ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
( Σημ. τ. μετ.: Ξεκινάμε – το πρώτο κεφάλαιο του έργου έχει ήδη αναρτηθή στο ιστολόγιό μας – τη μετάφραση αυτού τού βασικού κειμένου τής δυτικής ΄θεολογίας’ – ή: θεο-λογικής! Πιστεύοντας πως θα γνωρίσουμε καλύτερα και ‘εκ των έσω’ πώς πορεύεται σήμερα ‘θεο-λογικά’ η Δύση· η οποία φαίνεται πως κατέλαβε σε μεγάλον βαθμό, απολύτως στο επίπεδο των διοικούντων, δυστυχώς, την Εκκλησία, και εντελώς εκτεταμένα σε όλους σχεδόν τούς σιωπηλούς και αγνοούντες ή και απλώς φωνασκούντες υπόλοιπους χριστιανούς, και την καθ’ ημάς Ανατολή. Πιστεύουμε πως μόνο γνωρίζοντας καλά τί συμβαίνει, στα μυαλά ή και στις ψυχές τών ανθρώπων, θα μπορέσουμε, με τη χάρι τού Θεού, να απαντήσουμε και να απαντάμε την Αλήθεια της Πίστης μας, που είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός… )
Πρόλογος
Πρόλογος
Η δυσκολία σ’ αυτόν τον τελευταίο τόμο τής «Θεολογικής» ήταν, να διαφυλάξουμε την πλησμονή όσων θα μπορούσαμε να πούμε για το Άγιο Πνεύμα – γιατί σε ποιο κείμενο της πίστεως δεν είναι πολλαπλά, φανερά ή κρυμμένα, παρόν το Άγιο Πνεύμα; - μέσα στα δεδομένα απ’ το θέμα «Λογική» όρια. Είναι ο απαραίτητος «οδηγός» («εισαγωγέας») σε «κάθε αλήθεια» το Πνεύμα· και έπρεπε να διαπραγματευτούμε κάτω απ’ αυτήν την άποψη τα ανυπολογίστως πολλά πράγματα, που εμπίπτουν στον χώρο τής «κάθε αλήθειας» («πάσης αλήθειας»). Έπρεπε να συνοψίσουμε λοιπόν κάποια πράγματα, που θα απαιτούσαν και ένα ολόκληρο ακόμα βιβλίο, στα πλαίσια μιας περιορισμένης παραγράφου. Έπρεπε όμως ταυτόχρονα, να καθορίζουν οι βασικές τριαδικές όψεις τού Πνεύματος κάθε διαπραγμάτευση της ιστορίας τής σωτηρίας· συμπεριελήφθηκαν λοιπόν εδώ και ολοκληρώθηκαν με συνέπεια, θέματα που είχαν ήδη αναπτυχθή στους δυό προηγούμενους τόμους.
Ο Kossi K. Joseph Tossou διαπραγματεύτηκε ήδη σ’ ένα μεγάλο έργο (“Streben nach Vollendung. Zur Pneumatologie im Werk H.U.v.Balthasars” – «Πόθος για την τελειότητα. Συμβολή στην Πνευματολογία του Η.U.v.B.», Freiburger theologische Studien 125, Herder 1983, 556 σ.) το ίδιο θέμα, αναπτύσσοντάς το απ’ την ευρύτητα της γενικής θεολογικής θεματικής μου· ο παρών τόμος δεν καθιστά ωστόσο περιττή την πλούσια πληρότητα εκείνου τού έργου.
Aπ’ την πλημμυρίδα τών έργων για το Άγιο Πνεύμα, λάβαμε μόνον τα σημαντικότερα – κι σε σύντομες συχνά ‘κατατάξεις’ – υπ’ όψιν, έχοντας ως οδηγό τα λόγια τού Ιησού, πως το Πνεύμα «δεν θα μιλήση αφ’ εαυτού, αλλά θα λάβη απ’ τα δικά μου και θα σας τα ερμηνεύση»· και λέει για «τα δικά του», επειδή όσα ανήκουν στον Πατέρα ανήκουν και στον Υιό. Κι αυτή είναι η ενότητα του τριαδικού έργου τής σωτηρίας στην Εκκλησία και τον Κόσμο, που δεν εκφράζει παρά τον εσωτερικό προσωπικό θησαυρό τού αδιαίρετου ενός και μοναδικού Θεού.
Των αγίων Πάντων, 1986
1. ΠΩΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ
Πιστοί στον Ιωάννη τού προηγούμενου τόμου, μπορούμε να απαντήσουμε απλά και εκ των προτέρων, με την υπόσχεση του Ιησού το ερώτημά μας: «Όταν έρθη το Πνεύμα τής αληθείας, θα σας οδηγήση σε όλη την αλήθεια». «Δεν θα μιλήση όμως απ’ τον εαυτό του, αλλά θα πάρη απ’ τα δικά μου και θα σας τα αναγγείλη. Όλα όσα έχει ο Πατέρας, είναι δικά μου, γι’ αυτό και σας είπα: θα πάρη απ’ τα δικά μου και θα σας τα αναγγείλη» (Ιωάν. 16, 13 κ.ε.) (( Κατά λέξιν: «Έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ’ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι. Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα τής αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν· ου γαρ λαλήσει αφ’ εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούση λαλήσει, και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν. Εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν. Πάντα όσα έχει ο πατήρ εμά εστι· δια τούτο είπον ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν. μικρόν και ου θεωρείτέ με, και πάλιν μικρόν και όψεσθέ με, ότι εγώ υπάγω προς τον πατέρα.» )) . Ο περιεκτικός ορισμός τού Πνεύματος είναι η καθοδηγητική (κατατοπιστική!) ερμηνεία· και σ’ αυτήν την έννοια μπορούν να αναχθούν όλα τα πολυποίκιλα, όσα λέγονται γι’ αυτό στον Ιωάννη αλλά και στα κείμενα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Ο ενανθρωπήσας Υιός ήταν, όπως δείξαμε, η ‘κατάλληλη’ έκθεση του Πατέρα, που έμεινε όμως ένας κλειστός για τους ανθρώπους ‘χώρος’, όσο «δεν είχε έρθει ακόμα» το Πνεύμα (Ιωάν. 7, 35).
«Οφθαλμοφανώς συνέβη αυτό τη μέρα τής Πεντηκοστής. Γιατί δεν είχαν πριν απ’ αυτήν τη μέρα αυτό το ατελεύτητο ‘νόημα’ του Χριστού οι Απόστολοι· δεν γνώριζαν ακόμη, πως είναι αυτό η άπειρη ιστορία τού Θεού: είχαν πιστέψει σ’ αυτόν, αλλά όχι ακόμα σ’ αυτόν ως αυτή η άπειρη αλήθεια. Είχαν δη τους εχθρούς του, είχαν ακούσει τις διδασκαλίες του, τα είχαν γνωρίσει όλα αυτά, είχαν δη και θαύματα, και είχαν φθάσει έτσι (( ! )) στο να τον πιστέψουν. Αλλά επέπληττε σφοδρά ο ίδιος ο Χριστός εκείνους που ζητούσαν απ’ αυτόν θαύματα. ‘Το Πνεύμα’, έλεγε, ‘θα σας οδηγήση σε όλην την αλήθεια’» (Χέγκελ, Ιστορία τής φιλοσοφίας ΙΙΙ (1836) 134) (( Σε απόλυτη αναμονή τού Πνεύματος… )) .
Γι’ αυτό πρέπει να είναι Θεός το ίδιο το Πνεύμα, συμπεραίνουν οι Πατέρες· πώς θα μπορούσε να ερμηνεύση αλλιώς ως «Πνεύμα τής αληθείας» την «αλήθεια», η οποία και βρίσκεται στην αποκάλυψη του Πατρός μέσα απ’ τον Υιό; Θα πρέπη να βρίσκεται άρα ήδη μέσα σ’ αυτό το γεγονός του Λόγου, οι λόγοι του Υιού (και ήταν όλα σ’ αυτόν Λόγος) ήταν ήδη «πνεύμα και ζωή» (6, 63) (( Κατά λέξιν: «το πνεύμά εστι το ζωοποιούν, η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν· τα ρήματα ά εγώ λαλώ υμίν, πνεύμά εστι και ζωή εστιν.» )) . Αυτή η αδιαίρετη σχέση Λόγου και Πνεύματος στο γεγονός τής Αποκάλυψης θα αποδειχθή διεξοδικά. Έπρεπε να «τελειωθή» ωστόσο (Ιωάν. 19, 30) η ανθρώπινη ‘μοίρα’ τού Χριστού, για να μπορέση να ‘εκπνοηθή’ απ’ αυτόν το Πνεύμα και να ‘εισπνοηθή’ στον κόσμο (Ιωάν. 20, 22) (( Για την ακρίβεια: «είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς πάλιν· ειρήνη υμίν. καθώς απέσταλκέ με ο πατήρ, καγώ πέμπω υμάς. Και τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς· λάβετε Πνεύμα Άγιον· άν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, άν τινων κρατήτε, κεκράτηνται.» - Δεν πρόκειται όμως για το Άγιο Πνεύμα, το ‘τρίτο’ πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, το οποίο ως γνωστόν, κατέρχεται εν είδει πυρίνων φλογών στους κεκλεισμένους δια τον φόβον των Ιουδαίων στο υπερώο Μαθητές… )) . Ήταν και το κέντημα της λόγχης αναγκαίο (στη Σταύρωση…), για να ανοίξη η ‘καρδιά’ τού αποκαλύπτοντος Σώματος, έτσι ώστε να μπορή να καταθέτη τώρα, με νερό και αίμα (1 Ιωάν. 5, 6), την αληθινή απόδειξη για την αλήθεια της αποκαλυφθείσης απ’ τον Υιό αγάπης το Πνεύμα.
Δείξαμε διεξοδικά, ότι ο ενανθρωπήσας Υιός δεν φανερώθηκε μόνον ως Λόγος, αλλά φανέρωσε σε όλες τις φάσεις τής ενσάρκωσής του τη θεότητα. Γι’ αυτό και δεν θα ‘εκθέση’ απλώς μια διδασκαλία (ούτε βέβαια τα γράμματα της «Γραφής»), αλλά θα ‘εισάγη’ στα ζωντανά βάθη τών όσων συμβαίνουν ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό, στον υποστατικόν εκείνον χώρο το Πνεύμα. Μια τέτοια ‘εισαγωγή’ είναι αδύνατον να μοιάζη με κείνην ενός οδηγού σε μιαν ομάδα τουριστών (( ! )) , διαμέσου ενός αγνώστου τοπίου ή ενός εντυπωσιακού σπηλαίου με σταλακτίτες, αλλά μπορεί να συντελεσθή μόνον ‘εξομοιούμενη’ προς τη χριστολογική πραγματικότητα. Και αποκαλύπτεται έτσι ήδη η κεντρική ‘παύλεια’ άποψη (sic) αυτής τής ‘εισαγωγής’: μας καθιστά, στον αιώνιον Υιό υιούς: filii in Filio. Κάτι που μπορεί να εκφρασθή με το σχήμα τού Παύλου: «στον Χριστό», «στο Πνεύμα», η με την έκφραση του Ιωάννη: «Θα έρθουμε και θα κατοικήσουμε σ’ αυτόν» (Ιωάν. 14, 23). Και γίνεται έτσι ήδη ‘περιμετρικά’ (έστω…) σαφές, γιατί έχει το ιδιαίτερο όνομα «Άγιο Πνεύμα» το Πνεύμα, και γιατί μπορεί να ταυτιστή, αυτό που εμφανίζεται αλλιώς πάντοτε ως ο μάρτυρας της αληθείας και ο οδηγός σ’ αυτήν, και μπορεί να ονομάζεται μ’ αυτήν την έννοια «Πνεύμα τής αληθείας» (Ιωάν. 14, 17· 15, 26· 16, 13…), με την ίδιαν την αλήθεια: «Το Πνεύμα είναι η αλήθεια» (1 Ιωάν. 5,6): ο χώρος ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό, στον οποίον και οδηγεί, είναι από ορισμένην άποψη αυτό το ίδιο (( Τρέλλα, σκέτη τρέλλα… )) , και είναι η αγάπη, όπως θα αποδειχθή, ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό, αλλά με τέτοιον τρόπο, ώστε να είναι ταυτόχρονα ο καρπός (και άρα ο μάρτυράς τους).
Δεν πρέπει μόνον ποτέ να ξεχνάμε, ότι το ‘εξηγητικό’ Πνεύμα ενεργεί «λαμβάνοντας απ’ το δικό μου» (του Κυρίου…), που παραμένει ενσαρκωμένο. Γι’ αυτό και τελείται η μαρτυρία του μόνο μαζί με νερό και αίμα (το βάπτισμα και ο Σταυρός…). Κι αν εμφανίζεται ως ένα θεϊκό νερό για να πιούμε, ως ζωντανή πηγή στην αιώνια ζωή το Πνεύμα (Ιωάν. 7, 38…), τότε πρέπει να πίνουμε ταυτόχρονα και το ζωντανό αίμα τού Χριστού (Ιωάν. 6, 54 κ.ε.). Κι αυτό οδηγεί σε μιαν περαιτέρω ‘όψη’ τής εξήγησης ή εισαγωγής στην αλήθεια: ότι συντελείται δηλ. σ’ έναν συγκεκριμένον προπαντός χώρο, τον οποίον και ονομάζει Σώμα Χριστού ή Εκκλησία ο Παύλος, όπου και γνωρίζεται, ουσιωδώς μέσα απ’ το «Πνεύμα Θεού» και το «Πνεύμα Χριστού» (Ρωμ. 8, 9), ως αλήθεια το Άγιο Πνεύμα: «Όπου είναι η Εκκλησία, εκεί είναι και το Πνεύμα τού Θεού, κι όπου είναι το Πνεύμα τού Θεού, εκεί είναι και η Εκκλησία και όλη η χάρη· και το Πνεύμα είναι αλήθεια» (άγιος Ειρηναίος…) (( Σημ. τ. μετ.: Σήμερα λένε οι αιρετικοί επίσκοποι: Όπου είναι ο επίσκοπος, εκεί και η Εκκλησία, ταυτιζόμενοι με το Πνεύμα τού Θεού, το οποίο και ‘αναμεταδίδουν’ (!) ως Άγιο Πνεύμα και χάρη! Όμως ο Κύριος λέει: Εγώ ειμί η αλήθεια… Και στη Θεία Λειτουργία απαγγέλλουμε: Η χάρις τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και η αγάπη τού Πατρός, και η κοινωνία τού Αγίου Πνεύματος… Απίστευτες διαστρεβλώσεις, που έχουν να κάνουν με τη σωτηρία μας!... )) . Προσωρινά μπορεί να μείνη ‘ανοιχτό’, το πώς ορίζεται και ποια είναι τα όρια της Εκκλησίας· θα δείξουμε μόνον κάποιες πρώτες διαστάσεις τώρα. Μπορούν ωστόσο ήδη να τονισθούν δυό πράγματα εδώ: ότι η εισαγωγή τού ‘εκκλησιαστικού’ ανθρώπου στον χώρο τής ‘εσωθεϊκής’ αλήθειας μπορεί να εξηγηθή ως μια μεταβολή κυρίως στον χώρο τού Θεού· και πρέπει να κατανοηθή τότε, περισσότερο ως καθαρισμός, φωτισμός, ένωση και «θέωση» η ενέργεια του Πνεύματος, και μάλιστα εξίσου δια της κρίσεως όπως και με την αρετή: αυτό λένε οι Έλληνες· ή μπορεί να εξηγηθή ως ‘ενσωμάτωση’ μάλλον στο Σώμα τού Χριστού, μέχρι να γίνουν σάρκα μία ο νυμφίος και η νύμφη, ένα σώμα με πολλά μάλλον μέλη, όπως ο Χριστός, που αγαπά στο Σώμα του τον εαυτό του (Εφ. 5, 28 κ.ε.), “Ipsi sunt ego”: αυτό λέει ο Αυγουστίνος, και η Δύση που τον ακολουθεί. Συμπληρώνουν όμως τόσο πολύ η μια ‘όψη’ την άλλη, ώστε να μην υφίσταται μια περιεκτική διδασκαλία περί πνεύματος με την κάθε μιαν ξεχωριστά, έστω κι αν εκτιμάται ως περισσότερο θεολογική η πρώτη (Βασίλειος: το πνεύμα ανήκει στον Θεό, επειδή θεϊκώς αγιάζει), και περισσότερο ανθρωπολογική η δεύτερη ‘όψη’ (Αυγουστίνος: μας αποσπά απ’ την υποδούλωση, καθιστώντας μας ελεύθερα παιδιά τού Θεού στην Εκκλησία τού Χριστού, το πνεύμα τής θεϊκής ελευθερίας) (( Σημ. τ. μετ.: Θυμόμαστε εδώ την «ενότητα της Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία» που ‘διασαλπίζουν’ οι Οικουμενιστές, και βλέπουμε πώς την εννοούν απ’ την πλευρά τους οι ‘θεολόγοι’ τής Δύσης… )) . ‘Συντήκονται’ όμως και ιστορικά οι δυό ‘όψεις’, αν σκεφτούμε το πώς τονίζει την «ζωηφόρο πνευματική σάρκα» τού Χριστού ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, που δεν μπορεί καμμιά «θέωση» να την παραβλέψη (( μπράβο! μπράβο!... )) , κι αν ακούσουμε αντίθετα να λέη, «πως δεν μπορείτε να λάβετε το Πνεύμα, όσο παραμένετε στην ‘κατά σάρκαν’ γνώση τού Χριστού» ο Αυγουστίνος, του Χριστού «που ο ίδιος μάς λέει πως δεν θα έρθη, αν δεν ‘αναχωρήση’ αυτός, ο Παράκλητος σε μας». Κι αναγνωρίζουμε τη ‘συνάφεια’, ακούγοντας να λέη στον λόγο του περί Πνεύματος ο (Μέγας…) Βασίλειος: «Όπως ανυψωνόμαστε μέσα απ’ την αόρατη εικόνα (τον Χριστό) στη θέα τής μακάριας αρχικής εικόνας (τού Πατρός), έτσι είναι αχώριστα παρόν (στον Χριστό) το Πνεύμα τής κρίσεως ή κατανοήσεως, που παρέχει στον εαυτό του τη δύναμη της εικόνας (τον Χριστό) σε κείνους που χαίρονται στη θέα τής αλήθειας, επιτελώντας όχι ‘απ’ έξω’ τη θέαση, αλλά καθοδηγώντας εν τω εαυτώ του στην αλήθεια… Εν τω φωτί σου οψόμεθα φως: στον φωτισμό δηλ. του Πνεύματος… Φανερώνοντας έτσι στον εαυτό του (το Πνεύμα…) τη λαμπρότητα του Μονογενούς» (Περί Αγίου Πνεύματος, c 18…) (( Το ακριβές, πλήρες κείμενο: «Επειδή δέ διά δυνάμεως φωτιστικής τώ κάλλει τής τού Θεού τού αοράτου εικόνος ενατενίζομεν, καί δι’ αυτής αναγόμεθα επί τό υπέρκαλον τού αρχετύπου θέαμα, αυτού που (κάπου..) πάρεστιν αχωρίστως τό τής γνώσεως Πνεύμα, τήν εποπτικήν τής εικόνος δύναμιν εν εαυτώ παρεχόμενον τοίς τής αληθείας φιλοθεάμοσιν, ουκ έξωθεν τήν δείξιν ποιούμενον, αλλ’ εν εαυτώ εισάγον πρός τήν επίγνωσιν. Ως γάρ “Ουδείς οίδε τόν Πατέρα ει μή ο Υιός”, ούτως “Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, ει μή εν Πνεύματι Αγίω”. Ου γάρ, διά Πνεύματος, είρηται, αλλ’ εν Πνεύματι. Καί “Πνεύμα ο Θεός, καί τούς προσκυνούντας αυτόν εν Πνεύματι καί αληθεία δεί προσκυνείν”· καθώς γέγραπται· “Εν τώ φωτί σου οψόμεθα φώς”· τουτέστιν, εν τώ φωτισμώ τού Πνεύματος, “Φώς τό αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τόν κόσμον”. Ώστε εν εαυτώ δείκνυσι τήν δόξαν τού Μονογενούς, και τοίς αληθινοίς προσκυνηταίς εν εαυτώ τήν τού Θεού γνώσιν παρέχεται. Η τοίνυν οδός τής θεογνωσίας εστίν από ενός Πνεύματος, διά τού ενός Υιού, επί τόν ένα Πατέρα. Και τανάπαλιν, η φυσική αγαθότης, καί ο κατά φύσιν αγιασμός, καί τό βασιλικόν αξίωμα, εκ Πατρός, διά τού Μονογενούς, επί τό Πνεύμα διήκει. Ούτω καί αι υποστάσεις ομολογούνται, καί τό ευσεβές δόγμα τής μοναρχίας ου διαπίπτει. Οι δέ τήν υπαρίθμησιν εν τώ πρώτον καί δεύτερον καί τρίτον λέγειν τιθέμενοι γνωριζέσθωσαν τό πολύθεον τής ελληνικής πλάνης τή αχράντω θεολογία τών Χριστιανών επεισάγοντες. Εις ουδέν γάρ έτερον φέρει τής υπαριθμήσεως τό κακούργημα, ή ώστε πρώτον καί δεύτερον Θεόν καί τρίτον ομολογείν…» - Μεγ. Βασιλείου, Λόγος περί Αγίου Πνεύματος, κεφ. 18, πργρφ. 47. – ‘Φυσικά’, αυτά θα τα διαστρέψουν, λόγω απιστίας όπως λέει ο άγιος Κάλλιστος Αγγελικούδης, τόσο οι Λατίνοι, όσο και οι καθ’ ημάς ‘Λατίνοι’… )) .
Aν πρέπη να αντιστοιχούν όμως οι διαστάσεις τής οικονομικής δράσης τού Πνεύματος σε κείνες τού Υιού, και δεν μπορεί να περιοριστή στην Εκκλησία η δράση τού Υιού (( ! )), τίθεται το ερώτημα, κατά πόσον (μέχρι ποιο σημείο…) επιδρά και έξω απ’ την Εκκλησία ως ερμηνευτής τής τριαδικής αλήθειας το Άγιο Πνεύμα. Και το ερώτημα τίθεται για την Παλαιά κατ’ αρχάς Διαθήκη, όπου και εμφανίζονται εγγύς παράλληλα, και σχεδόν ταυτιζόμενα ενίοτε ο «Λόγος τού Θεού» και το «Πνεύμα τού Θεού» - εξαίρει ιδιαιτέρως το ότι μιλά το Πνεύμα μέσα απ’ τους προφήτες η ‘μεγάλη πίστη’. Περιέχει δε σαν ‘προσχέδια’ του αποκαλυφθέντος στον Χριστό μυστηρίου της Τριάδος η Παλιά Διαθήκη. Όμως δεν ‘αναπαύονται’ στον εαυτό τους η Παλαιά και ιδίως η Καινή Διαθήκη, αλλά ανοίγονται ιεραποστολικά προς όλους τούς λαούς, κι όπως υπάρχει ένας ‘σπερματικός λόγος’ (logos spermatikos) ανάμεσα στους λαούς, έτσι θά ’πρεπε να αποτιμηθή κι ένα ‘σπερματικό’ αντίστοιχα ‘πνεύμα’ (pneuma spermatikos) ανάμεσά τους. Και μπορούμε να δούμε τελικά πάνω απ’ αυτήν την κοσμοϊστορική προοπτική και μιαν ενέργεια του Πνεύματος στη σύνολη Δημιουργία, όπου και θα πρέπη να αναρωτηθούμε, αν μας επιτρέπεται η σκέψη για μιαν ιδιαιτερότητα ήδη τής κάθε υπόστασης, στην κοινή δράση τών θεϊκών υποστάσεων (Hypostasen) στο έργο τής Δημιουργίας (το οποίο και θα πραγματευτούμε στο 6ο μέρος) (( Σημ. τ. μετ.: Οι ‘άνθρωποι’ αυτοί γκρεμίζουν με το μυαλό τους κάθε αποκεκαλυμμένη αλήθεια· και είναι ‘φρικαλέο’ το πώς λένε ακριβώς τα ίδια (!) οι εδώ σε μας ‘αγαπολόγοι’ και ‘ενωσιολόγοι’, βασισμένοι στη μεγάλη δυστυχώς άγνοια ενός ακατήχητου πλέον και παραδομένου σχεδόν στον ‘σύγχρονον αυτόν κόσμο’ λαού· οι άγιοι Πατέρες, όπως μέχρι εντελώς πρόσφατα ο Άγιος Νεκτάριος, μιλούν για ‘σπερματικόν λόγο’ στους αρχαίους Έλληνες, και όχι σε όλους τούς λαούς· κι εμείς ‘δεχόμαστε’ τις επινοήσεις κάθε ΄γερμανικού’ μυαλού… )) .
Επιστρέφοντας ωστόσο πάλι στο κέντρο απ’ αυτές τις περιφερειακές ερωτήσεις, και παρατηρώντας τον ‘ρόλο’ (( ! )) τού Πνεύματος ως ‘ερμηνευτή’ τής αλήθειας, και ως συμμετέχοντος έτσι ουσιαστικά στη Θεο-λογική, ‘διακρίνονται’ και οι τελευταίοι προσδιορισμοί της δράσης του. Αν είναι ήδη άπειρη (ατελεύτητη…) η αλήθεια που εμφανίστηκε στον Χριστό (( Άλλη η αλήθεια, άλλος ο Χριστός!... )), εφ’ όσον «κρύβονται σ’ αυτόν όλοι οι θησαυροί τής σοφίας και της γνώσης» («εν ώ εισί πάντες οι θησαυροί τής σοφίας καί τής γνώσεως απόκρυφοι» - Κολ. 2, 3), δεν θα είναι αυτή η φαινομενικά περιορισμένη στον χρόνο και τον χώρο αλήθεια – «ολόκληρη η θεότητα σωματικώς» («ότι εν αυτώ κατοικεί πάν τό πλήρωμα τής θεότητος σωματικώς» - Κολ. 2, 9) – ‘αποκλεισμένη’ ως προς την ερμηνεία της δια μέσου τών χρόνων. Κι όχι με τον τρόπο, ώστε να εξηγούνται (σε συνοδικούς π.χ. ορισμούς) τα βασικά κατ’ αρχάς σημεία, και να ‘συζητούνται’ ξεκινώντας από εκεί μερικότερες πάντοτες απόψεις, αλλά να ανοίγονται μάλλον, ολοένα καινούργιες ματιές στο ατελεύτητο, όχι όμως και αόριστο, αλλά συγκεκριμένο Όλον, ‘όψεις’ που μπορούν να αναγνωρισθούν ή να βιωθούν, διανοητικά περισσότερο ή και αγαπητικά, τρόποι θέασης που φωτίζουν και κάνουν συνειδητές, αν το θέλη το Πνεύμα, εντελώς νέες ξαφνικά ‘πλευρές’ τής ατελεύτητης αλήθειας, ‘πλευρές’ που βρίσκονταν ήδη, απαρατήρητες κατά κάποιον τρόπο, στον πνευματικόν ορίζοντα της πίστεως και εμφανίζονται διαμιάς, για πρώτη φορά με το καινούργιο φως, στην καθαρή πράγματι συνείδηση (( Ένα ‘αριστούργημα’ της ‘ανήσυχης’ πάντοτε ανθρώπινης δράσης, με βοηθό το Πνεύμα!... )) . Είναι αληθινή η συχνά επαναλαμβανόμενη φράση, ότι υπάρχει πολύ περισσότερη αλήθεια στον Χριστό παρά στην πίστη τής Εκκλησίας (( της δικής τους προφανώς… )) , και πολύ περισσότερη επίσης αλήθεια στην πίστη τής Εκκλησίας παρά στα διαμορφωμένα δόγματα (Dogmen). Τα μεγάλα ‘χαρίσματα’ (Charismen), όπως αυτά ενός Αυγουστίνου, ενός Φραγκίσκου (τής Ασίζης…), ενός Ιγνάτιου (( προσοχή!... )) , μπορούν να δεχθούν ως δώρα εκ μέρους τού Πνεύματος, ‘ματιές’ στο κέντρο τής Αποκάλυψης (της Φανέρωσης…), οι οποίες και πλουτίζουν, εντελώς αναπάντεχα, για ‘πάντα’ ωστόσο την Εκκλησία. Και πρόκειται για χαρίσματα, στα οποία δεν ξεχωρίζουν η κατανόηση, η αγάπη και η διαδοχή. Γνωρίζουμε δε μ’ αυτά, ότι το Πνεύμα που ‘εξηγεί’ είναι ταυτόχρονα θεϊκή αγάπη και θεϊκή σοφία, και κατά κανέναν τρόπο απλώς θεωρία (Theorie), αλλά πάντοτε επίσης ζωντανή πράξη (Praxis).
Υπάρχει κι ένα τελευταίο (( ! )) , τυπικό χαρακτηριστικό τού Πνεύματος: απλώνει τη θεϊκή πληρότητα μόνο μ’ έναν τέτοιον τρόπο στο άπειρο, ώστε να την ενώνη πάλι και πάλι, και ολοένα περισσότερο (( καθαρή φαντασία, μιλάει για άλλα, ανύπαρκτα ίσως πράγματα… )) . Δεν αποκαλύπτει τίποτα το μοναδικό ή ιδιαίτερο, χωρίς να αφήση να λάμψη σ’ αυτό η ολότητα. Μια θεολογία, που θα διασκορπιζόταν στις ‘λεπτομέρειες’, μια πράξη, που θα προέβαλε μιαν άποψη αυτού που είναι χριστιανικό, δεν μπορεί να εμψυχώνεται απ’ το Πνεύμα. Η ταυτόχρονη εξάπλωση και αναδίπλωση των «κρυμμένων» στον Ιησού Χριστό «θησαυρών» εξαρτάται απολύτως απ’ τη μοναδικότητα και βεβαιότητα της υποστατικής ένωσης (Θεός και Άνθρωπος…), απ’ την οποίαν και εξαπλώνεται και προς την οποίαν και συγκεντρώνεται πάλι ο θησαυρός. «Θα λάβη απ’ τα δικά μου», λέει ο Κύριος για το Πνεύμα. Για τον ίδιον λόγο εκτείνεται ιεραποστολικά «μέχρι τα σύνορα της γης» η Εκκλησία τού Χριστού, κάτι που μπορεί όμως να το επιτελέση μόνον όταν ξανασυγκεντρώνεται πάλι και ταυτόχρονα στα ‘διασκορπιζόμενα’ αγαθά. Κι αυτό ισχύει εξίσου για τη σύνοψη της χριστιανικής ύπαρξης, καθώς και για τη μορφή τής εγγυημένης απ’ την Εκκλησία θεολογίας· κι απ’ αυτό το χριστολογικό ‘παράδοξο’ (Paradox) διαπιστώνουμε, αν εμπνέεται ή όχι απ’ το Άγιο Πνεύμα η χριστιανική ύπαρξη και η θεολογία.
Eφ’ όσον παρίσταται πάντοτε ‘ενεργητικά’ το Πνεύμα τού Θεού και του Χριστού, δεν μπορεί να κυριαρχή μια «απόλυτη», αλλά μια «σχετική» μόνον «εσχατολογία» στον χώρο τού χριστιανισμού (σ.σ.: Η διάκριση αυτή γίνεται απ’ τον Michael Theunissen, στο “Hegels Lehre vom absoluten Geist als theologisch-politischer Traktat” – «Η διδασκαλία τού Χέγκελ για το απόλυτο Πνεύμα ως θεολογικο-πολιτική συνθήκη», W. de Gruyter, Berlin 1970) . Η απόλυτη είναι παρούσα σε όλες τις μορφές τού ιουδαϊκού μεσσιανισμού, όπου και αναμένεται (ουτοπικά) να πραγματοποιηθή στο μέλλον κατ’ αρχάς, αλλάζοντας την αποξενωτική τώρα ανίερη κατάσταση, η αλήθεια (σ.σ.: Ο Theunissen το διασαφηνίζει αυτό με τον Μαρξ – «επιμελείς έρευνες δεν αφήνουν την παραμικρή πια αμφιβολία, για ένα ‘ρίζωμα’ του Μαρξ στη ριζοσπαστική εσχατολογία τού Ιουδαϊσμού» - , με τον Μπλοχ διεξοδικά, «κάτι που θα μπορούσαμε να το δείξουμε βασικά και στον Walter Benjamin ή τον Georg Lucats, αλλά και στους Horkheimer, Markuse και Adorno». Και «δεν έχει κατά κανέναν τρόπο απλώς ‘χοντρικά’ στοιχεία υπ’ όψιν του ο Jakob Taubes - στο “Abendlaendische Eschatologie”, «Εσχατολογία τής Δύσεως ή Εσπερίας», Bern 1947 - , όταν απεικονίζη αναφερόμενος στα ονόματα των Moses Hess, Karl Marx, Ferdinand Lassale, Rosa Luxemburg, Max Adler, Otto Bauer, Eduard Bernstein και Leo Trotzki την εκπληκτική συμμετοχή τού Ιουδαϊσμού στο ‘επαναστατικό κίνημα’») – ενώ έχει και μια ‘μοιρολατρική’ τάση να ‘σκοπεύη’ στην ίδιαν κατεύθυνση και η θεολογία τής απελευθέρωσης. Η «σχετική εσχατολογία» έχει αντίθετα το δυναμικό ‘πλεονέκτημα’, ότι ήταν και είναι παρόν το βασικό γεγονός τής σωτηρίας, κι ότι οδηγεί με δύναμη η παρουσία τού Πνεύματος τον κόσμο και την ιστορία προς το έσχατον (Eschaton) (πρβλ. Ρωμ. 8, όπου προσδίδουν κατ’ αρχάς οι «ανεκλάλητοι στεναγμοί τού Πνεύματος» την πλήρη και πιεστική ορμή στην ανεκπλήρωτη «ελπίδα) (( «αλλ’ αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις»… )) . Όταν λέη το Πνεύμα, ότι «θα αναγγείλη στους μαθητές τα μελλούμενα» (Ιωάν. 16, 13), εννοείται μ’ αυτό το σύνολο εκείνου που γίνεται κατ’ αρχάς και προσωρινά όπως σε κάτοπτρο και σε αίνιγμα αντιληπτό, και το ‘σημείο’ αυτό μαρτυρεί, ότι εργάζεται ήδη ο αληθινός και κυρίαρχος του μέλλοντος Θεός, ενώ δεν μπορούν να παραπέμψουν αληθινά στο μέλλον οι ψεύτικοι θεοί. Και αναλαμβάνει στην Καινή Διαθήκη το Άγιο Πνεύμα, ως η τρίτη ‘γνωστοποιημένη’ στους πιστούς θεία υπόσταση, το έργο να οδηγήση απ’ την πιστευθείσα και ελπιζόμενη, στην ερχόμενη και πλήρη αλήθεια της Διαθήκης ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο (( ! )) . Περιγράφηκε μ’ όλ’ αυτά κατ’ αρχάς το γιατί έχει την αναπαλλοτρίωτη θέση του το Πνεύμα στη Θεο-λογική. Η χριστιανική αλήθεια είναι τριαδική (( όλα διανοητικά… )), καθ’ όσον ο Ιησούς Χριστός, ο ενανθρωπήσας Υιός τού Πατρός, ενσαρκωθείς απ’ το Πνεύμα (( μόνο!! – Δεν υπάρχει η Θεοτόκος!! … )) και συνοδευμένος απ’ αυτό στη ζωή, τη δράση και το πάθος του, είναι ως ο λόγος τής αποκαλύψεως «η αλήθεια» (Ιωάν. 14, 6 – «λέγει αυτώ ο Ιησούς· εγώ ειμι η οδός καί η αλήθεια καί η ζωή· ουδείς έρχεται πρός τόν Πατέρα ει μή δι’ εμού. ει εγνώκειτέ με, καί τόν πατέρα μου εγνώκειτε άν. καί απ’ άρτι γινώσκετε αυτόν καί εωράκατε αυτόν». – Όπως πάντα, ‘κόβουν και ράβουν’ με την άνεση της υπερηφανείας τους… )) , καθώς παριστά επαρκώς, μέχρι και τον θάνατό του, την αγάπη τού Πατρός (( μιλούν πράγματι για κάτι το εντελώς άλλο απ’ τον αληθινό Θεό… )) . Αυτό ήταν και το κεντρικό θέμα του προηγούμενου τόμου. Καθ’ όσον αποστέλλει ο Πατήρ τον Υιό, τον οποίον ως αποκεκαλυμμένη αλήθεια θέλει, επιδοκιμάζει και συνοδεύει, μπορεί να ονομασθή και ο ίδιος ο Υιός «αληθινός». «Δεν ήρθα αφ’ εαυτού, αλλά ως ο απεσταλμένος εκείνου που είναι αληθινός» (Ιωάν. 7, 28 – «έκραξεν ούν εν τώ ιερώ διδάσκων ο Ιησούς καί λέγων· καμέ οίδατε, καί οίδατε πόθεν ειμί· καί απ’ εμαυτού ουκ ελήλυθα, αλλ’ έστιν αληθινός ο πέμψας με, όν υμείς ουκ οίδατε· εγώ οίδα αυτόν, ότι παρ’ αυτού ειμι κακείνός με απέστειλεν»… )) . Το επιγραμματικό, αν και αινιγματικό τέλος τής Α’ επιστολής τού Ιωάννη, παρουσιάζει τρεις φορές στον ίδιον στίχο τη λέξη «ο αληθινός», αναφερόμενη σίγουρα την πρώτη φορά στον Πατέρα, σίγουρα τη δεύτερη στον Υιό, ενώ μοιάζει να αναφέρεται και στους δυό ταυτόχρονα ή στον έναν απ’ τους δυό – στον Υιό πιθανώς – η τρίτη φορά: (Κατά λέξιν, μαζί με τον προηγούμενο στίχο…) «Οίδαμεν ότι πάς ο γεγεννημένος εκ τού Θεού ουχ αμαρτάνει, αλλ’ ο γεννηθείς εκ τού Θεού τηρεί εαυτόν, και ο πονηρός ουχ άπτεται αυτού. οίδαμεν ότι εκ τού Θεού εσμεν, καί ο κόσμος όλος εν τώ πονηρώ κείται. Οίδαμεν δέ ότι ο υιός τού Θεού ήκει και δέδωκεν ημίν διάνοιαν («ικανότητα», μεταφράζει ο Μπ. …) ίνα γινώσκομεν τόν αληθινόν· καί εσμεν εν τώ αληθινώ, εν τώ υιώ αυτού Ιησού Χριστώ· ούτός εστιν ο αληθινός Θεός καί ζωή αιώνιος» (Α’ Ιωάν. 5, 20). Είναι λοιπόν στ’ αλήθεια ο πιστός ερμηνευτής (( δεν πιστεύουν!... )) τού Πατρός ο Υιός, όχι μόνον επειδή ‘αποδίδει’ ακριβώς τον Λόγο του (Logos) με ανθρώπινα λόγια, αλλά και με το ότι είναι «το αληθινό φως» (1, 9 - «τό φώς τό αληθινόν»…), «ο αληθινός άρτος» (6, 32 – «αμήν, αμήν λέγω υμίν, ου Μωυσής δέδωκεν υμίν τόν άρτον εκ τού ουρανού, αλλ’ ο πατήρ μου δίδωσιν υμίν τόν άρτον εκ τού ουρανού τόν αληθινόν. ο γάρ άρτος τού Θεού εστιν ο καταβαίνων εκ τού ουρανού και ζωήν διδούς τώ κόσμω»…), «η αληθινή κρίση» (8,16), «η αληθινή άμπελος» (15, 3)· είναι σε όλ’ αυτά η αλήθεια του Θεού με μορφή τού κόσμου. Δεν θα μας είχαν αποκαλυφθή ωστόσο όλ’ αυτά, αν δεν μας είχε δοθή «το Πνεύμα τής αληθείας» (Ιωάν. 14, 17 – 15, 26 – 16, 13), για να μπορέσουμε να γνωρίσουμε, όπως λέει ο Παύλος, μαζί του «τα βάθη τού Θεού», που μόνον το Πνεύμα εξερευνά· «γιατί δεν δεχθήκαμε το πνεύμα του κόσμου, αλλά το Πνεύμα που είναι απ’ τον Θεό, για να γνωρίσουμε, τί μάς έχει δωρηθή απ’ τον Θεό» (Α’ Κορ. 2, 11 κ.ε. – «τό γάρ Πνεύμα πάντα ερευνά, καί τά βάθη τού Θεού. Τίς γάρ οίδε ανθρώπων τά τού ανθρώπου ει μή τό πνεύμα τού ανθρώπου τό εν αυτώ; Ούτω καί τά τού Θεού ουδείς οίδε ει μή τό Πνεύμα τού Θεού. Ημείς δέ ου τό πνεύμα τού κόσμου ελάβομεν, αλλά τό Πνεύμα τό εκ τού Θεού, ίνα ειδώμεν τά υπό τού Θεού χαρισθέντα ημίν· ά καί λαλούμεν ουκ εν διδακτοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν διδακτοίς Πνεύματος Αγίου, πνευματικοίς πνευματικά συγκρίνοντες…») , και να μπορούμε να διακρίνουμε αντίστοιχα τα (διάφορα…) πνεύματα: «το πνεύμα τής αληθείας και το πνεύμα τής πλάνης» (Α’ Ιωάν. 4, 6 – «ημείς εκ τού Θεού εσμεν· ο γινώσκων τόν Θεόν ακούει ημών· ός ουκ έστιν εκ τού Θεού ουκ ακούει ημών. εκ τούτου γινώσκομεν τό πνεύμα τής αληθείας καί τό πνεύμα τής πλάνης»), και να μπορούμε να αναγνωρίζουμε το ότι παραμένει ο Ιησούς σε μας: «Το ότι μένει σε μας το γνωρίζουμε στο (με το…) Πνεύμα, που μας έχει δώσει» (Α’ Ιωάν. 3, 24 – «καί ο τηρών τάς εντολάς αυτού εν αυτώ μένει καί αυτός εν αυτώ. Καί εν τούτω γινώσκομεν ότι μένει εν ημίν, εκ τού Πνεύματος ού ημίν έδωκεν»). Σε όλα αυτά είναι – αρνητικά και θετικά – ο απαραίτητος ‘ερμηνευτής’ τής τριαδικής αλήθειας το Πνεύμα, το οριστικό άρα, σε όλες τις αποδοθείσες σ’ αυτό λειτουργίες, αντικείμενο της θεο-λογικής.
Ο Kossi K. Joseph Tossou διαπραγματεύτηκε ήδη σ’ ένα μεγάλο έργο (“Streben nach Vollendung. Zur Pneumatologie im Werk H.U.v.Balthasars” – «Πόθος για την τελειότητα. Συμβολή στην Πνευματολογία του Η.U.v.B.», Freiburger theologische Studien 125, Herder 1983, 556 σ.) το ίδιο θέμα, αναπτύσσοντάς το απ’ την ευρύτητα της γενικής θεολογικής θεματικής μου· ο παρών τόμος δεν καθιστά ωστόσο περιττή την πλούσια πληρότητα εκείνου τού έργου.
Aπ’ την πλημμυρίδα τών έργων για το Άγιο Πνεύμα, λάβαμε μόνον τα σημαντικότερα – κι σε σύντομες συχνά ‘κατατάξεις’ – υπ’ όψιν, έχοντας ως οδηγό τα λόγια τού Ιησού, πως το Πνεύμα «δεν θα μιλήση αφ’ εαυτού, αλλά θα λάβη απ’ τα δικά μου και θα σας τα ερμηνεύση»· και λέει για «τα δικά του», επειδή όσα ανήκουν στον Πατέρα ανήκουν και στον Υιό. Κι αυτή είναι η ενότητα του τριαδικού έργου τής σωτηρίας στην Εκκλησία και τον Κόσμο, που δεν εκφράζει παρά τον εσωτερικό προσωπικό θησαυρό τού αδιαίρετου ενός και μοναδικού Θεού.
Των αγίων Πάντων, 1986
1. ΠΩΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ
Πιστοί στον Ιωάννη τού προηγούμενου τόμου, μπορούμε να απαντήσουμε απλά και εκ των προτέρων, με την υπόσχεση του Ιησού το ερώτημά μας: «Όταν έρθη το Πνεύμα τής αληθείας, θα σας οδηγήση σε όλη την αλήθεια». «Δεν θα μιλήση όμως απ’ τον εαυτό του, αλλά θα πάρη απ’ τα δικά μου και θα σας τα αναγγείλη. Όλα όσα έχει ο Πατέρας, είναι δικά μου, γι’ αυτό και σας είπα: θα πάρη απ’ τα δικά μου και θα σας τα αναγγείλη» (Ιωάν. 16, 13 κ.ε.) (( Κατά λέξιν: «Έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ’ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι. Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα τής αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν· ου γαρ λαλήσει αφ’ εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούση λαλήσει, και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν. Εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν. Πάντα όσα έχει ο πατήρ εμά εστι· δια τούτο είπον ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν. μικρόν και ου θεωρείτέ με, και πάλιν μικρόν και όψεσθέ με, ότι εγώ υπάγω προς τον πατέρα.» )) . Ο περιεκτικός ορισμός τού Πνεύματος είναι η καθοδηγητική (κατατοπιστική!) ερμηνεία· και σ’ αυτήν την έννοια μπορούν να αναχθούν όλα τα πολυποίκιλα, όσα λέγονται γι’ αυτό στον Ιωάννη αλλά και στα κείμενα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Ο ενανθρωπήσας Υιός ήταν, όπως δείξαμε, η ‘κατάλληλη’ έκθεση του Πατέρα, που έμεινε όμως ένας κλειστός για τους ανθρώπους ‘χώρος’, όσο «δεν είχε έρθει ακόμα» το Πνεύμα (Ιωάν. 7, 35).
«Οφθαλμοφανώς συνέβη αυτό τη μέρα τής Πεντηκοστής. Γιατί δεν είχαν πριν απ’ αυτήν τη μέρα αυτό το ατελεύτητο ‘νόημα’ του Χριστού οι Απόστολοι· δεν γνώριζαν ακόμη, πως είναι αυτό η άπειρη ιστορία τού Θεού: είχαν πιστέψει σ’ αυτόν, αλλά όχι ακόμα σ’ αυτόν ως αυτή η άπειρη αλήθεια. Είχαν δη τους εχθρούς του, είχαν ακούσει τις διδασκαλίες του, τα είχαν γνωρίσει όλα αυτά, είχαν δη και θαύματα, και είχαν φθάσει έτσι (( ! )) στο να τον πιστέψουν. Αλλά επέπληττε σφοδρά ο ίδιος ο Χριστός εκείνους που ζητούσαν απ’ αυτόν θαύματα. ‘Το Πνεύμα’, έλεγε, ‘θα σας οδηγήση σε όλην την αλήθεια’» (Χέγκελ, Ιστορία τής φιλοσοφίας ΙΙΙ (1836) 134) (( Σε απόλυτη αναμονή τού Πνεύματος… )) .
Γι’ αυτό πρέπει να είναι Θεός το ίδιο το Πνεύμα, συμπεραίνουν οι Πατέρες· πώς θα μπορούσε να ερμηνεύση αλλιώς ως «Πνεύμα τής αληθείας» την «αλήθεια», η οποία και βρίσκεται στην αποκάλυψη του Πατρός μέσα απ’ τον Υιό; Θα πρέπη να βρίσκεται άρα ήδη μέσα σ’ αυτό το γεγονός του Λόγου, οι λόγοι του Υιού (και ήταν όλα σ’ αυτόν Λόγος) ήταν ήδη «πνεύμα και ζωή» (6, 63) (( Κατά λέξιν: «το πνεύμά εστι το ζωοποιούν, η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν· τα ρήματα ά εγώ λαλώ υμίν, πνεύμά εστι και ζωή εστιν.» )) . Αυτή η αδιαίρετη σχέση Λόγου και Πνεύματος στο γεγονός τής Αποκάλυψης θα αποδειχθή διεξοδικά. Έπρεπε να «τελειωθή» ωστόσο (Ιωάν. 19, 30) η ανθρώπινη ‘μοίρα’ τού Χριστού, για να μπορέση να ‘εκπνοηθή’ απ’ αυτόν το Πνεύμα και να ‘εισπνοηθή’ στον κόσμο (Ιωάν. 20, 22) (( Για την ακρίβεια: «είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς πάλιν· ειρήνη υμίν. καθώς απέσταλκέ με ο πατήρ, καγώ πέμπω υμάς. Και τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς· λάβετε Πνεύμα Άγιον· άν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, άν τινων κρατήτε, κεκράτηνται.» - Δεν πρόκειται όμως για το Άγιο Πνεύμα, το ‘τρίτο’ πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, το οποίο ως γνωστόν, κατέρχεται εν είδει πυρίνων φλογών στους κεκλεισμένους δια τον φόβον των Ιουδαίων στο υπερώο Μαθητές… )) . Ήταν και το κέντημα της λόγχης αναγκαίο (στη Σταύρωση…), για να ανοίξη η ‘καρδιά’ τού αποκαλύπτοντος Σώματος, έτσι ώστε να μπορή να καταθέτη τώρα, με νερό και αίμα (1 Ιωάν. 5, 6), την αληθινή απόδειξη για την αλήθεια της αποκαλυφθείσης απ’ τον Υιό αγάπης το Πνεύμα.
Δείξαμε διεξοδικά, ότι ο ενανθρωπήσας Υιός δεν φανερώθηκε μόνον ως Λόγος, αλλά φανέρωσε σε όλες τις φάσεις τής ενσάρκωσής του τη θεότητα. Γι’ αυτό και δεν θα ‘εκθέση’ απλώς μια διδασκαλία (ούτε βέβαια τα γράμματα της «Γραφής»), αλλά θα ‘εισάγη’ στα ζωντανά βάθη τών όσων συμβαίνουν ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό, στον υποστατικόν εκείνον χώρο το Πνεύμα. Μια τέτοια ‘εισαγωγή’ είναι αδύνατον να μοιάζη με κείνην ενός οδηγού σε μιαν ομάδα τουριστών (( ! )) , διαμέσου ενός αγνώστου τοπίου ή ενός εντυπωσιακού σπηλαίου με σταλακτίτες, αλλά μπορεί να συντελεσθή μόνον ‘εξομοιούμενη’ προς τη χριστολογική πραγματικότητα. Και αποκαλύπτεται έτσι ήδη η κεντρική ‘παύλεια’ άποψη (sic) αυτής τής ‘εισαγωγής’: μας καθιστά, στον αιώνιον Υιό υιούς: filii in Filio. Κάτι που μπορεί να εκφρασθή με το σχήμα τού Παύλου: «στον Χριστό», «στο Πνεύμα», η με την έκφραση του Ιωάννη: «Θα έρθουμε και θα κατοικήσουμε σ’ αυτόν» (Ιωάν. 14, 23). Και γίνεται έτσι ήδη ‘περιμετρικά’ (έστω…) σαφές, γιατί έχει το ιδιαίτερο όνομα «Άγιο Πνεύμα» το Πνεύμα, και γιατί μπορεί να ταυτιστή, αυτό που εμφανίζεται αλλιώς πάντοτε ως ο μάρτυρας της αληθείας και ο οδηγός σ’ αυτήν, και μπορεί να ονομάζεται μ’ αυτήν την έννοια «Πνεύμα τής αληθείας» (Ιωάν. 14, 17· 15, 26· 16, 13…), με την ίδιαν την αλήθεια: «Το Πνεύμα είναι η αλήθεια» (1 Ιωάν. 5,6): ο χώρος ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό, στον οποίον και οδηγεί, είναι από ορισμένην άποψη αυτό το ίδιο (( Τρέλλα, σκέτη τρέλλα… )) , και είναι η αγάπη, όπως θα αποδειχθή, ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό, αλλά με τέτοιον τρόπο, ώστε να είναι ταυτόχρονα ο καρπός (και άρα ο μάρτυράς τους).
Δεν πρέπει μόνον ποτέ να ξεχνάμε, ότι το ‘εξηγητικό’ Πνεύμα ενεργεί «λαμβάνοντας απ’ το δικό μου» (του Κυρίου…), που παραμένει ενσαρκωμένο. Γι’ αυτό και τελείται η μαρτυρία του μόνο μαζί με νερό και αίμα (το βάπτισμα και ο Σταυρός…). Κι αν εμφανίζεται ως ένα θεϊκό νερό για να πιούμε, ως ζωντανή πηγή στην αιώνια ζωή το Πνεύμα (Ιωάν. 7, 38…), τότε πρέπει να πίνουμε ταυτόχρονα και το ζωντανό αίμα τού Χριστού (Ιωάν. 6, 54 κ.ε.). Κι αυτό οδηγεί σε μιαν περαιτέρω ‘όψη’ τής εξήγησης ή εισαγωγής στην αλήθεια: ότι συντελείται δηλ. σ’ έναν συγκεκριμένον προπαντός χώρο, τον οποίον και ονομάζει Σώμα Χριστού ή Εκκλησία ο Παύλος, όπου και γνωρίζεται, ουσιωδώς μέσα απ’ το «Πνεύμα Θεού» και το «Πνεύμα Χριστού» (Ρωμ. 8, 9), ως αλήθεια το Άγιο Πνεύμα: «Όπου είναι η Εκκλησία, εκεί είναι και το Πνεύμα τού Θεού, κι όπου είναι το Πνεύμα τού Θεού, εκεί είναι και η Εκκλησία και όλη η χάρη· και το Πνεύμα είναι αλήθεια» (άγιος Ειρηναίος…) (( Σημ. τ. μετ.: Σήμερα λένε οι αιρετικοί επίσκοποι: Όπου είναι ο επίσκοπος, εκεί και η Εκκλησία, ταυτιζόμενοι με το Πνεύμα τού Θεού, το οποίο και ‘αναμεταδίδουν’ (!) ως Άγιο Πνεύμα και χάρη! Όμως ο Κύριος λέει: Εγώ ειμί η αλήθεια… Και στη Θεία Λειτουργία απαγγέλλουμε: Η χάρις τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και η αγάπη τού Πατρός, και η κοινωνία τού Αγίου Πνεύματος… Απίστευτες διαστρεβλώσεις, που έχουν να κάνουν με τη σωτηρία μας!... )) . Προσωρινά μπορεί να μείνη ‘ανοιχτό’, το πώς ορίζεται και ποια είναι τα όρια της Εκκλησίας· θα δείξουμε μόνον κάποιες πρώτες διαστάσεις τώρα. Μπορούν ωστόσο ήδη να τονισθούν δυό πράγματα εδώ: ότι η εισαγωγή τού ‘εκκλησιαστικού’ ανθρώπου στον χώρο τής ‘εσωθεϊκής’ αλήθειας μπορεί να εξηγηθή ως μια μεταβολή κυρίως στον χώρο τού Θεού· και πρέπει να κατανοηθή τότε, περισσότερο ως καθαρισμός, φωτισμός, ένωση και «θέωση» η ενέργεια του Πνεύματος, και μάλιστα εξίσου δια της κρίσεως όπως και με την αρετή: αυτό λένε οι Έλληνες· ή μπορεί να εξηγηθή ως ‘ενσωμάτωση’ μάλλον στο Σώμα τού Χριστού, μέχρι να γίνουν σάρκα μία ο νυμφίος και η νύμφη, ένα σώμα με πολλά μάλλον μέλη, όπως ο Χριστός, που αγαπά στο Σώμα του τον εαυτό του (Εφ. 5, 28 κ.ε.), “Ipsi sunt ego”: αυτό λέει ο Αυγουστίνος, και η Δύση που τον ακολουθεί. Συμπληρώνουν όμως τόσο πολύ η μια ‘όψη’ την άλλη, ώστε να μην υφίσταται μια περιεκτική διδασκαλία περί πνεύματος με την κάθε μιαν ξεχωριστά, έστω κι αν εκτιμάται ως περισσότερο θεολογική η πρώτη (Βασίλειος: το πνεύμα ανήκει στον Θεό, επειδή θεϊκώς αγιάζει), και περισσότερο ανθρωπολογική η δεύτερη ‘όψη’ (Αυγουστίνος: μας αποσπά απ’ την υποδούλωση, καθιστώντας μας ελεύθερα παιδιά τού Θεού στην Εκκλησία τού Χριστού, το πνεύμα τής θεϊκής ελευθερίας) (( Σημ. τ. μετ.: Θυμόμαστε εδώ την «ενότητα της Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία» που ‘διασαλπίζουν’ οι Οικουμενιστές, και βλέπουμε πώς την εννοούν απ’ την πλευρά τους οι ‘θεολόγοι’ τής Δύσης… )) . ‘Συντήκονται’ όμως και ιστορικά οι δυό ‘όψεις’, αν σκεφτούμε το πώς τονίζει την «ζωηφόρο πνευματική σάρκα» τού Χριστού ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, που δεν μπορεί καμμιά «θέωση» να την παραβλέψη (( μπράβο! μπράβο!... )) , κι αν ακούσουμε αντίθετα να λέη, «πως δεν μπορείτε να λάβετε το Πνεύμα, όσο παραμένετε στην ‘κατά σάρκαν’ γνώση τού Χριστού» ο Αυγουστίνος, του Χριστού «που ο ίδιος μάς λέει πως δεν θα έρθη, αν δεν ‘αναχωρήση’ αυτός, ο Παράκλητος σε μας». Κι αναγνωρίζουμε τη ‘συνάφεια’, ακούγοντας να λέη στον λόγο του περί Πνεύματος ο (Μέγας…) Βασίλειος: «Όπως ανυψωνόμαστε μέσα απ’ την αόρατη εικόνα (τον Χριστό) στη θέα τής μακάριας αρχικής εικόνας (τού Πατρός), έτσι είναι αχώριστα παρόν (στον Χριστό) το Πνεύμα τής κρίσεως ή κατανοήσεως, που παρέχει στον εαυτό του τη δύναμη της εικόνας (τον Χριστό) σε κείνους που χαίρονται στη θέα τής αλήθειας, επιτελώντας όχι ‘απ’ έξω’ τη θέαση, αλλά καθοδηγώντας εν τω εαυτώ του στην αλήθεια… Εν τω φωτί σου οψόμεθα φως: στον φωτισμό δηλ. του Πνεύματος… Φανερώνοντας έτσι στον εαυτό του (το Πνεύμα…) τη λαμπρότητα του Μονογενούς» (Περί Αγίου Πνεύματος, c 18…) (( Το ακριβές, πλήρες κείμενο: «Επειδή δέ διά δυνάμεως φωτιστικής τώ κάλλει τής τού Θεού τού αοράτου εικόνος ενατενίζομεν, καί δι’ αυτής αναγόμεθα επί τό υπέρκαλον τού αρχετύπου θέαμα, αυτού που (κάπου..) πάρεστιν αχωρίστως τό τής γνώσεως Πνεύμα, τήν εποπτικήν τής εικόνος δύναμιν εν εαυτώ παρεχόμενον τοίς τής αληθείας φιλοθεάμοσιν, ουκ έξωθεν τήν δείξιν ποιούμενον, αλλ’ εν εαυτώ εισάγον πρός τήν επίγνωσιν. Ως γάρ “Ουδείς οίδε τόν Πατέρα ει μή ο Υιός”, ούτως “Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, ει μή εν Πνεύματι Αγίω”. Ου γάρ, διά Πνεύματος, είρηται, αλλ’ εν Πνεύματι. Καί “Πνεύμα ο Θεός, καί τούς προσκυνούντας αυτόν εν Πνεύματι καί αληθεία δεί προσκυνείν”· καθώς γέγραπται· “Εν τώ φωτί σου οψόμεθα φώς”· τουτέστιν, εν τώ φωτισμώ τού Πνεύματος, “Φώς τό αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τόν κόσμον”. Ώστε εν εαυτώ δείκνυσι τήν δόξαν τού Μονογενούς, και τοίς αληθινοίς προσκυνηταίς εν εαυτώ τήν τού Θεού γνώσιν παρέχεται. Η τοίνυν οδός τής θεογνωσίας εστίν από ενός Πνεύματος, διά τού ενός Υιού, επί τόν ένα Πατέρα. Και τανάπαλιν, η φυσική αγαθότης, καί ο κατά φύσιν αγιασμός, καί τό βασιλικόν αξίωμα, εκ Πατρός, διά τού Μονογενούς, επί τό Πνεύμα διήκει. Ούτω καί αι υποστάσεις ομολογούνται, καί τό ευσεβές δόγμα τής μοναρχίας ου διαπίπτει. Οι δέ τήν υπαρίθμησιν εν τώ πρώτον καί δεύτερον καί τρίτον λέγειν τιθέμενοι γνωριζέσθωσαν τό πολύθεον τής ελληνικής πλάνης τή αχράντω θεολογία τών Χριστιανών επεισάγοντες. Εις ουδέν γάρ έτερον φέρει τής υπαριθμήσεως τό κακούργημα, ή ώστε πρώτον καί δεύτερον Θεόν καί τρίτον ομολογείν…» - Μεγ. Βασιλείου, Λόγος περί Αγίου Πνεύματος, κεφ. 18, πργρφ. 47. – ‘Φυσικά’, αυτά θα τα διαστρέψουν, λόγω απιστίας όπως λέει ο άγιος Κάλλιστος Αγγελικούδης, τόσο οι Λατίνοι, όσο και οι καθ’ ημάς ‘Λατίνοι’… )) .
Aν πρέπη να αντιστοιχούν όμως οι διαστάσεις τής οικονομικής δράσης τού Πνεύματος σε κείνες τού Υιού, και δεν μπορεί να περιοριστή στην Εκκλησία η δράση τού Υιού (( ! )), τίθεται το ερώτημα, κατά πόσον (μέχρι ποιο σημείο…) επιδρά και έξω απ’ την Εκκλησία ως ερμηνευτής τής τριαδικής αλήθειας το Άγιο Πνεύμα. Και το ερώτημα τίθεται για την Παλαιά κατ’ αρχάς Διαθήκη, όπου και εμφανίζονται εγγύς παράλληλα, και σχεδόν ταυτιζόμενα ενίοτε ο «Λόγος τού Θεού» και το «Πνεύμα τού Θεού» - εξαίρει ιδιαιτέρως το ότι μιλά το Πνεύμα μέσα απ’ τους προφήτες η ‘μεγάλη πίστη’. Περιέχει δε σαν ‘προσχέδια’ του αποκαλυφθέντος στον Χριστό μυστηρίου της Τριάδος η Παλιά Διαθήκη. Όμως δεν ‘αναπαύονται’ στον εαυτό τους η Παλαιά και ιδίως η Καινή Διαθήκη, αλλά ανοίγονται ιεραποστολικά προς όλους τούς λαούς, κι όπως υπάρχει ένας ‘σπερματικός λόγος’ (logos spermatikos) ανάμεσα στους λαούς, έτσι θά ’πρεπε να αποτιμηθή κι ένα ‘σπερματικό’ αντίστοιχα ‘πνεύμα’ (pneuma spermatikos) ανάμεσά τους. Και μπορούμε να δούμε τελικά πάνω απ’ αυτήν την κοσμοϊστορική προοπτική και μιαν ενέργεια του Πνεύματος στη σύνολη Δημιουργία, όπου και θα πρέπη να αναρωτηθούμε, αν μας επιτρέπεται η σκέψη για μιαν ιδιαιτερότητα ήδη τής κάθε υπόστασης, στην κοινή δράση τών θεϊκών υποστάσεων (Hypostasen) στο έργο τής Δημιουργίας (το οποίο και θα πραγματευτούμε στο 6ο μέρος) (( Σημ. τ. μετ.: Οι ‘άνθρωποι’ αυτοί γκρεμίζουν με το μυαλό τους κάθε αποκεκαλυμμένη αλήθεια· και είναι ‘φρικαλέο’ το πώς λένε ακριβώς τα ίδια (!) οι εδώ σε μας ‘αγαπολόγοι’ και ‘ενωσιολόγοι’, βασισμένοι στη μεγάλη δυστυχώς άγνοια ενός ακατήχητου πλέον και παραδομένου σχεδόν στον ‘σύγχρονον αυτόν κόσμο’ λαού· οι άγιοι Πατέρες, όπως μέχρι εντελώς πρόσφατα ο Άγιος Νεκτάριος, μιλούν για ‘σπερματικόν λόγο’ στους αρχαίους Έλληνες, και όχι σε όλους τούς λαούς· κι εμείς ‘δεχόμαστε’ τις επινοήσεις κάθε ΄γερμανικού’ μυαλού… )) .
Επιστρέφοντας ωστόσο πάλι στο κέντρο απ’ αυτές τις περιφερειακές ερωτήσεις, και παρατηρώντας τον ‘ρόλο’ (( ! )) τού Πνεύματος ως ‘ερμηνευτή’ τής αλήθειας, και ως συμμετέχοντος έτσι ουσιαστικά στη Θεο-λογική, ‘διακρίνονται’ και οι τελευταίοι προσδιορισμοί της δράσης του. Αν είναι ήδη άπειρη (ατελεύτητη…) η αλήθεια που εμφανίστηκε στον Χριστό (( Άλλη η αλήθεια, άλλος ο Χριστός!... )), εφ’ όσον «κρύβονται σ’ αυτόν όλοι οι θησαυροί τής σοφίας και της γνώσης» («εν ώ εισί πάντες οι θησαυροί τής σοφίας καί τής γνώσεως απόκρυφοι» - Κολ. 2, 3), δεν θα είναι αυτή η φαινομενικά περιορισμένη στον χρόνο και τον χώρο αλήθεια – «ολόκληρη η θεότητα σωματικώς» («ότι εν αυτώ κατοικεί πάν τό πλήρωμα τής θεότητος σωματικώς» - Κολ. 2, 9) – ‘αποκλεισμένη’ ως προς την ερμηνεία της δια μέσου τών χρόνων. Κι όχι με τον τρόπο, ώστε να εξηγούνται (σε συνοδικούς π.χ. ορισμούς) τα βασικά κατ’ αρχάς σημεία, και να ‘συζητούνται’ ξεκινώντας από εκεί μερικότερες πάντοτες απόψεις, αλλά να ανοίγονται μάλλον, ολοένα καινούργιες ματιές στο ατελεύτητο, όχι όμως και αόριστο, αλλά συγκεκριμένο Όλον, ‘όψεις’ που μπορούν να αναγνωρισθούν ή να βιωθούν, διανοητικά περισσότερο ή και αγαπητικά, τρόποι θέασης που φωτίζουν και κάνουν συνειδητές, αν το θέλη το Πνεύμα, εντελώς νέες ξαφνικά ‘πλευρές’ τής ατελεύτητης αλήθειας, ‘πλευρές’ που βρίσκονταν ήδη, απαρατήρητες κατά κάποιον τρόπο, στον πνευματικόν ορίζοντα της πίστεως και εμφανίζονται διαμιάς, για πρώτη φορά με το καινούργιο φως, στην καθαρή πράγματι συνείδηση (( Ένα ‘αριστούργημα’ της ‘ανήσυχης’ πάντοτε ανθρώπινης δράσης, με βοηθό το Πνεύμα!... )) . Είναι αληθινή η συχνά επαναλαμβανόμενη φράση, ότι υπάρχει πολύ περισσότερη αλήθεια στον Χριστό παρά στην πίστη τής Εκκλησίας (( της δικής τους προφανώς… )) , και πολύ περισσότερη επίσης αλήθεια στην πίστη τής Εκκλησίας παρά στα διαμορφωμένα δόγματα (Dogmen). Τα μεγάλα ‘χαρίσματα’ (Charismen), όπως αυτά ενός Αυγουστίνου, ενός Φραγκίσκου (τής Ασίζης…), ενός Ιγνάτιου (( προσοχή!... )) , μπορούν να δεχθούν ως δώρα εκ μέρους τού Πνεύματος, ‘ματιές’ στο κέντρο τής Αποκάλυψης (της Φανέρωσης…), οι οποίες και πλουτίζουν, εντελώς αναπάντεχα, για ‘πάντα’ ωστόσο την Εκκλησία. Και πρόκειται για χαρίσματα, στα οποία δεν ξεχωρίζουν η κατανόηση, η αγάπη και η διαδοχή. Γνωρίζουμε δε μ’ αυτά, ότι το Πνεύμα που ‘εξηγεί’ είναι ταυτόχρονα θεϊκή αγάπη και θεϊκή σοφία, και κατά κανέναν τρόπο απλώς θεωρία (Theorie), αλλά πάντοτε επίσης ζωντανή πράξη (Praxis).
Υπάρχει κι ένα τελευταίο (( ! )) , τυπικό χαρακτηριστικό τού Πνεύματος: απλώνει τη θεϊκή πληρότητα μόνο μ’ έναν τέτοιον τρόπο στο άπειρο, ώστε να την ενώνη πάλι και πάλι, και ολοένα περισσότερο (( καθαρή φαντασία, μιλάει για άλλα, ανύπαρκτα ίσως πράγματα… )) . Δεν αποκαλύπτει τίποτα το μοναδικό ή ιδιαίτερο, χωρίς να αφήση να λάμψη σ’ αυτό η ολότητα. Μια θεολογία, που θα διασκορπιζόταν στις ‘λεπτομέρειες’, μια πράξη, που θα προέβαλε μιαν άποψη αυτού που είναι χριστιανικό, δεν μπορεί να εμψυχώνεται απ’ το Πνεύμα. Η ταυτόχρονη εξάπλωση και αναδίπλωση των «κρυμμένων» στον Ιησού Χριστό «θησαυρών» εξαρτάται απολύτως απ’ τη μοναδικότητα και βεβαιότητα της υποστατικής ένωσης (Θεός και Άνθρωπος…), απ’ την οποίαν και εξαπλώνεται και προς την οποίαν και συγκεντρώνεται πάλι ο θησαυρός. «Θα λάβη απ’ τα δικά μου», λέει ο Κύριος για το Πνεύμα. Για τον ίδιον λόγο εκτείνεται ιεραποστολικά «μέχρι τα σύνορα της γης» η Εκκλησία τού Χριστού, κάτι που μπορεί όμως να το επιτελέση μόνον όταν ξανασυγκεντρώνεται πάλι και ταυτόχρονα στα ‘διασκορπιζόμενα’ αγαθά. Κι αυτό ισχύει εξίσου για τη σύνοψη της χριστιανικής ύπαρξης, καθώς και για τη μορφή τής εγγυημένης απ’ την Εκκλησία θεολογίας· κι απ’ αυτό το χριστολογικό ‘παράδοξο’ (Paradox) διαπιστώνουμε, αν εμπνέεται ή όχι απ’ το Άγιο Πνεύμα η χριστιανική ύπαρξη και η θεολογία.
Eφ’ όσον παρίσταται πάντοτε ‘ενεργητικά’ το Πνεύμα τού Θεού και του Χριστού, δεν μπορεί να κυριαρχή μια «απόλυτη», αλλά μια «σχετική» μόνον «εσχατολογία» στον χώρο τού χριστιανισμού (σ.σ.: Η διάκριση αυτή γίνεται απ’ τον Michael Theunissen, στο “Hegels Lehre vom absoluten Geist als theologisch-politischer Traktat” – «Η διδασκαλία τού Χέγκελ για το απόλυτο Πνεύμα ως θεολογικο-πολιτική συνθήκη», W. de Gruyter, Berlin 1970) . Η απόλυτη είναι παρούσα σε όλες τις μορφές τού ιουδαϊκού μεσσιανισμού, όπου και αναμένεται (ουτοπικά) να πραγματοποιηθή στο μέλλον κατ’ αρχάς, αλλάζοντας την αποξενωτική τώρα ανίερη κατάσταση, η αλήθεια (σ.σ.: Ο Theunissen το διασαφηνίζει αυτό με τον Μαρξ – «επιμελείς έρευνες δεν αφήνουν την παραμικρή πια αμφιβολία, για ένα ‘ρίζωμα’ του Μαρξ στη ριζοσπαστική εσχατολογία τού Ιουδαϊσμού» - , με τον Μπλοχ διεξοδικά, «κάτι που θα μπορούσαμε να το δείξουμε βασικά και στον Walter Benjamin ή τον Georg Lucats, αλλά και στους Horkheimer, Markuse και Adorno». Και «δεν έχει κατά κανέναν τρόπο απλώς ‘χοντρικά’ στοιχεία υπ’ όψιν του ο Jakob Taubes - στο “Abendlaendische Eschatologie”, «Εσχατολογία τής Δύσεως ή Εσπερίας», Bern 1947 - , όταν απεικονίζη αναφερόμενος στα ονόματα των Moses Hess, Karl Marx, Ferdinand Lassale, Rosa Luxemburg, Max Adler, Otto Bauer, Eduard Bernstein και Leo Trotzki την εκπληκτική συμμετοχή τού Ιουδαϊσμού στο ‘επαναστατικό κίνημα’») – ενώ έχει και μια ‘μοιρολατρική’ τάση να ‘σκοπεύη’ στην ίδιαν κατεύθυνση και η θεολογία τής απελευθέρωσης. Η «σχετική εσχατολογία» έχει αντίθετα το δυναμικό ‘πλεονέκτημα’, ότι ήταν και είναι παρόν το βασικό γεγονός τής σωτηρίας, κι ότι οδηγεί με δύναμη η παρουσία τού Πνεύματος τον κόσμο και την ιστορία προς το έσχατον (Eschaton) (πρβλ. Ρωμ. 8, όπου προσδίδουν κατ’ αρχάς οι «ανεκλάλητοι στεναγμοί τού Πνεύματος» την πλήρη και πιεστική ορμή στην ανεκπλήρωτη «ελπίδα) (( «αλλ’ αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις»… )) . Όταν λέη το Πνεύμα, ότι «θα αναγγείλη στους μαθητές τα μελλούμενα» (Ιωάν. 16, 13), εννοείται μ’ αυτό το σύνολο εκείνου που γίνεται κατ’ αρχάς και προσωρινά όπως σε κάτοπτρο και σε αίνιγμα αντιληπτό, και το ‘σημείο’ αυτό μαρτυρεί, ότι εργάζεται ήδη ο αληθινός και κυρίαρχος του μέλλοντος Θεός, ενώ δεν μπορούν να παραπέμψουν αληθινά στο μέλλον οι ψεύτικοι θεοί. Και αναλαμβάνει στην Καινή Διαθήκη το Άγιο Πνεύμα, ως η τρίτη ‘γνωστοποιημένη’ στους πιστούς θεία υπόσταση, το έργο να οδηγήση απ’ την πιστευθείσα και ελπιζόμενη, στην ερχόμενη και πλήρη αλήθεια της Διαθήκης ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο (( ! )) . Περιγράφηκε μ’ όλ’ αυτά κατ’ αρχάς το γιατί έχει την αναπαλλοτρίωτη θέση του το Πνεύμα στη Θεο-λογική. Η χριστιανική αλήθεια είναι τριαδική (( όλα διανοητικά… )), καθ’ όσον ο Ιησούς Χριστός, ο ενανθρωπήσας Υιός τού Πατρός, ενσαρκωθείς απ’ το Πνεύμα (( μόνο!! – Δεν υπάρχει η Θεοτόκος!! … )) και συνοδευμένος απ’ αυτό στη ζωή, τη δράση και το πάθος του, είναι ως ο λόγος τής αποκαλύψεως «η αλήθεια» (Ιωάν. 14, 6 – «λέγει αυτώ ο Ιησούς· εγώ ειμι η οδός καί η αλήθεια καί η ζωή· ουδείς έρχεται πρός τόν Πατέρα ει μή δι’ εμού. ει εγνώκειτέ με, καί τόν πατέρα μου εγνώκειτε άν. καί απ’ άρτι γινώσκετε αυτόν καί εωράκατε αυτόν». – Όπως πάντα, ‘κόβουν και ράβουν’ με την άνεση της υπερηφανείας τους… )) , καθώς παριστά επαρκώς, μέχρι και τον θάνατό του, την αγάπη τού Πατρός (( μιλούν πράγματι για κάτι το εντελώς άλλο απ’ τον αληθινό Θεό… )) . Αυτό ήταν και το κεντρικό θέμα του προηγούμενου τόμου. Καθ’ όσον αποστέλλει ο Πατήρ τον Υιό, τον οποίον ως αποκεκαλυμμένη αλήθεια θέλει, επιδοκιμάζει και συνοδεύει, μπορεί να ονομασθή και ο ίδιος ο Υιός «αληθινός». «Δεν ήρθα αφ’ εαυτού, αλλά ως ο απεσταλμένος εκείνου που είναι αληθινός» (Ιωάν. 7, 28 – «έκραξεν ούν εν τώ ιερώ διδάσκων ο Ιησούς καί λέγων· καμέ οίδατε, καί οίδατε πόθεν ειμί· καί απ’ εμαυτού ουκ ελήλυθα, αλλ’ έστιν αληθινός ο πέμψας με, όν υμείς ουκ οίδατε· εγώ οίδα αυτόν, ότι παρ’ αυτού ειμι κακείνός με απέστειλεν»… )) . Το επιγραμματικό, αν και αινιγματικό τέλος τής Α’ επιστολής τού Ιωάννη, παρουσιάζει τρεις φορές στον ίδιον στίχο τη λέξη «ο αληθινός», αναφερόμενη σίγουρα την πρώτη φορά στον Πατέρα, σίγουρα τη δεύτερη στον Υιό, ενώ μοιάζει να αναφέρεται και στους δυό ταυτόχρονα ή στον έναν απ’ τους δυό – στον Υιό πιθανώς – η τρίτη φορά: (Κατά λέξιν, μαζί με τον προηγούμενο στίχο…) «Οίδαμεν ότι πάς ο γεγεννημένος εκ τού Θεού ουχ αμαρτάνει, αλλ’ ο γεννηθείς εκ τού Θεού τηρεί εαυτόν, και ο πονηρός ουχ άπτεται αυτού. οίδαμεν ότι εκ τού Θεού εσμεν, καί ο κόσμος όλος εν τώ πονηρώ κείται. Οίδαμεν δέ ότι ο υιός τού Θεού ήκει και δέδωκεν ημίν διάνοιαν («ικανότητα», μεταφράζει ο Μπ. …) ίνα γινώσκομεν τόν αληθινόν· καί εσμεν εν τώ αληθινώ, εν τώ υιώ αυτού Ιησού Χριστώ· ούτός εστιν ο αληθινός Θεός καί ζωή αιώνιος» (Α’ Ιωάν. 5, 20). Είναι λοιπόν στ’ αλήθεια ο πιστός ερμηνευτής (( δεν πιστεύουν!... )) τού Πατρός ο Υιός, όχι μόνον επειδή ‘αποδίδει’ ακριβώς τον Λόγο του (Logos) με ανθρώπινα λόγια, αλλά και με το ότι είναι «το αληθινό φως» (1, 9 - «τό φώς τό αληθινόν»…), «ο αληθινός άρτος» (6, 32 – «αμήν, αμήν λέγω υμίν, ου Μωυσής δέδωκεν υμίν τόν άρτον εκ τού ουρανού, αλλ’ ο πατήρ μου δίδωσιν υμίν τόν άρτον εκ τού ουρανού τόν αληθινόν. ο γάρ άρτος τού Θεού εστιν ο καταβαίνων εκ τού ουρανού και ζωήν διδούς τώ κόσμω»…), «η αληθινή κρίση» (8,16), «η αληθινή άμπελος» (15, 3)· είναι σε όλ’ αυτά η αλήθεια του Θεού με μορφή τού κόσμου. Δεν θα μας είχαν αποκαλυφθή ωστόσο όλ’ αυτά, αν δεν μας είχε δοθή «το Πνεύμα τής αληθείας» (Ιωάν. 14, 17 – 15, 26 – 16, 13), για να μπορέσουμε να γνωρίσουμε, όπως λέει ο Παύλος, μαζί του «τα βάθη τού Θεού», που μόνον το Πνεύμα εξερευνά· «γιατί δεν δεχθήκαμε το πνεύμα του κόσμου, αλλά το Πνεύμα που είναι απ’ τον Θεό, για να γνωρίσουμε, τί μάς έχει δωρηθή απ’ τον Θεό» (Α’ Κορ. 2, 11 κ.ε. – «τό γάρ Πνεύμα πάντα ερευνά, καί τά βάθη τού Θεού. Τίς γάρ οίδε ανθρώπων τά τού ανθρώπου ει μή τό πνεύμα τού ανθρώπου τό εν αυτώ; Ούτω καί τά τού Θεού ουδείς οίδε ει μή τό Πνεύμα τού Θεού. Ημείς δέ ου τό πνεύμα τού κόσμου ελάβομεν, αλλά τό Πνεύμα τό εκ τού Θεού, ίνα ειδώμεν τά υπό τού Θεού χαρισθέντα ημίν· ά καί λαλούμεν ουκ εν διδακτοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν διδακτοίς Πνεύματος Αγίου, πνευματικοίς πνευματικά συγκρίνοντες…») , και να μπορούμε να διακρίνουμε αντίστοιχα τα (διάφορα…) πνεύματα: «το πνεύμα τής αληθείας και το πνεύμα τής πλάνης» (Α’ Ιωάν. 4, 6 – «ημείς εκ τού Θεού εσμεν· ο γινώσκων τόν Θεόν ακούει ημών· ός ουκ έστιν εκ τού Θεού ουκ ακούει ημών. εκ τούτου γινώσκομεν τό πνεύμα τής αληθείας καί τό πνεύμα τής πλάνης»), και να μπορούμε να αναγνωρίζουμε το ότι παραμένει ο Ιησούς σε μας: «Το ότι μένει σε μας το γνωρίζουμε στο (με το…) Πνεύμα, που μας έχει δώσει» (Α’ Ιωάν. 3, 24 – «καί ο τηρών τάς εντολάς αυτού εν αυτώ μένει καί αυτός εν αυτώ. Καί εν τούτω γινώσκομεν ότι μένει εν ημίν, εκ τού Πνεύματος ού ημίν έδωκεν»). Σε όλα αυτά είναι – αρνητικά και θετικά – ο απαραίτητος ‘ερμηνευτής’ τής τριαδικής αλήθειας το Πνεύμα, το οριστικό άρα, σε όλες τις αποδοθείσες σ’ αυτό λειτουργίες, αντικείμενο της θεο-λογικής.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ Β' ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ, ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΩΣΟΥΣ, ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ, ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΑΡΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΛΟΙΠΟΥΣ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ.
ΔΙΑΓΡΑΦΕΤΑΙ ΗΔΗ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ Η ΟΠΟΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΑΤΕΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΥΙΟΥ. ΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑΖΕΙ ΟΛΗ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ, ΠΑΣΑ ΣΑΡΚΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΤΟΝ ΙΟΥΔΑΙΚΟ ΛΑΟ , ΤΟΝ ΕΚΛΕΚΤΟ ΛΑΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΤΟΝ ΠΡΟΔΩΣΕ ΚΑΊ ΣΦΡΑΓΙΣΕ ΤΗΝ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου