτοι πατέρες συνέγραψαν πνευματοκινήτως σε κοινήν συνέλευσιν και παρέδωσαν σε όλους όσοι έχουν προτιμήσει να ορθοτομούν τον λόγον της αληθείας, ως σύμβολον αψευδούς γνώμης περί Πατρός και Υιού και άγιου Πνεύματος, βάσανον ειλικρινούς θεογνωσίας και ασφαλούς ομολογίας;
Πάλιν ο δεινός και αρχέκακος όφις σηκώνει την κεφαλή του εναντίον μας και σιγοψιθυρίζει τα αντίθετα προς την αλήθεια. Ή μάλλον, αφού η δική του κεφαλή συνετρίβει με τον σταυρό του Χρίστου, κεφαλή του κάμει τον καθένα από εκείνους που με το πέρασμα των γενεών πείθονται στις ολέθριες υποθήκες (συστάσεις) του· και έτσι, εμφανίζοντας αντί μιας πολλές αναδυόμενες κεφαλές σαν την λερναία ύδρα, δεν σταματά με αυτές να διαλαλεί στα ύψη την αδικία. Έτσι προσάρμοσε στο έρπον σώμα τους Αρείους, Απολιναρίους, έτσι Ευνομίους, Μακεδονίους, και πολλούς άλλους[ΣΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ] που προσκολλήθηκαν σε αυτόν, και δια της γλώσσης αυτών άφησε το δηλητήριό του εναντίον της ιεράς Εκκλησίας. Εχρησιμοποίησε αντί των δικών του οδόντων τους λόγους εκείνων και έμπηξε αυτούς στην ευσεβή πίστιν κατά τα πρώτα της βήματα, σαν σε ρίζα νεαρού φυτού το όποιο θάλλει λαμπρώς και είναι γεμάτο ωραιοτάτους καρπούς, αλλά δεν μπόρεσε και να το καταστρέψει. Διότι συνετρίβη εις τους οδόντας του πάλι υπ’ αυτών των δηχθέντων, από αυτούς δηλ. που έκαμαν αληθώς κεφαλή εαυτών τον Χριστόν.
Αυτός λοιπόν ο νοητός και δια τούτο μάλλον επάρατος όφις, το πρώτο και μέσο και τελευταίο κακό, ο πονηρός και εκτρέφων παντοτινά την χαμερπή και γήινη πονηριά, ο ακάματος επιτηρητής της πτέρνης, δηλαδή της απάτης, ο εφευρετικότατος και αμηχάνως ευμήχανος προς κάθε ασεβή δοξασία σοφιστής, δεν έχει καθόλου λησμονήσει την οικεία κακοτεχνία του. Τώρα λοιπόν εισάγει διά των Λατίνων, που είναι πειθήνια όργανά του, νέους περί Θεού όρους, οι οποίοι φαίνεται μεν να έχουν μικρά παραλλαγή, αλλά γίνονται αφορμές μεγάλων κακών, φέρουν πολλά δεινά, εκφυλιστικά της ευσεβείας και άτοπα, και δεικνύουν σε όλους φανερά ότι και το παραμικρό στα σχετικά με τον Θεό δεν είναι μικρό. Διότι εάν στα εγκόσμια όντα, αφού δοθεί αρχικώς ένα άτοπον, τα άτοπα γίνονται πολλά, πώς δεν θα γίνουν μάλλον πολλά τα ατοπήματα, αφού δοθεί ασεβώς ένα άηθες επί της κοινής των όλων αρχής και των σχετικών με αυτήν αναπόδεικτων αρχών;
Προς τα ατοπήματα αυτά θα εξέπιπτε και φανερώς το γένος των Λατίνων, αν το μεγαλύτερο μέρος της κακοδοξίας δεν αναιρείτο από εμάς αντιλέγοντας στην καινοφωνία του δόγματος. Πράγματι τόσο πολύ ενίοτε υποχωρούν, ώστε να λέγουν ότι έχουν την ίδια με εμάς γνώμη, διαφωνούντες μόνο στους λόγους, ψευδολογούντες προς τον εαυτόν τους λόγω της στεναχώρου θέσεώς τους. Αφού όμως εμείς δεν δεχόμεθα την ύπαρξιν του άγιου Πνεύματος ως προερχομένη και από την υπόστασιν του Υιού, εκείνοι δε την δέχονται και από την του Υιού, είναι εντελώς αδύνατο να καταλήγουμε και οι δύο σε μία έννοια· διότι είς είναι ο μονογενής και μία η ύπαρξις του Πνεύματος. Η απόφασις λοιπόν αντίκειται προς την κατάφασιν και πάντοτε είναι ψευδής η μία, εάν είναι αληθής η άλλη· και δεν είναι δυνατό να είμαστε στη αλήθεια, όταν περί του ιδίου πράγματος αποδώσουμε και αρνηθούμε το αυτό.[ΕΔΩ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Η ΑΡΧΗ ΚΑΙ Η ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΜΗ-ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΨΕΥΔΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΑΠΟΔΙΔΟΝΤΑΣ ΕΝ ΤΕΛΕΙ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΣΤΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ, ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΠΟΠΠΕΡ, ΤΟΥ ΣΟΡΟΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΣΑΝ ΤΟΝ ΑΝΑΠΟΔΟ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΔΑΙΜΟΝΟΠΟΙΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΔΙΑΒΑΛΛΟΝΤΑΣ ΤΗΝ]
Αλλά ότι πάντως όχι μόνον λέγουν αλλά και φρονούν τα αντίθετα προς εμάς, νομίζω ότι δεν θα αντιλέγει κανείς από τους ευ φρονούντων και μη ομοφρονούντων με εκείνους. Ότι δε αντιδογματίζουν όχι μόνον προς εμάς, αλλά και προς τον ίδιον τον λόγον της αληθείας, ο οποίος σε εμάς έχει διαφυλαχθεί αμείωτος και αναύξητος και εντελώς αμεταποίητος, όλοι εσείς τα γνωρίζετε ακριβώς και χωρίς απόδειξιν, εννοώ εσάς, το πλήρωμα των ευσεβών. Με τη βοήθεια του Θεού όμως τούτο θα δειχθεί και δι΄ αυτού του λόγου, ούτως ώστε «παν στόμα» που αντιλέγει να «φραχθεί» και οι αμφιρρέποντες να στηριχθούν προς μίαν ομολογίαν.
Αλλά, ω Θεέ του παντός, ο μόνος δότης και φύλακας της αληθινής θεολογίας και των σχετικών με αυτήν δογμάτων και όρων, η μόνη μοναρχικωτάτη Τριάς, όχι μόνον διότι μόνη άρχεις του παντός, αλλά και διότι έχεις μέσα σου (εν σεαυτή) μίαν μόνον υπεράρχιον αρχήν, την μόνην αναίτιον μονάδα, από την οποίαν προάγονται και εις την οποίαν ανάγονται αχρόνως και αναιτίως ο Υιός και το Πνεύμα, Πνεύμα το άγιον, το κύριον, που έχει την ύπαρξιν εκπορευτώς εκ Θεού Πατρός, και δι’ Υιού δίδεται και πέμπεται και φαίνεται στους ορθώς πιστεύοντας εις σέ· Υιέ μονογενές, ο οποίος έχεις την ύπαρξιν γεννητώς εκ Θεού Πατρός και δια του αγίου Πνεύματος διαμορφώνεσαι και κατοικείς και βλέπεσαι αοράτως μέσα στις καρδίες των πιστευόντων εις σέ· Πάτερ αγέννητε μόνε και ανεκπόρευτε, και με λίγα λόγια, αναίτιε, ο μόνος πατήρ των ανεκφοιτήτων και ομοτίμων σου φώτων, έν κράτος, μία δύναμις, η δημιουργός των κτιστών (ποιητών) και από την χείρα σου προερχομένων φώτων, η πάσης γνώσεως δοτείρα, η πολυειδείς ιδέες παραγάγουσα γνωστικών και γνωστών (γνωρίμων) πραγμάτων και που καταλλήλως και φυσικώς στους γινώσκοντες έθεσες τις γνώσεις. Στους μεν νοερούς απλές και απαθείς νοήσεις, στους δε αισθητούς πολυμερείς και παθητές αισθήσεις, και σε εμάς τους μικτούς αμφότερα [Οι πολυειδείς ιδέες των γνωστικών και γνωρίμων πραγμάτων, τίθενται από το Δημιουργό μέσα σ’ εκείνα που έχουν την ικανότητα να γνωρίζουν, με τρόπο φυσικό και κατάλληλο προς την ιδιαίτερη φύση τους. Γι’ αυτό στα νοερά όντα δίνονται απλές και «απαθείς» νοήσεις, στα αισθητά δίνονται πολυμερείς και «παθητές» αισθήσεις, ενώ στα μικτά από νου και αίσθηση δίνονται τόσο τα απλά και «απαθή», όσο τα πολυμερή και τα «παθητά»]· η (δύναμις) που με άφατο χρηστότητα χαρίζεις σε μόνα τα λογικά σου κτίσματα την περί σέ κατά το δυνατόν (εγχωρούν) γνώσιν, δώσε και σε εμάς τώρα πλέον την ικανότητα να θεολογήσουμε αρτίως ως προς εσέ ευαρέστως και συμφώνως προς εκείνους που σε ευαρέστησαν καθ’ όλους τους αιώνες με έργα και λόγους· ούτως ώστε και εκείνους που δεν θεολογούν ως προς εσέ θεαρέστως να ελέγξουμε, και εκείνους που σε ζητούν αληθινώς (εν αληθεία) να στηρίξουμε προς την αλήθειαν, για να σε αναγνωρίσουμε όλοι ως μίαν μόνην πηγαίαν θεότητα, τον μόνον Πατέρα και προβολέα, και τον Υιόν σου, ένα και μόνον Υιόν αλλ’ όχι και προβολέα, και το ένα άγιον Πνεύμα σου, και πρόβλημα (εκπόρευμα) μόνον, αλλ’ όχι και ποίημα· και να δοξάσουμε ένα Θεόν, εν μία μεν και απλή, πλουσία δε, ούτως ειπείν και άνετον θεότητα και να αντιδοξαζόμαστε από σε με πλουσία θέωσιν καί τρισσόφωτο φωτοχυσία, νυν και αεί και εις τους ακατάληπτους αιώνες. Αμήν.
Κοινή είναι βεβαίως η ευχή αυτή σε όλους όσοι σέβονται μίαν αρχήν. Σεις όμως, οι οποίοι δέχεσθε δύο αρχές επί της θεότητος, τί λέγετε; Τί σημασία έχει, αν δεν ισχυρίζεστε τούτο φανερά, αλλά συνάγεται αυτό από όσα λέγετε; Τοιαύτα είναι τα απόκρυφα (βαθέα) του Σατανά, τα του πονηρού μυστήρια, τα οποία ψιθυρίζει σε όσους τείνουν προς αυτόν τα ώτα, χωρίς να χαλαρώνει και παραλύει τον τόνο της φωνής, αλλά υποκρύπτων το βλαβερόν του νοήματος. Έτσι και στην Εύα, όπως νομίζω εγώ, ψιθύρισε.
Αλλ’ εμείς, διδαχθέντες από την θεοσοφία των Πατέρων να μην αγνοούμε τα νοήματα (εφευρήματα) αυτού, τα οποία είναι τελείως αφανή στους πολλούς κατά την αρχή, ποτέ δεν πρόκειται να σας δεχθούμε ως κοινωνούς, όσον χρόνο λέγετε ότι το Πνεύμα (είναι) και εκ του Υιού.
Άραγε διδάσκοντες έτσι, δεν προσθέτετε (διατελείτε προστίθεντες) φανερώς κατά πρώτον στην περί το άγιον και προσκυνητόν Πνεύμα αποκαλυπτική (εκφαντορική) θεολογία του Χριστού η οποία είναι η αυτοαλήθεια; Αυτού ο οποίος ενώ είναι προαιώνιος Θεός έγινε για εμάς και θεολόγος, ο οποίος ενώ είναι η ίδια η αλήθεια κατέστη από φιλανθρωπία προς χάριν μας κήρυξ της αλήθειας, ο οποίος ήλθε στον κόσμο διά τούτο ακριβώς, για να μαρτυρήσει χάριν της αληθείας, του οποίου την αληθινή φωνή αντιλαμβάνεται όποιος είναι από την μερίδα της αληθείας και ζητεί αυτήν πραγματικά;
Άραγε λοιπόν δεν έρχεσθε κατά πρώτον σε σύγκρουση με αυτόν που πρώτος εθεολόγησε κατ’ αυτόν τον τρόπον; «Το Πνεύμα της αληθείας, λέγει, το οποίον εκπορεύεται από τον Πατέρα» (Ιω. 15,26). Έπειτα (έρχεσθε σε αντίθεσιν) με τους μαθητές και αποστόλους του οι οποίοι υπήρξαν αυτόπτες και αυτήκοοι του, μάλλον δε πριν από αυτούς και με το ίδιο το άγιον Πνεύμα, το οποίον και ήλθε σύμφωνα με την επαγγελία που τους εδόθη από τον Σωτήρα, το οποίον και τους εδίδαξε τα πάντα, το οποίον όμως δεν τους εδίδαξε τούτο (που εσείς λέγετε): ότι (το Αγ. Πνεύμα) δεν εκπορεύεται από μόνον τον Πατέρα των φώτων, αλλά και από τον Υιόν. Διότι αν αυτό τους είχε διδάξει έτσι, αυτοί θα δίδασκαν και εμάς παρομοίως.
Πραγματικά, αφού εδιδάχθησαν και εφωτίσθησαν, απεστάλησαν και δια τούτο, για να διδάξουν όπως εδιδάχθησαν, για να φωτίσουν όπως εφωτίσθησαν, για να κηρύξουν με παρρησία (δημόσια) όσα συνέβη ν’ ακούσουν εις το ους, δηλαδή όχι εις επήκοον όλων, για να ειπούν στο φώς, δηλαδή φανερά σε όλους, όσα τους έχουν λεχθεί στο σκότος (εν τη σκοτία), όπως θα μπορούσα να πω εγώ, δι’ αποκαλύψεως εις υπέρφωτον γνόφον, έστω και παραβολικώς και ως σκοτεινός λόγος του Σολομώντος που καθίσταται σαφής σε όποιον μετέχει της σοφίας. Εάν θέλεις μάλιστα, η σκοτία (το σκότος) ας σημαίνει την ανακοίνωσιν της αληθείας ιδιαιτέρως (κατά μόνας) και αποκρύφως, χωρίς να γνωσθή στους πολλούς.
Για να επιστρέψουμε τώρα στο θέμα μας, πώς τολμάτε σεις να δέχεσθε τούτο, το οποίον δεν έχει λεχθεί από αυτούς που διεκήρυξαν με παρρησία και δημόσια την αλήθεια, το όποιον δεν ανήγγειλε το Πνεύμα που απάγγειλε πάσαν την αλήθειαν, το όποιον δεν εμαρτύρησε ούτε γνωστοποίησε αυτός ο γνωστοποιήσας όλα όσα άκουσε παρά του Πατρός στους αγαπητούς και ήλθε διά τούτο, για να μαρτυρήσει υπέρ της αληθείας;
Πώς τολμάτε να εισαγάγετε τόσον εκφυλιστική προσθήκη εις τον όρον της πίστεως, τον οποίον οι πρόκριτοι πατέρες συνέγραψαν πνευματοκινήτως σε κοινήν συνέλευσιν και παρέδωσαν σε όλους όσοι έχουν προτιμήσει να ορθοτομούν τον λόγον της αληθείας, ως σύμβολον αψευδούς γνώμης περί Πατρός και Υιού και άγιου Πνεύματος, βάσανον ειλικρινούς θεογνωσίας και ασφαλούς ομολογίας;
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου