(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Ομιλία με τίτλο η «Μεγάλη Εβδομάδα» που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες το 1993.
Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=369922
Προσπαθεῖ ὁ Κύριος νὰ διδάξη τοὺς Μαθητὰς «τὰ τελεώτατα φρονεῖν». Προσπαθεῖ νὰ τοὺς πείση ὅτι εἶναι βασιλεὺς ἄλλης βασιλείας· μεταφέρει ἕναν καινούργιο τρόπο ὑπάρξεως, ἕναν καινούργιο τρόπο ἐπιβολῆς, ἀλλὰ δὲν τὸ καταλαβαίνουν. Γι’ αὐτό, ὁ Κύριος «αὐτὸς ἑαυτὸν ἱερούργει». Ὅπως λέει καὶ τὸ Εὐαγγέλιο: «Ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτὸν ἵνα ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ». Ἐγώ, λέει ὁ Κύριος, θυσιάζω τὸν ἑαυτό μου, σταυρώνομαι, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἁγιασθοῦν, νὰ ζήσουν οἱ ἄλλοι.
Καὶ μετὰ παρακολουθοῦμε τὸ πάθος τοῦ Κυρίου, τὴ Γεθσημανῆ. Ὑπάρχουν μερικὰ πράγματα τὰ ὁποῖα ἁπλῶς τὰ παρακολουθεῖ κανεὶς καὶ δὲν τὰ σχολιάζει. Ὁ Κύριος εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. ∆ὲν εἶναι ὑπεράνθρωπος. Εἶναι ἄνθρωπος, καὶ δὲν εἶναι Θεός, ὅπως γνωρίστηκε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, σὰν ἕνα ἀνώτερο Ὄν. Οὔτε εἶναι κάποιος, ἂν θέλετε, παντοδύναμος, ὁ ὁποῖος ἀντιμετωπίζει σὰν παιχνίδια τὰ πάθη καὶ τὶς δυσκολίες. ∆ὲν τὰ ἀντιμετωπίζει ἀπάνθρωπα, στωϊκά, ἀλλὰ τὰ ἀντιμετωπίζει πολὺ σὰν ἄνθρωπος.
Γι’ αὐτό, βλέπομε στὴ Γεθσημανῆ νὰ ζητᾶ ἀπὸ τοὺς Μαθητὰς νὰ ἀγρυπνήσουν μαζί Του. Ἤθελε αὐτό. Οἱ Μαθηταὶ δὲν μπόρεσαν. Μετά, εἶπε ὁ Κύριος τὸν λογισμό του στὸν Πατέρα: «Πάτερ, εἰ δυνατὸν παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο». Ζήτησε ἀπὸ τοὺς Μαθητὰς νὰ ἀγρυπνήσουν, οἱ Μαθηταὶ κοιμόνταν, καὶ ἐπέστρεψε τρεῖς φορὲς «τὸν αὐτὸν λόγον εἰπών», καὶ ἐγένετο ἡ ἀγωνία αὐτοῦ μεγάλη, ὥστε «ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ» νὰ πέφτη «ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος… ἐπὶ τὴν γῆν». Καὶ πάλι εἶπε: «Πάτερ, σῶσον με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης, ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν ὥραν ταύτην, πάτερ, δόξασόν σου τὸ ὄνομα». Καὶ ὅταν φτάνη ἐκεῖ, τελειώνει ὁ ἀγώνας.
Ἤθελα νἄλεγα δύο λόγια γιὰ τὸ θέμα τῆς ὥρας… «Πάτερ σῶσον με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης». Ὑπάρχει μιὰ ὥρα δύσκολη. Καὶ ὅλοι ζοῦμε, γιὰ νὰ φτάσουμε σὲ μιὰ ὥρα. Καὶ ὅλοι ζοῦμε, γιὰ νὰ φθάσωμε σὲ μιὰ Γεθσημανῆ προσωπική. Ἂν διαρκέση πολὺ ἢ λίγο, δὲν ἔχει σημασία. Θὰ περάσωμε μιὰ τέτοια δοκιμασία. Κι ὅταν θέλησαν νὰ κάνουν τὸν Κύριο βασιλέα, αὐτὸς ἔφυγε, γιατὶ δὲν ἦλθε ἡ ὥρα Του, οὔτε ἦλθε νὰ κάνη τὸν ψεύτικο βασιλέα τῶν Ἰουδαίων.
Καὶ ὅταν ἦλθαν νὰ Τὸν λιθοβολήσουν, πάλι ἔφυγε, γιατὶ δὲν ἦλθε ἡ ὥρα Του. Ἀλλά, ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα Του, προχωρεῖ πρὸς τὸ Πάθος. Καὶ ὅταν προχωρῆ πρὸς τὸ Πάθος, πάλι λυγίζει σὰν ἄνθρωπος. Καὶ νομίζω ὅτι αὐτὸ ποὺ σὲ βοηθεῖ καὶ σὲ πλησιάζει καὶ σὲ σφάζει, εἶναι ἡ ἀδυναμία τοῦ Κυρίου, ὄχι ἡ παντοδυναμία. Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἡ δύναμις ἡ ὁποία «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Ὁπότε, λέει τὸν λογισμό Του: «Ἂν εἶναι δυνατόν, νὰ μὴν πιῶ αὐτὸ τὸ πικρὸ ποτήριο τοῦ θανάτου· ἂν εἶναι δυνατόν, νὰ παρέλθη ἡ ὥρα. Ἀλλά», λέει, «ἐὰν τυχὸν δὲν γίνεται ἄλλως, ἐὰν μὴ αὐτὸ πίω, γενηθήτω τὸ θέλημά σου».
Καὶ ὅταν μετὰ ἀπὸ τὴν ἀγωνία λέη «γενηθήτω τὸ θέλημά σου», τέλειωσε ὁ ἀγώνας, «ἐγείρεσθε ἄγωμεν ἐντεῦθεν», προχωρεῖ. Εἶναι ἕτοιμος νὰ δείξη τὸν καινούργιο τρόπο ἐπιβολῆς. ∆ὲν ἔχει μαχαίρια, σὰν τὸν Πέτρο, νὰ κόψη αὐτιά. ∆ὲν ἔχει ὅπλα, σὰν κι αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται νὰ Τὸν συλλάβουν. Ἔχει πῆ ἕνα πράγμα, νὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν ἔρχωνται οἱ ἄλλοι νὰ Τὸν συλλάβουν, τοὺς λέει: «Ἐὰν ἐμένα θέλετε νὰ συλλάβετε, συλλάβετέ με. Ἀφῆστε τοὺς ἄλλους νὰ φύγουν. Ἀφῆστε τους ἐλεύθερους». Καὶ λέει «ἐγώ εἰμι, καὶ ἔπεσον χαμαί». Ἔπεσον χαμαί, γιατὶ ὁμολόγησε Αὐτὸς ὅτι «ἐγὼ εἶμαι, ποὺ εἶπα: μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω».
Καὶ βλέπομε ὅτι πάνοπλος εἶναι ὁ γυμνὸς καὶ ὁ ἀπροστάτευτος, καὶ δὲν ἔρχεται νὰ χτυπήση κανένα. Καὶ λέει στὸν Πέτρο: Κοίταξε, Πέτρο, ἐὰν ἤθελα, θὰ παρακαλοῦσα τὸν Πατέρα μου νὰ στείλη δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλους, νὰ τοὺς συντρίψουμε, ἀλλὰ τὸ θέμα δὲν εἶναι νὰ συντρίψουμε κανένα, ἀλλὰ νὰ συντρίψουμε τὴν ἔχθρα· «τὴν ἔχθραν κτείνας ὑπερέχουσαν πάντα νοῦν εἰρήνην χαρίζεται».
Καὶ θυσιάζεται Αὐτός, γιὰ νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄλλοι. Καὶ ἐκείνη τὴ στιγμὴ νοιώθει κανεὶς ὅτι κάτι γίνεται στὸν κόσμο. «Νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου… κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν», λέει ὁ Κύριος. Μά, πῶς εἶναι κρίσις τοῦ κόσμου; Εἶναι κρίσις τοῦ κόσμου, γιατὶ ὁ Κύριος δὲν μᾶς κρίνει. Λέει: «Ἐὰν τίς μου ἀκούσῃ τῶν ῥημάτων καὶ οὐ πιστεύσῃ, ἐγὼ οὐ κρίνω αὐτόν· …ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ».
Ἐμεῖς θὰ θέλαμε νὰ μᾶς ἔκρινε, γιὰ νὰ ἀρχίσουμε τὸν διαπληκτισμό. Ἐκεῖνος δὲν μᾶς κρίνει, κι ἔτσι μᾶς κατακρίνει. Κι εἶναι κρίσις τοῦ κόσμου, ἀκριβῶς γιατὶ σέβεται ὅλους καὶ ἀφήνει τὸν καθένα ἐλεύθερο.
Καὶ λέω τὸ ἑξῆς, ὅτι, ἐάν, πρῶτον, δοῦμε τὸν Κύριο καὶ τὴ συμπεριφορά Του· δεύτερον, τὴ συμπεριφορὰ ὅλων τῶν προσώπων τὰ ὁποῖα περιβάλλουν τὸν Κύριο στὸ Πάθος, βλέπουμε ὅτι πράγματι εἶναι μιὰ κρίσις τοῦ κόσμου, πράγματι παρουσιάζεται ἡ τραγωδία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας. ∆ὲν ὑπάρχει δαιμόνιο ποὺ νὰ μὴν ξυπνᾶ καὶ πάθος ποὺ νὰ μὴ δαιμονίζεται. «Καὶ συνήγαγον ἐπ’ αὐτὸν ὅλην τὴν σπεῖραν»· θἄλεγε κανείς, ὅλη τὴν κακότητα τῆς ἱστορίας. «Καὶ ἐνέπτυσαν καὶ ἐκολάφησαν καὶ ἐνέπαιξαν καὶ ἐσταύρωσαν», καὶ τὸ δέχεται. Καὶ «αὐτὸς διὰ τὸ κεκακῶσθαι οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ», λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας. Καὶ τότε νοιώθεις ὅτι θέλει προσοχὴ τὸ πράγμα.
Καὶ ἂν δῆς τὸν Πέτρο, ποὺ εἶναι συμπαθής, λέει: «Ἂν ὅλοι σὲ ἐγκαταλείψουν, ἐγὼ δὲν πρόκειται νὰ σὲ ἐγκαταλείψω»· κι εἶναι αὐτὸς ποὺ λέει «ἀνάθεμα, ἂν τὸν ξέρω» μετὰ ἀπὸ λίγο. Ἀλλὰ πάλι, ἐκεῖ ποὺ βρίσκομε τὸν ἑαυτό μας στὸν Πέτρο, ὁ Πέτρος, σὰν ἄνθρωπος, «ἐξελθὼν ἔκλαυσε πικρῶς», ἔκλαψε, καὶ μόνο τὸ κλάμα σὲ μιὰ γωνιὰ ἔγινε ἀκουστὸ ἀπὸ τὸν σταυρωμένο καὶ τὸ πρόβλημα λύθηκε.
Ὑπάρχει ὁ ληστής, ὁ ὁποῖος εἶναι ληστὴς καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ λέει «μνήσθητί μου Κύριε» καὶ μπαίνει στὸν Παράδεισο. Τώρα, λέει κανείς, πρὶν ἀπὸ δύο χρόνια, ἕνα χρόνο, ἂν ἔβλεπε κανεὶς τὸν ληστὴ καὶ τοὺς Μαθητάς, ὁ ληστὴς ἦταν ληστής, καὶ οἱ Μαθηταὶ Μαθηταί. Καὶ καταλήγει ὁ ἕνας νὰ πῆ «ἀνάθεμα, ἂν Τὸν ξέρω» καὶ ὁ ἄλλος νὰ Τὸν πουλήση τὸν Χριστό, καὶ ὁ ληστὴς νὰ μπῆ πρῶτος στὸν Παράδεισο. Λές: Τώρα, τί εἶναι καλύτερα, νἆσαι ληστὴς ἢ Μαθητής;
Μετά, τὸ δράμα τοῦ Ἰούδα…
Ὑπάρχει ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, «ὁ ὑπερκάλλως πληρώσας πᾶσαν τὴν ἡμῶν σωτηρίαν διὰ τῆς θείας οἰκονομίας». «Ὑπερκάλλως»… Ἔτσι λέει ἡ εὐχὴ τῆς Πεντηκοστῆς.
Καὶ ὑπάρχει καὶ ὁ διάβολος. Καὶ δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἔννοια τοῦ κακοῦ. Ὑπάρχει ὁ διάβολος. Καὶ παρουσιάζεται τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα νὰ πειράζη τὸν Ἰώβ. Καὶ ἀρχίζει ἡ ἱστορία τοῦ Ἰὼβ ἀπὸ τὴ Μεγάλη ∆ευτέρα καὶ τελειώνει τὸ Μέγα Σάββατο, μετὰ τὴν Ἀποκαθήλωσι, τότε ποὺ λέμε ὅτι «ὁ δὲ Κύριος εὐλόγησε τὰ ἔσχατα Ἰὼβ ἢ τὰ ἔμπροσθεν». Ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος ζητᾶ, καὶ ἀφήνει ὁ Θεὸς νὰ πειράξη τὸν Ἰώβ.
Καὶ ὑπάρχει καὶ ὁ διάβολος ὁ ὁποῖος λέει ὁ Κύριος ὅτι «ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ σινιάσαι ἕως τὸν σῖτον»· λέει στὸν Πέτρο.
Καὶ ὑπάρχει καὶ ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος, λέει στὸ Εὐαγγέλιο, εἰσῆλθε «εἰς τὴν καρδίαν Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτου». Καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνη. Καὶ τότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι δέσμιος αὐτοῦ τοῦ πονηροῦ πνεύματος καὶ πουλᾶ τὴν ἀγάπη, τὴ φιλία, τὸν δάσκαλο, τὸν Θεό, ὅ,τι πολύτιμο ὑπάρχει.
Τὸ ἄλλο ποὺ βλέπομε εἶναι ὅτι τὸν πουλᾶς αὐτὸν τὸν πολύτιμο θησαυρό, ἀλλὰ ἀμέσως νοιώθεις ὅτι τὰ χρήματα δὲν μποροῦν νὰ ἀξιοποιηθοῦν. Καὶ μεταμελεῖται. Ἀλλὰ δὲν ἔκλαυσε πικρῶς, σὰν τὸν Πέτρο· ἀλλά, «μεταμεληθείς», ἔκανε τὸ δεύτερο λάθος, τὸ φοβερότερο. Ξαναγύρισε σ’ αὐτοὺς ποὺ εἶχε πουλήσει τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς εἶπε, ὁ ταλαίπωρος ὁ Ἰούδας, ἀνθρώπινα, «ἥμαρτον». Ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν ξέρουν ἀπὸ «ἥμαρτον»! Αὐτοὶ σὲ σπρώχνουν ὅσο εἶναι παρακάτω. Τοῦ λένε: «Τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει». Τί ἦλθες, ἂς ποῦμε; φεύγα ἀπὸ δῶ πέρα. Καὶ «ἀπελθὼν ἀπήγξατο»· πνίγηκε.
Καὶ ὑπάρχει καὶ ὁ ἑκατόνταρχος, πού, ἀφοῦ εἶδε «τὰ γενόμενα», ἐπίστευσε καὶ ἔνοιωσε ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Αὐτός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου