ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot
Συνέχεια από Τετάρτη 12 Απριλίου 2023
Ι
Τ Ο Π Ε Π Λ Ο Τ Η Σ Φ Υ Σ Η Σ
2. ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΥΣΗ (PHYSIS) ΣΤΗΝ «ΦΥΣΗ» (NATURE)
3. Ο Αριστοτέλης
Ο Αριστοτέλης αποδέχεται επίσης μιαν αναλογία ανάμεσα στη φύση και την τέχνη, αλλά προσθέτει τις δικές του ριζικές αντιρρήσεις. Κατ’ αρχήν ορίζει την φύση ως αρχή τής εσωτερικής κίνησης κάθε ατόμου. Κάθε συγκεκριμένο άτομο διαθέτει μια συγκεκριμένη φύση, που αντιστοιχεί στο είδος του και αποτελεί την απαρχή τών φυσικών του κινήσεων. Όχι μόνο τα ζωντανά όντα, αλλά και τα στοιχεία ενέχουν μια φύση, μιαν εγγενή αρχή τής κίνησης: για παράδειγμα το πυρ αναζητεί την ένωση με τον φυσικό του τόπο που βρίσκεται άνωθεν, η πέτρα τον δικό της φυσικό τόπο που είναι κάτωθεν. Στα ζωντανά όντα η εγγενής αυτή αρχή τής κίνησης εμπεριέχει την διαδικασία ανάπτυξης. Θα μπορούσαμε εκ πρώτης όψεως να υποθέσουμε ότι ο Αριστοτέλης συλλαμβάνει τη φυσική διαδικασία ως μια διαδικασία ανάλογη με την καλλιτεχνική. Στο έργο τέχνης υπάρχει κατ’ αρχήν η ύλη, η οποία θα πρέπει να επεξεργαστεί και να μορφοποιηθεί· στην φυσική διαδικασία υπάρχει επίσης ένα υλικό που υπόκειται επίσης σε διαμόρφωση. Στο έργο τέχνης υπάρχει εξ άλλου και η σύλληψη από τον καλλιτέχνη τής μορφής που θέλει να δώσει στην ύλη· αλλά και στην φυσική διαδικασία υπάρχει μια μορφή που επιβάλλεται στην ύλη, η οποία μορφή αντιπροσωπεύει και το τέλος προς το οποίο κατευθύνεται η διαδικασία εξέλιξης. Οι διαφορές όμως είναι άμεσα διακριτές. Στην δημιουργία τού έργου τέχνης επεμβαίνει ένας ξένος παράγων, ο οποίος προσδίδει έξωθεν μορφή σε μιαν ύλη που του είναι ξένη· στη φυσική διαδικασία η μορφή επεξεργάζεται ένα υλικό που της ανήκει εκ των έσω και με άμεσο τρόπο. Η ανθρώπινη τέχνη έχει εξωτερική τελεολογία: η ιατρική θεραπεία δεν προσβλέπει στην ιατρική θεραπεία αλλά στην ανάκτηση της υγείας. Αντίθετα η φύση έχει μια τελεολογία εσωτερική: η διαδικασία εξέλιξης στη φύση δεν έχει άλλο σκοπό παρά την ίδια τη φύση. Εξελίσσεται σε αυτό που επιθυμεί να είναι, δηλαδή σε αυτό που ήταν ήδη δυνάμει. Ο τεχνίτης πράττει δια της λογικής, αναλύοντας τις διεργασίες που απαιτούνται για να προσδώσει στην ύλη την μορφή που έχει συλλάβει. Η φύση δεν εκλογικεύει, το εγχείρημά της είναι το ίδιο της το έργο. Η τέχνη επιβάλλεται βίαια στην ύλη, ενώ η φύση επεξεργάζεται την ύλη με άνεση και χωρίς προσπάθεια. Μήπως τελικά θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε τη φύση, αφού είναι εγγενής και άμεση και εκφράζεται μέσα από τα πράγματα, ως μια ανώτερη τέχνη;
Η προβληματική αυτή είναι κυρίαρχη σε όλη την διάρκεια της ιστορίας τής έννοιας τής Φύσεως. Στην Αναγέννηση, θα διατυπωθεί καθαρά, όπως για παράδειγμα από τον Marcile Ficin: «Τί είναι η ανθρώπινη τέχνη; Μια ιδιαίτερη φύση που ενεργεί επί της ύλης έξωθεν. Τί είναι η φύση; Μια τέχνη που δίνει μορφή στην ύλη εκ των έσω».
4. Οι νόμοι (κανόνες) της φύσεως
Η φύση, στο βαθμό που είναι μια εσωτερική τέχνη τών πραγμάτων, είναι επίσης κατά κάποιον τρόπο μια έμφυτη και ενστικτώδης γνώση. Η αντίληψη αυτή εμφανίζεται ήδη τον 5ο αιώνα, για παράδειγμα στον Επίχαρμο, ο οποίος αναφέρει το ένστικτο τής όρνιθας, και πώς η ίδια η φύση διδάσκει τον εαυτό της, χρησιμοποιώντας την ακόλουθη διατύπωση: «Όλα τα ζωντανά όντα διαθέτουν ευφυΐα». Η ίδια αυτή αντίληψη επαναλαμβάνεται στο ιπποκράτειο Corpus, όπου γίνεται λόγος για τις ενστικτώδεις εφευρέσεις της φύσεως. Η φύση την οποία πραγματεύονται αυτά τα κείμενα δεν είναι ίσως η κοσμική φύση, αλλά η ατομική φύση, η καθαυτό σύσταση του ζώου ή του ανθρώπου. Με τον Αριστοτέλη περνάμε σε μια καινούργια φάση, στον βαθμό που χρησιμοποιεί όρους που αντιστοιχούν σε μια σταθερή εξέλιξη της φύσης, ως εσωτερικής τέχνης και γνώσης των πραγμάτων. Η γενική αρχή είναι η ακόλουθη: «Ο Θεός και η φύση δεν πράττουν τίποτε μάταιο». Η φύση ενεργεί σαν ένας σοφός καλλιτέχνης ή τεχνίτης, ο οποίος, όπως εξηγεί ο Αριστοτέλης σε πολλά σημεία τής μελέτης του περί τών ζώων, ακολουθεί μια συνετή πορεία, δεν κάνει σπατάλες, γνωρίζει πώς να αποφύγει το πλεόνασμα και το έλλειμμα, γνωρίζει πώς να θέσει ένα όργανο στην υπηρεσία πολλών διαφορετικών λειτουργιών, αντισταθμίζει την υπερβολή με την έλλειψη, αναζητά το βέλτιστο σε κάθε περίσταση, επιδιώκει την πληρέστερη κατανομή των διαδικασιών τής πραγματικότητας. Η αντίληψη ότι η φύση κατέχει την δική της μέθοδο θα διαδραματίσει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στις επιστημονικές αναζητήσεις του συνόλου τής δυτικής σκέψης. Ο Καντ θα αποκαλέσει αυτές τις αρχές «νόμους (κανόνες) τής κριτικής ικανότητας». Ακολουθώντας το πρότυπο αυτών ακριβώς των κανόνων, οι συγγραφείς που εμφανίζονται μετά τον 1ο μ.Χ. αιώνα, θα αποδώσουν στον αφορισμό τού Ηράκλειτου το νόημα μιας περιγραφής τής συμπεριφοράς τής φύσεως που συνίσταται στην επιθυμία της να κρύβεται, να καλύπτεται, να σκεπάζεται με τα πέπλα της.
5. Οι Στωϊκοί
Οι Στωϊκοί από την πλευρά τους θα επανέλθουν στις εκτιμήσεις τών προσωκρατικών, στον βαθμό που καθιστούν αρχή τής γένεσης τών πραγμάτων ένα υλικό στοιχείο, αλλά, όπως και ο Αριστοτέλης, θα τοποθετήσουν την αρχή τής κίνησης στο εσωτερικό κάθε πράγματος, και του συνόλου των πραγμάτων. Η λειτουργία επομένως τής φύσεως θεωρείται αντίστοιχη με μια τέχνη ενυπάρχουσα στη φύση. Και θα ορίσουν τη φύση ως «έναν πύρινο καλλιτέχνη που ενεργεί μεθοδικά και συστηματικά για την γένεση όλων των πραγμάτων». Το πρωταρχικό πύρ συμπυκνώνεται προοδευτικά σε αέρα, σε νερό και σε γη, και στη συνέχεια πυρπολείται και πάλι, αφού έχει διατρέξει τα ίδια στάδια αντιστρόφως. Υπάρχουν επομένως δύο όψεις τού κόσμου: ο κόσμος ως πρωταρχικό και δημιουργικό στοιχείο, και ο κόσμος ως ακολουθία διαφορετικών καταστάσεων και ως περιοδική εξέλιξη. Κατά την πρώτη του όψη ο κόσμος ταυτίζεται με τη φύση που τον παράγει και τον οργανώνει, ενώ η ίδια η φύση ταυτίζεται με την ψυχή του κόσμου, δηλαδή τον Δία, τον ύψιστο Θεό. Όταν η διαδικασία δεν έχει ακόμη ξεκινήσει, η φύσις, δηλαδή η Φύση, ο Θεός, η Πρόνοια, ο θείος Λόγος είναι πανομοιότυπα, και ο Θεός είναι μόνος. Όταν η κοσμική διαδικασία αρχίσει να εξελίσσεται, η Φύση διεισδύει στην ύλη προκειμένου να μορφοποιήσει και να κατευθύνει εκ των έσω τα σώματα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Όπως λέει ο Σενέκας: «Τί άλλο είναι η Φύση από τον ίδιο το Θεό, και τον ενδιάθετο στον κόσμο στο σύνολό του και σε όλα του τα μέρη θείο λόγο». Στην αρχή τού κειμένου τής Φυσικής Ιστορίας του ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος σηματοδοτεί επίσης την εμφάνιση αυτής τής θεοποιημένης Φύσης, η οποία θα πρυτανεύει για μεγάλο χρονικό διάστημα στο πνεύμα των ανθρώπων τής Δύσεως:
«Ο κόσμος, αυτό το σύνολο που επιλέξαμε να αποκαλούμε με αυτό το όνομα, ο «ουρανός» (στερέωμα), του οποίου ο θόλος καλύπτει τη ζωή ολόκληρου του σύμπαντος, θα πρέπει να θεωρείται ως μια θεότητα, αιώνια, χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. Ο άνθρωπος δεν δύναται να ερευνήσει αυτό που τον ξεπερνά και διαφεύγει από τις εικασίες τού ανθρώπινου πνεύματος. Ο κόσμος είναι ιερός, αιώνιος, αχανής, εμπεριέχεται ολόκληρος σε κάθε πράγμα, ή μάλλον είναι το Παν· είναι άπειρος αλλά μοιάζει πεπερασμένος, είναι καθ’ όλα προσδιορισμένος, αλλά φαίνεται απροσδιόριστος, περικλείει τα πάντα εντός και εκτός του, είναι ταυτόχρονα το έργο τής φύσεως και η ίδια η φύση».
Έτσι η λέξη φύσις, που αρχικά σήμαινε ένα γεγονός, μια διαδικασία, μια πραγμάτωση, κατέληξε να σημαίνει την αόρατη δύναμη που πραγματώνει αυτό το γεγονός. Εδώ συναντάμε ένα φαινόμενο που οι ιστορικοί των θρησκειών έχουν αναλύσει επαρκώς: το πέρασμα από την εμπειρία ενός γεγονότος στην αναγνώριση μιας ισχύος ή δυνάμεως σε στενή σύνδεση με αυτό το γεγονός.
6. Η προσωποποίηση τής Φύσεως
Ταυτισμένη με τον Δία από τους Στωικούς, η φύση θα εκληφθεί, ήδη από τον 1ο αιώνα π. Χ., ως θεά την οποία και είναι δυνατόν να επικαλούμαστε, όπως ο Πλίνιος: «Χαίρε, Φύση, Μητέρα των πάντων». Αργότερα, από το 2ο αιώνα μ. Χ. συνθέτονται ύμνοι για τη Φύση. Ο Μεσομήδης, δούλος που απελευθερώθηκε από τον Αυτοκράτορα Αδριανό, συνέθεσε ύμνους, μεταξύ των οποίων και έναν που αρχίζει ως εξής:
«Αρχή και προέλευση όλων των πραγμάτων,
Αρχαία μητέρα του κόσμου,
Νύχτα, φως και σιωπή…»
Λίγο αργότερα ο Μάρκος Αυρήλιος επικαλείται την φύση γράφοντας:
«Όλα όσα παράγουν οι εποχές σου, ώ Φύση, είναι για μένα
καρποί.
Από εσένα, σε εσένα και για σένα είναι όλα τα πράγματα».
Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε επίσης έναν ορφικό ύμνο στη Φύση, που χρονολογείται επίσης από τον 2ο αιώνα μ. Χ.:
«Ω Φύσις, μητέρα θεά όλων των πραγμάτων, μητέρα
πολυμήχανη,
Ουράνια αρχαία θεότητα, γόνιμη βασίλισσα,
Που εξημερώνεις τα πάντα και δεν εξημερώνεσαι ποτέ,
Που κυβερνάς και επιβλέπεις τα πάντα».
Μια επιτύμβια επιγραφή που ανακαλύφθηκε στη Σαλαμίνα της Κύπρου, καταλογίζει στη Φύση τον θάνατο ενός νέου.
«Ω άσπλαχνη Φύση,
Γιατί δημιουργείς, εσύ που τόσο σύντομα
καταστρέφεις;».
Αναγνωρίζουμε εδώ το ηρακλείτειο πνεύμα τής σύνδεσης τού θανάτου με την γέννηση, που επανέρχεται συχνά στους ποιητές ανά τους αιώνες.
Περί το τέλος της Αρχαιότητας, με τον ποιητή Κλαύδιο, η μητέρα Φύση (Nature parens), όπως αφήνει να εννοηθεί και ο Οβίδιος, θέτει οριστικά τέλος στη μάχη ανάμεσα στα στοιχεία. Θρηνεί ενώπιον του Δία για την δυστυχία των ανθρώπων. Εμφανίζεται ως φύλακας στην είσοδο της σπηλιάς του γέροντα Αιώνα· είναι ηλικιωμένη, αλλά το πρόσωπό της παραμένει όμορφο.
Όπως το αναδεικνύει ο γερμανός λόγιος Ernst Robert Curtius, αυτή η θεά Φύση τού Κλαύδιου θα παραμείνει ζωντανή κατά τον χριστιανικό Μεσαίωνα, και ιδιαίτερα στα ποιήματα τού Bernard Silvestre και του Alain de Lille. Προχωρώντας στην μελέτη τού παρόντος έργου, θα ανακαλύψουμε ότι η προσωποποίηση και η θεοποίηση τής Φύσεως, μέσα από τις διαφορετικές μορφές της, παραμένουν ζωντανές μέχρι τον 19ον αιώνα. Θα μπορούσαμε ακόμη και να εκπονήσουμε ένα πολύ ενδιαφέρον ανθολόγιο των ύμνων προς τη Φύση μέσα στους αιώνες.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου