Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

Περί θείων ενεργειών - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς (7)

                                                               ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΔΙΕΞΟΔΙΚΩΤΕΡΑ

Προς τους νομίζοντες ότι δεικνύονται δύο θεοί εκ του ότι η θεοποιός δωρεά του Πνεύματος, της οποίας υπέρκειται κατ' ουσία ο Θεός, ονο­μάζεται από τους αγίους όχι μόνον αγένητος θέωσις άλλα και θεότης,
ή περί θείων ενεργειών και της κατ’ αυτές μεθέξεως.

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΞΕΧΑΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ


Συνέχεια από: Σάββατο 13 Μαίου 2023

Ως ενέργειες του Θεού λοιπόν προ των αιώνων εννοούμε την ζωή, την αθανασία, την απλότητα, την απειρία και γενικώς όσα ο Αθανάσιος χαρακτηρίζει ως φύσει περί τον Θεόν· διότι πράγματι λέγει, «να μη συμβεί να πω κάτι επίκτητο επί του Πνεύματος˙ διότι ούτε το άγιον ούτε το άφθαρτον ούτε το αγαθόν ούτε τίποτε άλλο από τα περί τον Θεόν παρατηρούμενα λέγω ότι είναι επίκτητο επί του Αγίου Πνεύματος, άλλα λέγω ότι τούτο είναι φύσει άγιον, φύσει αγαθόν, φύσει αθάνατον». Αυτά ο σοφός  Μάξιμος αποκάλεσε έργα του Θεού και είπε ότι υφίστανται φύσει περί τον Θεόν. Θα μπορούσε βεβαίως να πει κανείς ομωνύμως έργα και τις ενέργειες, επειδή και ο πολύς στα θεία Δαμασκηνός λέγει, «καλείται και η ενέργεια ενέργημα και το ενέργημα ενέργεια». Ότι άλλο είναι δύναμις και ενέργεια και έτερο ουσία και φύσις, άκουσε να το λέγει σαφώς ο ίδιος˙ «πρέπει να γνωρίζουμε ότι άλλο είναι η ενέργεια και άλλο το ενεργητικόν. Ενέργεια δηλαδή είναι η δραστική και ουσιώδης κίνησις της φύσεως, ενεργητικόν δε η φύσις από την οποία προέρχεται η ενέργεια».

5. Δεν λέγουμε λοιπόν δια τούτο ταυτόν την θεία ουσία και ενέργεια, επειδή είναι εντελώς εν το υπό εκατέρου σημαινόμενο, αλλά δια το ότι πλην του ότι έχουν τον ίδιον λόγον, όπως ελέχθη, έχουν και το υπερφυώς μόνιμο και αχώριστο της ενεργείας, πράγμα το όποιον βεβαίως είναι ίδιον μόνον του Θεού· διότι μόνον αυτός κατ’ απόρρητο τρόπον είναι παντοτινά ενεργής αναλλοιώτως. (Δεν λέγομε λοιπόν αυτές το ίδιον) όχι διότι η ενέργεια δεν προέρχεται από την ουσία, αλλά διότι ο Θεός, έχοντας τα πάντα συγκεντρωμένα και ενιαία, ενεργεί έκα­στον τούτων αμερίστως, και συνεστραμμένος ων εις εαυτόν πάντοτε και μη εγκαταλείπων ποτέ εαυτόν, δια τής προ­όδου εις έκαστον υποσημαίνεται μόνον αυτός και μάλιστα όλος, ως αμέριστος εις μεριστά.

Εάν δε επιστήμη και voυς είναι το ίδιον -μολονότι (ο νους) υπάρχει προηγουμέ­νως δυνάμει και έπειτα προχωρεί εις τα ενεργεία και ωσάν να έχει επίκτητο το φρονείν βεβαίως και αληθώς- πόσον μάλλον τούτο συμβαίνει επί του Θεού, παρά τω οποίω δεν υπάρχει τίποτε νεώτερο, αφού καθόλου δεν επιγίνεται και απογίνεται σε αυτόν τίποτε.

Ο νους λοι­πόν είναι ταυτόν (το ίδιον) με την επιστήμη. Άλλα επιστήμες μεν είναι πολλές, καθ’ όσον τα επιστητά είναι πολλά, ο δε voυς ο επενεργών σε όλα αυτά είναι εις. Και εκάστης επιστή­μης αίτιος είναι αυτός, αλλ' όχι εκείνες τούτου, και κατ’ επιστήμην μέν ο νους των επιστημόνων είναι μεθεκτός από τους μανθάνοντες κατ' ουσίαν δέ είναι αμέθεκτος και αμετάβατος. Βλέπεις πάλι πώς διαφέρει; Εάν δε η επιστήμη και ο νους είναι έν και όχι έν, πώς επί του Θεού δεν θα είναι ταυτόν και μη ταυτόν η ουσία και ενέργεια, ως προς το όποιον και τα αντιτιθέμενα εγκαταλείπουν την μεταξύ τους πάλη κατά τούς πατέρες;

7. Eμείς δέ διδαχθήκαμε από τους πατέρες ότι όλες οι ενέργειες του Θεού είναι άκτιστες, έκτος εάν κανείς θεωρεί ταυτόσημη την ενέργεια και το ενέργημα, δηλαδή το αποτέλεσμα. Και όταν μία μόνον ενέργεια επί Θεού λέγουμε, εννοούμε την περιέχουσα ενιαίως όλες αυτές. Διότι κατά τους πατέρες, όπως ο ήλιος διά της αυτής ακτίνος και φωτίζει και θερμαίνει και αναπτύσσει και αυξάνει και ζωογονεί, έτσι και ο Θεός ενεργεί τα πάντα με μία μόνο ενέργεια. Όπως λοιπόν επί του ηλίου, όταν ειπείς εκείνη την περιεκτική, την ενεργούσα τις άλλες, λέγεις όλες, και όταν ειπείς όλες, πάλιν λέγεις εκείνη την μία, έτσι και επί Θεού. Διά τούτο θα βρεις άλλοτε μεν να αναφέρεται σε ενικό η αυτή θεία και άκτιστος ενέργεια, άλλοτε δε σε πληθυντικό· διότι, λέγει, «η σάρξ του Κυρίου επλούτησε με τις θείες ενέργειες διά της προς τον Λόγον ακραιφνέστατης ενώσεως, ο δε Λόγος δι’ αυτής φανερώνει την ενέργειά του». Είδες ότι η ίδια είναι και πολλές και μία; Πώς λοιπόν θα ήταν δυνατό να διακριθούν κατά το κτιστόν και το άκτιστον;

9. Όχι μόνον η πρόγνωσις και η θέλησις, ως φυσικές ενέργειες του Θεού, είναι άκτιστες και άναρχες χωρίς να είναι ουσίες, αλλά και όλα τα επόμενα (συνακόλουθα) της θείας φύσεως, και συνυπάρχουν με αυτή και δεν είναι φύσεις και άναρχα είναι και σύνθεση καμμία δεν φέρουν σε αυτήν, όπως άκουσες προηγουμένως. Προς τούτοις δε «η μεν υπερούσιος ουσία του Θεού είναι ανώνυμος ως ανεκφώνητος και υπερβαίνουσα και κάθε σημασία δυναμένη να δηλωθεί διά της φωνής, όνομα δε τίθεται εις εκάστην των ενεργειών». Διά τούτο στερούμενοι κυρίου ονόματος δια την υπερουσιότητα εκείνην, χαρακτηρίζουμε αυτήν από τις ενέργειες. Επιπλέον δεν είναι ποτέ δυνατό να λεχθεί φύσις φυσική και ουσία ουσιώδης· οι δέ ενέργειες του Θεού λέγονται από τους άγιους φυσικές και ουσιώδεις· πράγματι ο θείος Μάξιμος λέγει ότι «πάντα όσα έχει ο Θεός, τα έχει εκ φύσεως και όχι επίκτητα»· και πάλι, «αν αναιρεθεί το φυσικό θέλημα και η ουσιώδης ενέργεια, δεν θα υπάρξει ούτε Θεός ούτε άνθρωπος». Επομένως ελέγχονται σαφώς αυτοί που μας κατηγορούν ως άθεους δια το άκτιστο και ουσιώδες της θείας ενεργείας καθως περιπίπτουν οι ίδιοι σε δεινή αθεΐα, ως αθετούντες την ενέργεια ταύτη.

10. Αλλά οι πατέρες λέγουν και φυσικά ιδιώματα τις ενέργειες. Διότι κατά τον εκ Δαμασκού θεολόγο ομολογούμε ότι ό Χριστός έχει κατάλληλα στις δύο φύσεις ιδιώματα, «διπλά τα φυσικά ιδιώματα των δύο φύσεων, και δύο φυσικές θελήσεις, την θεία και την ανθρώπινη, και δύο φυσικές ενέργειες, την θεία και την ανθρώπινη, και δύο αυτεξούσια φυσικά, το θείο και το ανθρώπινο, και σοφία και γνώση επίσης θεία και ανθρώπινη». Δεν θα ήταν ποτέ δυνατό λοιπόν να λεχθούν φύσεις τα φυσικά ιδιώματα, όπως ούτε υποστάσεις τα υποστατικά, τα οποία είναι πολλά περί εκάστην υπόστασιν. Ακόμη εκ της ουσίας προέρχεται η ενέργεια, αλλά όχι εκ της ενεργείας η ουσία. Και η μία μεν είναι αιτία, η δε άλλη αιτιατή, η μία αυθυπόστατος, η δε άλλη καθ' εαυτήν ανυπόστατος· διότι όλες οι ενέργειες είναι περί (γύρω από) την υπερουσιότητα εκείνη. Πράγματι ό,τι λέγεται περί Θεού, τονίζει ο θείος Γρηγόριος Νύσσης, είτε από ανθρώπινη συνήθεια είτε από την αγία Γραφή, υποδηλώνει κάτι γύρω από αυτήν την υπερουσιότητα. Γύρω δε από αυτήν είναι τα πάντα, όχι μόνον τα υπό χρόνον, άλλα και τα υπεραιωνίως νοούμενα θεοπρεπώς επί του Θεού, των οποίων, λέγει ο μέγας Αθανάσιος, «μη γένοιτο να είπω κάτι επίκτητον επί του Πνεύματος». Και πάλιν, «επί του Θεού το Ών και το Θεός και το υπερούσιος και το άπειρος και τα τοιαύτα καλούμε προσηγορίες (ονομασίες), οι οποίες είναι μεν εμφαντικές μερικών από τα θεωρούμενα (παρατηρούμενα) γύρω από αυτόν, δεν είναι όμως δηλωτικά κανενός από τα κατά την ουσίαν και φύσιν αυτού». Ακόμη, «κατ’ ουσίαν μεν ο Θεός είναι αμέθεκτος, κατά δε την θεοποιόν χάριν και ενέργειαν, η οποία και δόξα Θεού καλείται και μετέχεται και βλέπεται από τους αξίους».

11. Εάν δε τολμήσει κανείς να αποκαλέσει κτιστή την ενέργειαν ταύτη, θα ελεγχθεί από τον μέγα Βασίλειο λέγοντα ότι «χρηματίζει κανείς τέκνον φωτός, μετέχει αϊδίου δόξης»· και πάλι, «υπάρχει δόξα του Θεού, άλλη μεν φυσική όπως δόξα ήλιου είναι το φως, άλλη δε εξωτερική». Δια τούτο ο Γρηγόριος ο επώνυμος της θεολογίας, απαριθμώντας τις μέλλουσες απολαύσεις, λέγει, «θεωρία δόξης, και πάσης άλλης και της ανωτάτης». Ο δε μέγας Αθανάσιος λέγει, «οι άγιοι δεν έβλεπαν την ουσία του Θεού αλλά την δόξαν», την οποία είδαν και οι απόστολοι επί του όρους απορρήτως διότι ο ίδιος ονομάζει ταύτη φυσική δόξα του Θεού, ο δε σοφός εις τα θεία Δαμασκηνός «φυσικήν ακτίνα της θεότητος». Ακόμη το ότι κάποτε θα γίνει μία η ουσία του Θεού και των αγίων είναι ασεβές και να το σκεφθούμε, ο δε πολύς εις τα θεία Μάξιμος δηλώνει ότι «μία θα γίνει η ενέργεια του Θεού και των θεωμένων» και τούτο διδάσκει ότι θα είναι η θέωσις· «διότι θα λάμψουν και οι δίκαιοι, όπως έλαμψε ο Κύριος επί του όρους, αναφαινόμενοι ως άλλοι ήλιοι διά της μεθέξεως εκείνης της θεουργικής αυγής».

16. Είναι δε ανώνυμος η υπερβατική αυτή ουσία ως υπερκείμενη παντός ονόματος. Ενεργειών πράγματι ονόματα είναι και αυτά τα όποια χρησιμοποίησε για τον εαυτόν του ο Κύριος λέγοντας, «εγώ είμαι ο ων» και «ο Θεός» και «το φώς» και «η αλήθεια και η ζωή», τα οποία οι θεολόγοι απέδωσαν κατ’ εξοχήν στην υπέρθεον θεότητα. Διότι λέγει (ο Αρεοπαγίτης), «εάν θα ονομάσουμε την υπερούσια κρυφιότητα Θεόν ή ζωή ή ουσία, ή φως ή λόγο, δεν θα εννοούμε τίποτε άλλο παρά τις δυνάμεις που προβάλλονται από αυτήν προς εμάς, τις θεοτικές ή ουσιοποιές ή ζωογόνες ή σοφόδωρεςΚαι αν τον πούμε Άγιον αγίων ή Κύριον κυρίων ή Θεόν θεών ή Βασιλέα βασιλευόντων, με αυτά δεικνύομε ότι εννοούμε τις σε εμάς προβαλλόμενες δυνάμεις αυτού και ότι υμνούμε αυτόν από τις ενέργειες και μετοχές αυτού οι μετέχοντες ή εφιέμενοι μεθέξεωςΑπό πού πράγματι πολλοί καθίστανται άγιοι, αν δεν μετέχουν της αγιότητας εκείνου; Από πού δε πολλοί καθίστανται θεοί έχοντες στο μέσον ιστάμενο κατά τον μέλλοντα εκείνον και ατελείωτο αιώνα τον ένα Θεόν, εάν δεν μετάσχουν της θεότητος αυτού; Από πού δε θα υπάρξουν τέτοιοι βασιλείς και κύριοι, εάν δεν μετάσχουν της κυριότητος και βασιλείας αυτού; Άραγε κτιστής βασιλείας ή θεότητος ή αγιότητος, θα μετάσχουν; Οποία βλασφημία. Ο λέγων τούτο καθιστά τον Θεόν κτίσμα και λέγει κτιστήν την βασιλεία και την θεότητα και την αγιότητα αυτού.

17. Πράγματι ως προς μεν την θεότητα δεν είναι δυνατόν να πούμε σε πόσα σημεία της θεολογίας έχει αναγραφεί ότι ο Θεός μάς κατέστησε κοινωνούς της θεότητός του. 

Περί δε της βασιλείας πάλι, ποιος αγνοεί «την ελπίδα τής κλήσεως ημών», ότι «εάν συμπάσχουμε και θα συμβασιλεύουμε», και ότι «θα γίνουμε κληρονόμοι μεν του Θεού, συγκληρονόμοι δε του Χριστού»; Μήπως του Χριστού η βασιλεία είναι άλλη από την (βασιλεία) του Θεού; Ή η βασιλεία των ουρανών είναι άλλη από την βασιλεία του Χριστού; Και όμως και αυτή ανήκει στους υπό του Κυρίου μακαριζομένους πτωχούς. Άκου λοιπόν και τον σοφό στα θεία Μάξιμο που λέγει˙ «η βασιλεία του Θεού είναι πράγμα υπεραιώνιο˙ διότι δεν είναι επιτρεπτό να φθάνεται υπό αιώνων ή χρόνων η βασιλεία του Θεού. Πιστεύουμε δε ότι αυτή είναι η κληρονομιά των σωζομένων» την οποίαν αλλού λέγει, «των προσόντων του Θεού φυσικώς κατά χάριν μετάδοσιν», αλλού δε πάλι «το είδος αυτό της θεϊκής ωραιότητας». 

Θέλεις να μάθεις και περί της αγιότητος, πώς οι αγιασμένοι μετέχουν αυτής της (αγιότητος) του Θεού; Άκουσε τον μέγαν Βασίλειο˙ «όπως ο σίδηρος, ευρισκόμενος στο μέσον του πυρός, την μεν ιδιότητα του σιδήρου δεν χάνει, πυρακτωθείς δε δια της σφοδρότατης επαφής με το πυρ και προσλαμβάνοντας όλη την φύσιν του πυρός, μεταβάλλεται προς το πυρ και κατά το χρώμα και κατά την ενέργεια, έτσι και οι άγιες δυνάμεις εκ της κοινωνίας προς το φύσει άγιον έχουν τον αγιασμό προχωρημένο ήδη δι’ όλης της υποστάσεώς των και συμπεφυσιωμένο (συγκεκραμένο) με αυτήν. Η διαφορά τους δε με το Άγιο Πνεύμα είναι αυτή, ότι σε αυτό μεν η αγιωσύνη είναι φυσική, σε αυτές δε το αγιάζεσθαι είναι εκ μετουσίας».

18. Όλοι αυτοί πράγματι άρχισαν όχι κατά την κτιστή τους φύση, αλλά και κατά το είναι άγιοι και θεοί και βασιλείς. Η δε βασιλεία και θεότης και αγιότης την οποία έχουν είναι άκτιστος και άναρχος˙ διότι μετέχουν της ακτίστου βασιλείας του Θεού, όχι κατόπιν διαιρέσεως αυτής από εκεί, αλλά δι’ ενώσεως αυτών υπερκοσμίως με τον αΐδιο και μόνο άγιον Θεόν και Βασιλέα των όλων. Τί λοιπόν; Άλλο είναι θεότης και άλλο βασιλεία, και επίσης άλλο αγιότης; Έτερο μεν είναι το σημαινόμενο από εκάστη των λέξεων τούτων, αλλά δεν είναι άλλο έκαστο εξ αυτών, επειδή είναι δυνάμεις και ενέργειες ενός Θεού. Όποιος δε εξ αιτίας αυτών λέγει ότι υπάρχουν πολλοί Θεοί ή ένας σύνθετος Θεός πολύ περισσότερο θα πεί τούτο για τις τρεις υποστάσεις. Αλλ' ούτε τα διακεκριμένα (οι διακρίσεις) τής θεολογίας διασπούν το ενιαίο του Θεού ούτε το ενιαίο συγχέει τις διακρίσεις. Άρα αυτό και αδιαιρέτως διαιρείται και συνάπτεται διηρεμένως.

19. Άλλά βεβαίως όλων τούτων των ενεργειών υπέρκειται κατ’ ουσίαν ο Θεός, αφ’ ενός μεν ως κατ’ εκείνην υπερώνυμος και κατά αυτές ονομαζόμενος, αφ’ ετέρου δε ως κατ’ εκείνη αμέθεκτος και κατά αυτές μεθεκτός, ακόμη δε ως κατ’ εκείνην εντελώς ανεννόητος και κατ’ αυτές νοούμενος κάπως˙ «εμείς», λέγει ο μέγας Βασίλειος, «λέγομε ότι γνωρίζομε τον Θεό ημών από τις ενέργειες, αλλά δεν ισχυριζόμεθα ότι πλησιάζουμε την ουσία αυτού». Επιπλέον δε και ότι η ουσία είναι αιτία των ενεργειών τούτων και γι’ αυτό υπέρκειται τούτων κατά το αίτιον. Διότι δεν πρέπει να θαυμάζουμε τούτο, ότι ενώ η ουσία και η ενέργεια επί του Θεού είναι κατά κάποιον τρόπο έν και ο Θεός είναι ένας, όμως η ουσία είναι αίτια των ενεργειών και ως αίτια υπέρκειται αυτών˙ διότι και ο Πατήρ και ο Υιός είναι εν και ένας Θεός είναι, αλλά αίτιος και μείζων του Υιού κατά το αίτιον είναι ο Πατήρ. Εάν δε εκεί, μολονότι ο Υιός είναι αυθυπόστατος και ομοούσιος, όμως ως αίτιος μείζων Πατήρ, πολύ περισσότερο των ενεργειών υπερέχει η ουσία, αφού αυτές (οι ενέργειες) δεν είναι ούτε ομοούσιες ούτε ετερούσιες˙ διότι αυτές (ιδιάζουν) των αυθυποστάτων, ουδεμία δε από τις ενέργειες δεν είναι αυθυπόστατος. Γι’ αυτό και οι άγιοι λέγουν ότι είναι φύσει περί τον Θεόν εξ αϊδίου.

20. Εάν δε το αγαθόν και το υπερούσιον, το άναρχον και το άπειρον, και τα παρόμοια είναι περί τον Θεόν εξ αϊδίου, οι λέγοντες ότι ο Θεός δεν είναι κατ' ουσίαν επέκεινα των αΐδιως περί αυτόν νοουμένων, δεν τον θεωρούν ούτε αίτιον αυτών κατ’ ουσίαν˙ διότι το αίτιο υπέρκειται των αιτιατών κατά το ότι είναι αίτιον. Επομένως αυτοί είναι πράγματι οι προσβεβλημένοι από την νόσο της διθεΐας, μάλλον δε της πολυθεΐας˙ διότι δεν ανάγουν τα πάντα σε ένα αίτιον και σε μία αναίτιον αρχήν, αλλά δέχονται πολλές αρχές και πολλά αίτια, προκαταρκτικά και αναίτια. Αυτούς ντροπιάζοντας ο πολύς στα θεία Μάξιμος λέγει, «και έργα του Θεού άναρχα είναι τούτα, θεωρούμενα περί τον Θεόν ουσιωδώς». Κανείς δε να μην εκλάβει αυτές ως κτίσματα, ακούγοντας ότι ονομάζονται έργα από τον άγιο.

21. Αλλά ο άγιος Μάξιμος ονόμασε αυτά και έργα, επειδή για την κτίση ήταν απαραίτητα θέλησις και πρόγνωσις, προορισμοί και πρόνοια ενεργουμένη, πέραν δε αυτών επίσης και αρετή και τα παρεπόμενα σε αυτήν, καθ' όσον αυτά ήσαν ενεργά και πριν από την κτήσιν, ώστε να πραγματοποιηθεί αυτή κατά τον κατάλληλο καιρό. Ότι δε υπάρχουν θείες ενέργειες και προ της κτίσεως, των οποίων υπέρκειται ο Θεός άκουσε τι λέγει ο μέγας Βασίλειος αναπτύσσοντας το θέμα περί του Αγίου Πνεύματος˙ «πώς τάχα θα εννοήσουμε τα επέκεινα των αιώνων, ποιες ήσαν οι ενέργειες αυτού προ της νοητής κτίσεως, πόσες δε οι απ' αυτού χάριτες για την κτίσιν, ποια τέλος η προς τους επερχομένους αιώνες δύναμις; Πράγματι το Πνεύμα υπήρχε και προϋπήρχε και συνυπήρχε με τον Πατέρα και τον Υιόν προ των αιώνων. Ώστε και αν εννοήσεις κάτι πέρα (επέκεινα) των αιώνων, και τούτο είναι κατώτερο από το Πνεύμα». Ως ενέργειες του Θεού λοιπόν προ των αιώνων εννοούμε την ζωή, την αθανασία, την απλότητα, την απειρία και γενικώς όσα ο Αθανάσιος χαρακτηρίζει ως φύσει περί τον Θεόν· διότι πράγματι λέγει, «να μη συμβεί να πω κάτι επίκτητο επί του Πνεύματος˙ διότι ούτε το άγιον ούτε το άφθαρτον ούτε το αγαθόν ούτε τίποτε άλλο από τα περί τον Θεόν παρατηρούμενα λέγω ότι είναι επίκτητο επί του Αγίου Πνεύματος, άλλα λέγω ότι τούτο είναι φύσει άγιον, φύσει αγαθόν, φύσει αθάνατον». Αυτά ο σοφός  Μάξιμος αποκάλεσε έργα του Θεού και είπε ότι υφίστανται φύσει περί τον Θεόν. Θα μπορούσε βεβαίως να πει κανείς ομωνύμως έργα και τις ενέργειες, επειδή και ο πολύς στα θεία Δαμασκηνός λέγει, «καλείται και η ενέργεια ενέργημα και το ενέργημα ενέργεια». Ότι άλλο είναι δύναμις και ενέργεια και έτερο ουσία και φύσις, άκουσε να το λέγει σαφώς ο ίδιος˙ «πρέπει να γνωρίζουμε ότι άλλο είναι η ενέργεια και άλλο το ενεργητικόν. Ενέργεια δηλαδή είναι η δραστική και ουσιώδης κίνησις της φύσεως, ενεργητικόν δε η φύσις από την οποία προέρχεται η ενέργεια».

(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: